Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 4 στ. 1-75
Κι εκείνοι οι δυο στην πολυφάραγγη, τη βαθουλή φτασμένοι
τη Λακεδαίμονα, στου πέρφανου Μενέλαου το παλάτι
τραβούσαν, πάνω αυτός που γιόρταζε της άψεγής του κόρης
το γάμο και του γιου του, κι έκανε τραπέζι στους δικούς του.
Την κόρη στον υγιό την έστελνε του φοβερού Αχιλλέα· 5
απ᾽ τον καιρό στην Τροία που βρίσκουνταν ακόμα τό ᾽χε τάξει
να του τη δώσει· τώρα ετέλευαν οι αθάνατοι το γάμο.
Την έστελνε λοιπόν με αλόγατα κι αμάξια για το κάστρο
των Μυρμιδόνων το περίλαμπρο, που αφέντευε ο γαμπρός του.
Το γιο στη Σπάρτη με του Αλέχτορα τον πάντρευε την κόρη, 10
το Μεγαπένθη τον αντρόκαρδο· τον είχε στερνοπαίδι
από μια σκλάβα, τι δε χάριζαν πια στην Ελένη τέκνα
οι αθάνατοι, από μιας και γέννησε μια κόρη ζηλεμένη,
την Ερμιόνη, που παράβγαινε με τη χρυσή Αφροδίτη.
Έτσι στο μέγα, αψηλοτάβανο παλάτι οι συμπεθέροι 15
κι οι γείτονες του πολυδόξαστου Μενέλαου ξεφαντώναν
κι αγάλλουνταν· μαζί τους κάθουνταν βαρώντας την κιθάρα
ο θείος τραγουδιστής, κι ως άνοιγε το στόμα του να ψάλει,
στριφογυρνώντας μες στη μάζωξη χορεύαν δυο ακροβάτες.
Την ίδιαν ώρα ομπρός στην ξώπορτα κι αυτοί και τ᾽ άλογά τους, 20
ο γιος του Νέστορα κι ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος, σταθήκαν.
Κι ο Ετεωνέας, που ο πολυξάκουστος Μενέλαος σύντροφό του
τον είχε μπιστεμένο, βγαίνοντας, μόλις τους είδε, τρέχει
στο βασιλιά να πάει το μήνυμα, περνώντας το παλάτι·
κι ως στάθη πλάι του με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: 25
«Άκου, Μενέλαε θεογέννητε, μας ήρθαν κάποιοι ξένοι,
δυο νιοι, και μοιάζει νά ᾽ναι η φύτρα τους από το Δία το μέγα.
Μόν᾽ πες μου, τ᾽ άτια να ξεζέψουμε τα γρήγορα, γιά σε άλλου
σπίτι να πούμε να τραβήξουνε, να φιλοκονευτούνε;»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος θύμωσε κι απηλογιά τού δίνει: 30
«Του Βόηθου γιε, πιο πριν ανέμυαλος, Ετεωνέα, δεν ήσουν,
μα τώρα ανέμυαλα μου μίλησες, μικρό παιδί σαν νά ᾽σουν.
Και μας συχνά μας φιλοκόνεψαν ανθρώποι ξένοι ως τώρα,
πριχού διαγείρουμε, κι ελπίζαμε στο Δία να μας γλιτώσει
μια μέρα από τα τόσα βάσανα. Μόν᾽ έλα, λύσε τ᾽ άτια 35
των ξένων και πιο μέσα μπάσε τους, να φαν, να πιουν μετά μας.»
Είπε, κι αυτός αφήκε τρέχοντας τον αντρωνίτη, κι άλλα
παιδόπουλα να τρέξουν γρήγορα φωνάζοντας, κι εκείνα
απ᾽ το ζυγό τούς λύσαν τ᾽ άλογα λουσμένα στον ιδρώτα,
και στα παχνιά τους τ᾽ αλογάρικα τα δέσαν, και κριθάρι 40
μπροστά τους βάζαν άσπρο, ανάκατο με βίκο, και το αμάξι
γερμένο απαντικρύ το στήριξαν στο λιόφωτο τον τοίχο.
Τους νιους μετά στο θείο συνέμπασαν παλάτι, και σαστίζαν,
τούτοι το σπίτι του αρχοντόγεννου θαμάζοντας ρηγάρχη·
τι ολούθε φως στου πολυξάκουστου Μενέλαου το παλάτι 45
το αψηλοτάβανο ξεχύνουνταν ―σα φεγγαριού, σαν ήλιου.
Και σα φραθήκαν πια τα μάτια τους θωρώντας ένα γύρο,
σε καλοσκαλισμένους κάθισαν για να λουστούν λουτήρες.
Κι αφού τους λούσαν και τους άλειψαν με μύρο οι παρακόρες
και στο κορμί σγουρές τούς φόρεσαν χλαμύδες και χιτώνες, 50
τους πήγαν σε θρονιά και κάθισαν κοντά στο γιο του Ατρέα.
Μια παρακόρη τότε τρέχοντας νερό σε στάμνα φέρνει,
χρυσή, πανώρια, κι από κάτω της ένα αργυρό λεγένι,
για να πλυθούν, κι ομπρός τους άπλωσε στραφταλιστό τραπέζι.
Ψωμί κι η σεβαστή κελάρισσα τους κουβαλεί και πλήθος 55
φαγιά απιθώνει, απ᾽ ό,τι βρέθηκε καλό φιλεύοντάς τους.
Απλάδες κρέατα πήρε κι έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους
λογής λογής, και πλάι τους έβαλε μαλαματένιες κούπες.
Τότε ο ξανθός Μενέλαος μίλησε καλωσορίζοντάς τους:
«Πιάστε ψωμί! Καλώς μας ήρθατε! Και σύντας πια αποφάτε, 60
θα ᾽ρθεί η στιγμή να σας ρωτήσουμε ποιοί τάχα νά ᾽στε ανθρώποι.
Καθόλου αλήθεια δεν την κρύβετε τη φύτρα των γονιών σας·
το δίχως άλλο από αρχοντόγεννους κρατάτε βασιλιάδες
με ρηγικό ραβδί· αχαμνόσογοι τέτοιους υγιούς δεν κάνουν.»
Είπε, και πήρε με τα χέρια του παχιά βοδίσια πλάτη, 65
ψητή, τα αρχοντομοίρι πού ᾽δωκαν σ᾽ αυτόν, και τους τη δίνει.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
πρώτα ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το γιο τα λόγια εκίνα,
κοντά κρατώντας το κεφάλι του, να μην ακούσουν άλλοι: 70
«Γιά ιδές αλήθεια, υγιέ του Νέστορα, πιο αγαπημένε απ᾽ όλους,
πώς μες στα σπίτια αυτά τ᾽ αχόλαλα ξαστράφτει ολούθε ο μπρούντζος,
το κεχριμπάρι και το μάλαμα, το φίλντισι, το ασήμι!
Όμοιο του Δία, θαρρώ, στον Όλυμπο θα δείχνει το παλάτι,
τόσο πολλά ειναι εδώ, αλογάριαστα· σαστίζω που τα βλέπω.» 75
Οἱ δ᾽ ἷξον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν,
πρὸς δ᾽ ἄρα δώματ᾽ ἔλων Μενελάου κυδαλίμοιο.
τὸν δ᾽ εὗρον δαινύντα γάμον πολλοῖσιν ἔτῃσιν
υἱέος ἠδὲ θυγατρὸς ἀμύμονος ᾧ ἐνὶ οἴκῳ.
τὴν μὲν Ἀχιλλῆος ῥηξήνορος υἱέϊ πέμπεν· 5
ἐν Τροίῃ γὰρ πρῶτον ὑπέσχετο καὶ κατένευσε
δωσέμεναι, τοῖσιν δὲ θεοὶ γάμον ἐξετέλειον.
τὴν ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἔνθ᾽ ἵπποισι καὶ ἅρμασι πέμπε νέεσθαι
Μυρμιδόνων προτὶ ἄστυ περικλυτόν, οἷσιν ἄνασσεν.
υἱέϊ δὲ Σπάρτηθεν Ἀλέκτορος ἤγετο κούρην, 10
ὅς οἱ τηλύγετος γένετο κρατερὸς Μεγαπένθης
ἐκ δούλης· Ἑλένῃ δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ᾽ ἔφαινον,
ἐπεὶ δὴ τὸ πρῶτον ἐγείνατο παῖδ᾽ ἐρατεινήν,
Ἑρμιόνην, ἣ εἶδος ἔχε χρυσέης Ἀφροδίτης.
Ὣς οἱ μὲν δαίνυντο καθ᾽ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα 15
γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου κυδαλίμοιο,
τερπόμενοι· μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδὸς
φορμίζων· δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ᾽ αὐτοὺς
μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους.
Τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐν προθύροισι δόμων αὐτώ τε καὶ ἵππω, 20
Τηλέμαχός θ᾽ ἥρως καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱός,
στῆσαν· ὁ δὲ προμολὼν ἴδετο κρείων Ἐτεωνεύς,
ὀτρηρὸς θεράπων Μενελάου κυδαλίμοιο,
βῆ δ᾽ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα ποιμένι λαῶν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 25
«Ξείνω δή τινε τώδε, διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε,
ἄνδρε δύω, γενεῇ δὲ Διὸς μεγάλοιο ἔϊκτον.
ἀλλ᾽ εἴπ᾽, ἤ σφωϊν καταλύσομεν ὠκέας ἵππους,
ἦ ἄλλον πέμπωμεν ἱκανέμεν, ὅς κε φιλήσῃ.»
Τὸν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη ξανθὸς Μενέλαος· 30
«οὐ μὲν νήπιος ἦσθα, Βοηθοΐδη Ἐτεωνεῦ,
τὸ πρίν· ἀτὰρ μὲν νῦν γε πάϊς ὣς νήπια βάζεις.
ἦ μὲν δὴ νῶϊ ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε
ἄλλων ἀνθρώπων δεῦρ᾽ ἱκόμεθ᾽, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
ἐξοπίσω περ παύσῃ ὀϊζύος. ἀλλὰ λύ᾽ ἵππους 35
ξείνων, ἐς δ᾽ αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο, κέκλετο δ᾽ ἄλλους
ὀτρηροὺς θεράποντας ἅμα σπέσθαι ἑοῖ αὐτῷ.
οἱ δ᾽ ἵππους μὲν λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ ἱδρώοντας,
καὶ τοὺς μὲν κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσι, 40
πὰρ δ᾽ ἔβαλον ζειάς, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν,
ἅρματα δ᾽ ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα,
αὐτοὺς δ᾽ εἰσῆγον θεῖον δόμον· οἱ δὲ ἰδόντες
θαύμαζον κατὰ δῶμα διοτρεφέος βασιλῆος.
ὥς τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης 45
δῶμα καθ᾽ ὑψερεφὲς Μενελάου κυδαλίμοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν,
ἔς ῥ᾽ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο.
τοὺς δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλον ἠδὲ χιτῶνας, 50
ἔς ῥα θρόνους ἕζοντο παρ᾽ Ἀτρεΐδην Μενέλαον.
χέρνιβα δ᾽ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα
καλῇ χρυσείῃ, ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος,
νίψασθαι· παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν.
σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα, 55
εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
δαιτρὸς δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν ἀείρας
παντοίων, παρὰ δέ σφι τίθει χρύσεια κύπελλα.
τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«Σίτου θ᾽ ἅπτεσθον καὶ χαίρετον. αὐτὰρ ἔπειτα 60
δείπνου πασσαμένω εἰρησόμεθ᾽ οἵ τινές ἐστον
ἀνδρῶν· οὐ γὰρ σφῷν γε γένος ἀπόλωλε τοκήων,
ἀλλ᾽ ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων
σκηπτούχων, ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν.»
Ὣς φάτο, καί σφιν νῶτα βοὸς παρὰ πίονα θῆκεν 65
ὄπτ᾽ ἐν χερσὶν ἑλών, τά ῥά οἱ γέρα πάρθεσαν αὐτῷ.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν,
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾽ οἱ ἄλλοι· 70
«Φράζεο, Νεστορίδη, τῷ ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ,
χαλκοῦ τε στεροπὴν κὰδ δώματα ἠχήεντα,
χρυσοῦ τ᾽ ἠλέκτρου τε καὶ ἀργύρου ἠδ᾽ ἐλέφαντος.
Ζηνός που τοιήδε γ᾽ Ὀλυμπίου ἔνδοθεν αὐλή,
ὅσσα τάδ᾽ ἄσπετα πολλά· σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα.» 75