Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 1-67
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυμνώθη απ᾽ τα κουρέλια
και στο κατώφλι απάνω πήδηξε, κρατώντας το δοξάρι
και το γεμάτο σαϊτολόγο του, και τις γοργές σαγίτες
αυτού, μπροστά στα πόδια του, άδειασε, και στους μνηστήρες είπε:
«Πια τέλος πήρε αυτό το αλύπητο δοκίμι μας, και τώρα 5
διαλέγω άλλο σημάδι, που άνθρωπος κανείς δε βρήκε ακόμα,
να ιδώ αν πετύχω κι αν ο Απόλλωνας μου δώσει αυτή τη δόξα.»
Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει
πικρή σαγίτα. Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει,
μαλαματένια, δίχερη, όμορφη· την έπαιζε στα χέρια 10
κιόλας, κρασί να πιει, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του·
ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι ― και ποιός το φανταζόταν
πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρειά κι αν είχε,
άσκημο θάνατο θα τού ᾽δινε κι ασβολωμένη μοίρα!
Μα ως σημαδεύοντας τον πέτυχε πα στο λαιμό ο Οδυσσέας, 15
απαντικρύ ο χαλός επρόβαλε στον τρυφερό του σβέρκο·
και χτυπημένος πίσω ανάγειρε και τού ᾽φυγε απ᾽ το χέρι
η κούπα, και κρουνός ξεχύθηκε μεμιάς απ᾽ τα ρουθούνια
το αίμα το ανθρώπινο, και πέταξε μακριά του το τραπέζι
κλωτσώντας το, και χάμω σκόρπισαν τα κρέατα τα ψημένα 20
και τα ψωμιά, και στο αίμα βάφτηκαν. Κι ασκώσαν οι μνηστήρες
βουή τρανή, σαν είδαν άνθρωπος να πέφτει σκοτωμένος·
κι απ᾽ τα θρονιά σκιαγμένοι επήδηξαν και τρέχαν δώθε κείθε,
κατά τους τοίχους τους καλόχτιστους κοιτάζοντας ολούθε·
μα ουδέ σκουτάρι βρίσκαν γύρα τους ουδέ βαρύ κοντάρι. 25
Και πήραν όλοι με πικρόλογα τον Οδυσσέα να βρίζουν:
«Σε άνθρωπο πάνω, ξένε, δόξεψες, κι είναι βαρύ· δοκίμι
πια άλλο δε βλέπεις· τώρα αξέφευγο καρτέρα το χαμό σου!
τι έχεις σκοτώσει απ᾽ τ᾽ αρχοντόπουλα που ζούνε στην Ιθάκη
το πιο τρανό, κι οι αγιούπες σίγουρα δω πέρα θα σε φάνε!» 30
Με τέτοια λόγια τον απόπαιρναν, θαρρώντας άθελά του
τον νιο πως σκότωσεν ― οι ανέμυαλοι δεν τό ᾽χαν νιώσει ακόμα
πως όλους τώρα θα τους έπιαναν του χαλασμού τα δίχτυα!
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τους:
«Σκυλιά, που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω 35
πια από την Τροία, γι᾽ αυτό μού τρώγατε το βιος στο αρχοντικό μου,
και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες,
κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο,
και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη,
μηδέ κι ανθρώπου οργή, πως θά ᾽ρχουνταν να γδικιωθεί μια μέρα! 40
Μα τώρα πια πιαστήκατε όλοι σας στου χαλασμού τα δίχτυα!»
Αυτά ειπε, κι εκεινούς ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα,
κι ο καθανείς τρογύρα εκοίταζε, του Χάρου να ξεφύγει.
Μόνος απ᾽ όλους τότε ο Ευρύμαχος του απηλογήθη κι είπε:
«Αν είσαι εσύ ο Οδυσσέας και διάγειρες, ο ρήγας της Ιθάκης, 45
σωστά μάς τά ᾽πες, τόσα πού ᾽καναν οι Αργίτες κάθε μέρα,
ένα σωρό αδικιές στα ξώμερα κι ένα σωρό εδώ μέσα.
Μα ο πρώτος φταίχτης σ᾽ όλα κείτεται τώρα νεκρός, το βλέπεις,
ο Αντίνοος· όσα μάς μαρτύρησες είναι δουλειές δικές του·
κι όχι μαθές γιατί τον έσπρωχνε του γάμου ανάγκη ή πόθος, 50
μόν᾽ άλλα μες στο νου του εδούλευε, που ο γιος του Κρόνου ωστόσο
δεν του τα τέλεψε: σκοτώνοντας το γιο σου με καρτέρι
να γίνει ατός του της καλόχτιστης Ιθάκης ο ρηγάρχης.
Αυτός σκοτώθηκε, ως του ταίριαζε, μα εσύ λυπήσου τώρα
δικούς σου ανθρώπους! Κι όσα φάγαμε κι ήπιαμε εδώ στο σπίτι 55
θα στα πλερώσουμε συνάζοντας απ᾽ το λαό· θα πάρεις
κι απανωτίμι απ᾽ τον καθένα μας, είκοσι βόδια ακέρια
ν᾽ αξίζει, και χαλκό και μάλαμα, που πια να μαλακώσει
μέσα η καρδιά σου· ως τότε χόλιαζε, και μ᾽ όλο σου το δίκιο!»
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τον: 60
«Κι αν όλα σας ακόμα, Ευρύμαχε, τα πατρικά μού δώστε,
όσο βιος έχετε, και βάλετε κι άλλα από πάνω αλλούθε,
μηδ᾽ έτσι εγώ ποτέ τα χέρια μου θα μάκραινα απ᾽ το φόνο,
πριχού οι μνηστήρες μού πλερώσετε τις ανομιές σας όλες.
Διαλέχτε τώρα: θέτε αντίκρα μου να χτυπηθείτε; θέτε 65
στα πόδια να το βάλτε; ― κι όποιος σας γλιτώσει από το χάρο!
Μα το χαμό, θαρρώ, κανένας σας τον άγριο δεν ξεφεύγει!»
Αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις Ὀδυσσεύς,
ἆλτο δ᾽ ἐπὶ μέγαν οὐδόν, ἔχων βιὸν ἠδὲ φαρέτρην
ἰῶν ἐμπλείην, ταχέας δ᾽ ἐκχεύατ᾽ ὀϊστοὺς
αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν·
«οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται· 5
νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ,
εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων.»
Ἦ καὶ ἐπ᾽ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν.
ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε,
χρύσεον ἄμφωτον, καὶ δὴ μετὰ χερσὶν ἐνώμα, 10
ὄφρα πίοι οἴνοιο· φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ
μέμβλετο· τίς κ᾽ οἴοιτο μετ᾽ ἀνδράσι δαιτυμόνεσσι
μοῦνον ἐνὶ πλεόνεσσι, καὶ εἰ μάλα καρτερὸς εἴη,
οἷ τεύξειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν;
τὸν δ᾽ Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ, 15
ἀντικρὺ δ᾽ ἁπαλοῖο δι᾽ αὐχένος ἤλυθ᾽ ἀκωκή.
ἐκλίνθη δ᾽ ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε χειρὸς
βλημένου, αὐτίκα δ᾽ αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν
αἵματος ἀνδρομέοιο· θοῶς δ᾽ ἀπὸ εἷο τράπεζαν
ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ᾽ εἴδατα χεῦεν ἔραζε· 20
σῖτός τε κρέα τ᾽ ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ᾽ ὁμάδησαν
μνηστῆρες κατὰ δώμαθ᾽, ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα,
ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα,
πάντοσε παπταίνοντες ἐϋδμήτους ποτὶ τοίχους·
οὐδέ που ἀσπὶς ἔην οὐδ᾽ ἄλκιμον ἔγχος ἑλέσθαι. 25
νείκειον δ᾽ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσι·
«ξεῖνε, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι· οὐκέτ᾽ ἀέθλων
ἄλλων ἀντιάσεις· νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.
καὶ γὰρ δὴ νῦν φῶτα κατέκτανες, ὃς μέγ᾽ ἄριστος
κούρων εἰν Ἰθάκῃ· τῷ σ᾽ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.» 30
Ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ, ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα
ἄνδρα κατακτεῖναι· τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν,
ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾽ ἐφῆπτο.
τοὺς δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ κύνες, οὔ μ᾽ ἔτ᾽ ἐφάσκεθ᾽ ὑπότροπον οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι 35
δήμου ἄπο Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον,
δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως,
αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα,
οὔτε θεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,
οὔτε τιν᾽ ἀνθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν ἔσεσθαι· 40
νῦν ὑμῖν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾽ ἐφῆπται.»
Ὣς φάτο, τοὺς δ᾽ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλε·
πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον·
Εὐρύμαχος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν·
«εἰ μὲν δὴ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος εἰλήλουθας, 45
ταῦτα μὲν αἴσιμα εἶπας, ὅσα ῥέζεσκον Ἀχαιοί,
πολλὰ μὲν ἐν μεγάροισιν ἀτάσθαλα, πολλὰ δ᾽ ἐπ᾽ ἀγροῦ.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη κεῖται ὃς αἴτιος ἔπλετο πάντων,
Ἀντίνοος· οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα,
οὔ τι γάμου τόσσον κεχρημένος οὐδὲ χατίζων, 50
ἀλλ᾽ ἄλλα φρονέων, τά οἱ οὐκ ἐτέλεσσε Κρονίων,
ὄφρ᾽ Ἰθάκης κατὰ δῆμον ἐϋκτιμένης βασιλεύοι
αὐτός, ἀτὰρ σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας.
νῦν δ᾽ ὁ μὲν ἐν μοίρῃ πέφαται, σὺ δὲ φείδεο λαῶν
σῶν· ἀτὰρ ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον, 55
ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται ἐν μεγάροισι,
τιμὴν ἀμφὶς ἄγοντες ἐεικοσάβοιον ἕκαστος,
χαλκόν τε χρυσόν τ᾽ ἀποδώσομεν, εἰς ὅ κε σὸν κῆρ
ἰανθῇ· πρὶν δ᾽ οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 60
«Εὐρύμαχ᾽, οὐδ᾽ εἴ μοι πατρώϊα πάντ᾽ ἀποδοῖτε,
ὅσσα τε νῦν ὔμμ᾽ ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ᾽ ἐπιθεῖτε,
οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι 65
ἢ φεύγειν, ὅς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξῃ·
ἀλλά τιν᾽ οὐ φεύξεσθαι ὀΐομαι αἰπὺν ὄλεθρον.»