Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 21 στ. 1-79
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στην Πηνελόπη ξάφνου
έδωκε φώτιση, στη φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες
δοκίμι να τα βάλει κι αφορμή μαζί του χαλασμού τους
μες στου Οδυσσέα το σπίτι. Ανέβηκε λοιπόν του παλατιού της 5
τη σκάλα την ψηλή, καλόστροφο κι ομορφοκαμωμένο,
με φιλντισένιο το χερόλαβο, χαλκό κλειδί κρατώντας
στο χέρι, αντάμα με τις βάγιες της να πάει στην κάμαρά της
την πιο ακρινή, κει μέσα πού ᾽κρυβε τους θησαυρούς του ο ρήγας,
χρυσάφι και χαλκό και σίδερο με κόπο δουλεμένο. 10
Δοξάρι λυγιστό τού βρίσκουνταν εκεί και σαϊτολόγος,
πού ᾽κλεινε πλήθος πολυστέναχτες σαγίτες· τά ᾽χε πάρει
δώρο από φίλο, το θεόμορφο τον Ίφιτο, του Ευρύτου
το γιο, παλιά στη Λακεδαίμονα σαν έτυχε να σμίξουν.
Κάποτε οι δυο τους ανταμώθηκαν στη Μεσσηνία, στο σπίτι 15
του Ορτίλοχου του λιονταρόκαρδου· τι του Οδυσσέα χρωστούσε
όλη η κοινότη, κι έτσι κίνησε το χρέος να πάρει πίσω.
Είχαν Μεσσήνιοι αρπάξει πρόβατα τρακόσια απ᾽ την Ιθάκη
με τους βοσκούς και στα πολύσκαρμα καράβια τους φορτώσει.
Γι᾽ αυτό ο Οδυσσέας μακροταξίδεψε, κι ήταν μικρός ακόμα, 20
αποκρισάρης, απ᾽ τον κύρη του σταλτός και τους γερόντους.
Ο Ίφιτος πάλε τις χαμένες του να βρεί φοράδες πήγε,
που δώδεκα μικρά τού βύζαιναν βασταγερά μουλάρια.
Σε λίγο θά ᾽βρισκε το θάνατο και το χαμό από τούτες,
στον καρτερόψυχο σα θά ᾽φτανεν υγιό του Δία, τον άγριο 25
τον Ηρακλή, που κάτεχε άνομες δουλειές πολλές να κάνει,
κι έδωσε θάνατο στον ξένο του μες στο δικό του σπίτι,
ο ανόσιος! Των θεών την όργητα και το ψωμί που εφάγαν
μαζί στην τάβλα του δεν ντράπηκε, μόν᾽ σκότωσε τον ίδιο
και κράτησε τις ατσαλόνυχες φοράδες για δικές του. 30
Αυτές ζητούσε, κι ως αντάμωσε τον Οδυσσέα, το τόξο
του τρανού κύρη του τού χάρισε, που εκείνος τό ᾽χε αφήσει
μες στο παλάτι του πεθαίνοντας στο γιο του. Κι ο Οδυσσέας
βαρύ κοντάρι τού αντιχάρισε κι ένα σπαθί, για νά ᾽ναι
θεμέλιο μιας φιλιάς αμάλαγης. Μα η γνωριμιά της τάβλας 35
τους έλειψε· πιο πριν τον σκότωσε μαθές ο γιος του Δία
του Ευρύτου τον υγιό, τον Ίφιτο το θεοδιωματάρη,
που το δοξάρι τότε χάρισε στο θεϊκό Οδυσσέα.
Κι αυτός, σαν έφευγε σε πόλεμο στα μαύρα πλοία, μαζί του
δεν τό ᾽παιρνε· του φίλου το άφηνε να μένει θυμητάρι 40
στο αρχοντικό του· στο βασίλειο του μονάχα το φορούσε.
Σ᾽ αυτήν την κάμαρα σαν έφτασε των γυναικών το θάμα,
το δρύινο πάτησε κατώφλι της, που μαραγκός τούς τό ᾽χε
ξύσει καλά με το σκεπάρνι του και γνοιαστικά σταφνίσει,
και παραστάτες πάνω στήριξε και στραφταλούσες πόρτες. 45
Κι εκείνη το λουρί ξελάσκαρε γοργά από το κοράκι,
και το κλειδί στην τρύπα χώνοντας ίσια να πάει το σπρώχνει,
κι αναμεράει τους σύρτες· θά ᾽λεγες πως ταύρος σε λιβάδι
είχε μουγκρίσει· τέτοιο ανάδωκαν βαρύν αχό οι πανώριες
οι πόρτες στου κλειδιού το σπρώξιμο για μια στιγμή, κι ανοίξαν. 50
Κι εκείνη στο πατάρι ανέβηκε, που πάνω του πατούσαν
γραμμή οι κασέλες με τα ρούχα της τα μοσκοβολισμένα.
Εκείθε απλώνοντας ξεκρέμασε το τόξο απ᾽ το παλούκι
μαζί με το λαμπρό θηκάρι του, που τό ᾽ντυνε ένα γύρο·
κι ως κάτω κάθισε, το απίθωσε στα γόνατα, και πήρε 55
να κλαίει πικρά, ξεθηκαρώνοντας του ρήγα το δοξάρι.
Μα όντας εκείνη πια αποχόρτασε το θρήνο και το δάκρυ,
να πάει στο αρχονταρίκι εκίνησε, στους αντρειανούς μνηστήρες,
το λυγιστό δοξάρι σφίγγοντας και το σαγιτολόγο,
πού ᾽κλεινε μέσα πολυστέναχτες αρίφνητες σαγίτες. 60
Μαζί της πήγαιναν κι οι βάγιες της με την κασέλα, πού ᾽χε
μέσα πολύ χαλκό και σίδερο ― του ρήγα τα πελέκια.
Και τους μνηστήρες σαν αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στέριας στέγης, κι είχε
κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα· 65
κι οι μπιστεμένες βάγιες πήρανε δεξόζερβά της θέση.
Και τότε στους μνηστήρες γύρισε κι αυτά μιλούσε κι είπε:
«Γιά ακούστε μου, μνηστήρες πέρφανοι, που πέφτοντας σε τούτο
το σπίτι απάνω τρώτε αδιάκοπα και πίνετε, τι λείπει
από καιρό πολύν ο αφέντης του, κι άλλη καμιάν ως τώρα 70
δεν είχατε να λέτε πρόφαση, παρά μονάχα εμένα,
να παντρευτώ μαθές με κάποιον σας και ταίρι του να γίνω·
ομπρός λοιπόν, μνηστήρες, όρισα για σας τρανό δοκίμι:
Το τόξο βάζω του αρχοντόγεννου μπροστά σας Οδυσσέα·
κι όποιος τανύσει απ᾽ όλους εύκολα στα χέρια το δοξάρι, 75
και τη σαγίτα από τα δώδεκα πελέκια διαπεράσει,
μ᾽ αυτόν μαζί θα πάω, μακραίνοντας από το σπίτι τούτο,
που μ᾽ είδε νιόπαντρη, πανέμορφο κι από αγαθά γεμάτο,
και που κι αργότερα, καν στ᾽ όνειρο, θαρρώ θα το θυμούμαι.»
Τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ,
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον
ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν.
κλίμακα δ᾽ ὑψηλὴν προσεβήσετο οἷο δόμοιο, 5
εἵλετο δὲ κληῗδ᾽ εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ
καλὴν χαλκείην· κώπη δ᾽ ἐλέφαντος ἐπῆεν.
βῆ δ᾽ ἴμεναι θάλαμόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
ἔσχατον· ἔνθα δέ οἱ κειμήλια κεῖτο ἄνακτος,
χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος. 10
ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη
ἰοδόκος, πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί,
δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας
Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι.
τὼ δ᾽ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν 15
οἴκῳ ἐν Ὀρτιλόχοιο δαΐφρονος. ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλε·
μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης Μεσσήνιοι ἄνδρες ἄειραν
νηυσὶ πολυκλήϊσι τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
τῶν ἕνεκ᾽ ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεὺς 20
παιδνὸς ἐών· πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες.
Ἴφιτος αὖθ᾽ ἵππους διζήμενος, αἵ οἱ ὄλοντο
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾽ ἡμίονοι ταλαεργοί·
αἳ δή οἱ καὶ ἔπειτα φόνος καὶ μοῖρα γένοντο,
ἐπεὶ δὴ Διὸς υἱὸν ἀφίκετο καρτερόθυμον, 25
φῶθ᾽ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,
ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατ᾽ οὐδὲ τράπεζαν,
τὴν ἥν οἱ παρέθηκεν· ἔπειτα δὲ πέφνε καὶ αὐτόν,
ἵππους δ᾽ αὐτὸς ἔχε κρατερώνυχας ἐν μεγάροισι. 30
τὰς ἐρέων Ὀδυσῆϊ συνήντετο, δῶκε δὲ τόξον,
τὸ πρὶν μὲν ῥ᾽ ἐφόρει μέγας Εὔρυτος, αὐτὰρ ὁ παιδὶ
κάλλιπ᾽ ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι.
τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ ἄλκιμον ἔγχος ἔδωκεν,
ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος· οὐδὲ τραπέζῃ 35
γνώτην ἀλλήλων· πρὶν γὰρ Διὸς υἱὸς ἔπεφνεν
Ἴφιτον Εὐρυτίδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
ὅς οἱ τόξον ἔδωκε. τὸ δ᾽ οὔ ποτε δῖος Ὀδυσσεὺς
ἐρχόμενος πόλεμόνδε μελαινάων ἐπὶ νηῶν
ᾑρεῖτ᾽, ἀλλ᾽ αὐτοῦ μνῆμα ξείνοιο φίλοιο 40
κέσκετ᾽ ἐνὶ μεγάροισι, φόρει δέ μιν ἧς ἐπὶ γαίης.
Ἡ δ᾽ ὅτε δὴ θάλαμον τὸν ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο, τόν ποτε τέκτων
ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν,
ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε, θύρας δ᾽ ἐπέθηκε φαεινάς· 45
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ ἥ γ᾽ ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης,
ἐν δὲ κληῗδ᾽ ἧκε, θυρέων δ᾽ ἀνέκοπτεν ὀχῆας
ἄντα τιτυσκομένη· τὰ δ᾽ ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος
βοσκόμενος λειμῶνι· τόσ᾽ ἔβραχε καλὰ θύρετρα
πληγέντα κληῗδι, πετάσθησαν δέ οἱ ὦκα. 50
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐφ᾽ ὑψηλῆς σανίδος βῆ· ἔνθα δὲ χηλοὶ
ἕστασαν, ἐν δ᾽ ἄρα τῇσι θυώδεα εἵματ᾽ ἔκειτο.
ἔνθεν ὀρεξαμένη ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον
αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο φαεινός.
ἑζομένη δὲ κατ᾽ αὖθι, φίλοις ἐπὶ γούνασι θεῖσα, 55
κλαῖε μάλα λιγέως, ἐκ δ᾽ ᾕρεε τόξον ἄνακτος.
ἡ δ᾽ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο,
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς
τόξον ἔχουσ᾽ ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην
ἰοδόκον· πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί. 60
τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἅμ᾽ ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος
κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος.
ἡ δ᾽ ὄτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα. 65
ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
αὐτίκα δὲ μνηστῆρσι μετηύδα καὶ φάτο μῦθον·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, οἳ τόδε δῶμα
ἐχράετ᾽ ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ἐμμενὲς αἰεὶ
ἀνδρὸς ἀποιχομένοιο πολὺν χρόνον· οὐδέ τιν᾽ ἄλλην 70
μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην ἐδύνασθε,
ἀλλ᾽ ἐμὲ ἱέμενοι γῆμαι θέσθαι τε γυναῖκα.
ἀλλ᾽ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ᾽ ἄεθλον·
θήσω γὰρ μέγα τόξον Ὀδυσσῆος θείοιο·
ὃς δέ κε ῥηΐτατ᾽ ἐντανύσῃ βιὸν ἐν παλάμῃσι 75
καὶ διοϊστεύσῃ πελέκεων δυοκαίδεκα πάντων,
τῷ κεν ἅμ᾽ ἑσποίμην νοσφισσαμένη τόδε δῶμα
κουρίδιον, μάλα καλόν, ἐνίπλειον βιότοιο,
τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ.»