Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 23 στ. 1-68
Και τότε ολόχαρη η γερόντισσα ψηλά στο ανώγι ανέβη
με γόνατα γοργοτρεχάμενα, με πόδια που σκοντάβαν,
να πάει στη ρήγισσα το μήνυμα, πως έφτασε ο καλός της·
κι ως στάθη πάνω απ᾽ το κεφάλι της, τα λόγια αυτά τής είπε:
«Γιά ξύπνα, Πηνελόπη κόρη μου, τα μάτια σου να ιδούνε 5
ό,τι καιρούς και χρόνια αδιάκοπα λαχτάριζε η καρδιά σου!
Ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, κι ας είχε αργήσει τόσο,
και τους μνηστήρες όλους σκότωσε τους άνομους, που ετρώγαν
το βιος του, ρήμαζαν το σπίτι του και παίδευαν το γιο του.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη της αποκρίθη κι είπε: 10
«Κυρούλα, τα μυαλά σου εσήκωσαν τώρα οι θεοί· μπορούνε
μαθές και τον περίσσια φρόνιμο ν᾽ αποτρελάνουν τούτοι,
μπορούν ακόμα και στον άμυαλο να δώσουν φρονιμάδα.
Αυτοί είναι που το νου σου εσάλεψαν· πριν ήσουν μυαλωμένη.
Τί με αναμπαίζεις, που στο στήθος μου φωλιάζουν πίκρες μύριες, 15
τέτοια μωρόλογα ιστορώντας μου, κι απ᾽ το γλυκό με ασκώνεις
τον ύπνο, που άπλωνε στα μάτια μου και μ᾽ είχε αποκαρώσει;
Αφόντας ο Οδυσσέας ξεκίνησε να ιδεί την ξορκισμένη
την Κακοτροία, ποτέ δεν έγειρα σε τέτοιον ύπνο ανέγνοιο.
Κατέβα τώρα, τρέχα γύρισε στο γυναικίτη πίσω· 20
τι αν άλλη κάποια από τις σκλάβες μου που βρίσκουνται στο σπίτι
ερχόταν κι απ᾽ τον ύπνο με άσκωνε με τούτα τα μαντάτα,
άσκημα αλήθεια θα την έδιωχνα στην κάμαρα της πίσω·
εσύ αν γλιτώνεις τώρα, χρώστα το στα γερατιά σου μόνο!»
Κι η Ευρύκλεια η βάγια απηλογήθηκε και τέτοια τής μιλούσε: 25
«Δεν παίζω εγώ μαζί σου, κόρη μου, μόν᾽ είπα την αλήθεια·
ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, καθώς με ακούς μπροστά σου:
κείνος ο ξένος, που στο σπίτι μας τον αψηφούσαν όλοι!
Πρέπει ο Τηλέμαχος να κάτεχε καιρό τον ερχομό του,
μα γνωστικός ως ήταν, έκρυβε του κύρη του τη γνώμη, 30
ως να πλερώσουν οι άντρες οι άνομοι τις αδικιές που εκάμαν.»
Είπε, κι αυτή σηκώθη ολόχαρη πηδώντας απ᾽ την κλίνη,
και τη γερόντισσα αγκαλιάζοντας με δακρυσμένα μάτια
την έκραξε και με ανεμάρπαστα μιλούσε λόγια κι είπε:
«Αχ, έλα τώρα, καλομάνα μου, την πάσα αλήθεια πες μου! 35
Ψέμα αν δεν είναι πως εδιάγειρε, καθώς μου λες, στο σπίτι,
πώς στους μνηστήρες τους αδιάντροπους έβαλε χέρι, ως ήταν
ένας αυτός, κι εκείνοι βρίσκουνταν όλοι μαζί εδώ μέσα;»
Κι η βάγια Ευρύκλεια απηλογήθηκε με τέτοια λόγια κι είπε:
«Δεν είδα κι ουδέ μού ᾽παν· άκουσα τα βογγητά μονάχα 40
αυτών που σφάζουνταν· καθόμασταν εμείς σκιαγμένες μέσα
στο γυναικίτη τον καλόφτιαστο· σφιχταρμοσμένες πόρτες
μας κλειούσαν, ώσπου πια ο Τηλέμαχος ο γιος σου, απ᾽ το γονιό του
σταλμένος, έφτασε και μ᾽ έκραξε να πάω στο αρχονταρίκι.
Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισα, στους σκοτωμένους μέσα 45
να στέκεται· κι εκείνοι γύρα του στο πατημένο χώμα
κειτόνταν πανωτοί. Θωρώντας τον θα λάρωνε η ψυχή σου,
στο γαίμα και στο λύθρο ολάκερο λουσμένο, σαν το λιόντα!
Όλους εκείνους στην αυλόπορτα κοντά τούς κουβαλήσαν
σωρό, κι αυτός, μεγάλη ανάβοντας φωτιά, το αρχοντικό του 50
θειάφιζε τ᾽ όμορφο, και μ᾽ έστειλε μετά να σε φωνάξω.
Μόν᾽ έλα, ακλούθα μου, να πάρετε μαζί κι οι δυο στα φρένα
τρανή χαρά, γιατί τραβήξατε περίσσια αλήθεια πάθη·
μα η προσμονή σας η πολύχρονη πια πήρε τέλος τώρα·
εκείνος ζωντανός εδιάγειρε στο τζάκι του, και βρήκε 55
και σένα και το γιο στο σπίτι του, κι απ᾽ τους αδικοπράχτες
μνηστήρες όλους πήρε εγδίκηση στο αρχοντικό του μέσα.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνώντας αποκρίθη:
«Μη λες μεγάλα λόγια, μάνα μου, και μη γελάς ακόμα!
Κατέχεις όλοι ποιά θα νιώθαμε χαρά, κι εγώ περίσσια, 60
μαζί κι ο γιος μας ο Τηλέμαχος, αν πρόβελνε μπροστά μας.
Όμως σωστός δεν είναι ο λόγος σου κι αυτά που ξαφηγιέσαι·
κάποιος αθάνατος θα σκότωσε τους αντρειανούς μνηστήρες,
για τ᾽ άνομά τους τα φερσίματα και τ᾽ άδικά τους έργα
θυμώνοντας· τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ᾽ τους ανθρώπους 65
τρανό, αχαμνό ― κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος.
Τις αδικιές τους τούτοι πλέρωσαν, μα κι ο Οδυσσέας το δρόμο
του γυρισμού μακριά τον έχασε και χάθηκε κι ατός του!»
Γρηῢς δ᾽ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀνεβήσετο καγχαλόωσα,
δεσποίνῃ ἐρέουσα φίλον πόσιν ἔνδον ἐόντα·
γούνατα δ᾽ ἐρρώσαντο, πόδες δ᾽ ὑπερικταίνοντο.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ἔγρεο, Πηνελόπεια, φίλον τέκος, ὄφρα ἴδηαι 5
ὀφθαλμοῖσι τεοῖσι τά τ᾽ ἔλδεαι ἤματα πάντα.
ἦλθ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ὀψέ περ ἐλθών.
μνηστῆρας δ᾽ ἔκτεινεν ἀγήνορας, οἵ θ᾽ ἑὸν οἶκον
κήδεσκον καὶ κτήματ᾽ ἔδον βιόωντό τε παῖδα.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια· 10
«μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν, οἵ τε δύνανται
ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ᾽ ἐόντα,
καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν·
οἵ σέ περ ἔβλαψαν· πρὶν δὲ φρένας αἰσίμη ἦσθα.
τίπτε με λωβεύεις πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν 15
ταῦτα παρὲξ ἐρέουσα καὶ ἐξ ὕπνου μ᾽ ἀνεγείρεις
ἡδέος, ὅς μ᾽ ἐπέδησε φίλα βλέφαρ᾽ ἀμφικαλύψας;
οὐ γάρ πω τοιόνδε κατέδραθον, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς
οἴχετ᾽ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν κατάβηθι καὶ ἂψ ἔρχευ μέγαρόνδε. 20
εἰ γάρ τίς μ᾽ ἄλλη γε γυναικῶν, αἵ μοι ἔασι,
ταῦτ᾽ ἐλθοῦσ᾽ ἤγγειλε καὶ ἐξ ὕπνου ἀνέγειρε,
τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι
αὖτις ἔσω μέγαρον· σὲ δὲ τοῦτό γε γῆρας ὀνήσει.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια· 25
«οὔ τί σε λωβεύω, τέκνον φίλον, ἀλλ᾽ ἔτυμόν τοι
ἦλθ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ὡς ἀγορεύω,
ὁ ξεῖνος, τὸν πάντες ἀτίμων ἐν μεγάροισι.
Τηλέμαχος δ᾽ ἄρα μιν πάλαι ᾔδεεν ἔνδον ἐόντα,
ἀλλὰ σαοφροσύνῃσι νοήματα πατρὸς ἔκευθεν, 30
ὄφρ᾽ ἀνδρῶν τίσαιτο βίην ὑπερηνορεόντων.»
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡ δ᾽ ἐχάρη καὶ ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα
γρηῒ περιπλέχθη, βλεφάρων δ᾽ ἀπὸ δάκρυον ἧκε,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«εἰ δ᾽ ἄγε δή μοι, μαῖα φίλη, νημερτὲς ἐνίσπες, 35
εἰ ἐτεὸν δὴ οἶκον ἱκάνεται, ὡς ἀγορεύεις,
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφῆκε
μοῦνος ἐών, οἱ δ᾽ αἰὲν ἀολλέες ἔνδον ἔμιμνον.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«οὐ ἴδον, οὐ πυθόμην, ἀλλὰ στόνον οἶον ἄκουσα 40
κτεινομένων· ἡμεῖς δὲ μυχῷ θαλάμων εὐπήκτων
ἥμεθ᾽ ἀτυζόμεναι, σανίδες δ᾽ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι,
πρίν γ᾽ ὅτε δή με σὸς υἱὸς ἀπὸ μεγάροιο κάλεσσε
Τηλέμαχος· τὸν γάρ ῥα πατὴρ προέηκε καλέσσαι.
εὗρον ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν 45
ἑσταόθ᾽· οἱ δέ μιν ἀμφὶ κραταίπεδον οὖδας ἔχοντες
κείατ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν· ἰδοῦσά κε θυμὸν ἰάνθης
αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα.
νῦν δ᾽ οἱ μὲν δὴ πάντες ἐπ᾽ αὐλείῃσι θύρῃσιν
ἁθρόοι, αὐτὰρ ὁ δῶμα θεειοῦται περικαλλές, 50
πῦρ μέγα κηάμενος· σὲ δέ με προέηκε καλέσσαι.
ἀλλ᾽ ἕπευ, ὄφρα σφῶϊν ἐϋφροσύνης ἐπιβῆτον
ἀμφοτέρω φίλον ἦτορ, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε.
νῦν δ᾽ ἤδη τόδε μακρὸν ἐέλδωρ ἐκτετέλεσται·
ἦλθε μὲν αὐτὸς ζωὸς ἐφέστιος, εὗρε δὲ καὶ σὲ 55
καὶ παῖδ᾽ ἐν μεγάροισι· κακῶς δ᾽ οἵ πέρ μιν ἔρεζον
μνηστῆρες, τοὺς πάντας ἐτίσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«μαῖα φίλη, μή πω μέγ᾽ ἐπεύχεο καγχαλόωσα.
οἶσθα γὰρ ὥς κ᾽ ἀσπαστὸς ἐνὶ μεγάροισι φανείη 60
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί τε καὶ υἱέϊ, τὸν τεκόμεσθα·
ἀλλ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὅδε μῦθος ἐτήτυμος, ὡς ἀγορεύεις,
ἀλλά τις ἀθανάτων κτεῖνε μνηστῆρας ἀγαυούς,
ὕβριν ἀγασσάμενος θυμαλγέα καὶ κακὰ ἔργα.
οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων, 65
οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο·
τῷ δι᾽ ἀτασθαλίας ἔπαθον κακόν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ὤλεσε τηλοῦ νόστον Ἀχαιΐδος, ὤλετο δ᾽ αὐτός.»