Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 20 στ. 1-53
Στ᾽ ομπρός χαγιάτι κι ο αρχοντόγεννος επλάγιασε Οδυσσέας·
άργαστο στρώνει βοϊδοτόμαρο στη γη, κι απάνω ρίχνει
πολλές προβιές, από τα πού ᾽σφαζαν αρνιά να φαν οι Αργίτες·
κι ως έγειρε, μια κάπα τού ᾽ριξε στις πλάτες η Ευρυνόμη.
Εκεί ο Οδυσσέας κειτόταν άγρυπνος, κι ο νους του των μνηστήρων 5
το χαλασμό εμελέτα. Κι έβγαιναν απ᾽ το παλάτι οι δούλες
να παν ξανά να ερωτοσμίξουνε με τους μνηστήρες όξω,
και γελαστές, καταχαρούμενες μιλούσε η μια στην άλλη.
Κι αυτός εντός του να ταράζεται γρικούσε την καρδιά του,
και πλήθιοι λογισμοί στα φρένα του διαβαίναν ― τί να κάνει; 10
να τρέξει πίσω τους και θάνατο γραμμή να δώσει σ᾽ όλες;
γιά και ν᾽ αφήσει με τους άνομους να σμίξουνε μνηστήρες ―
στερνή μαθές φορά κι ολόστερνη; Βαθιά η καρδιά του αλύχτα.
Πώς τρέχει η σκύλα γύρω στ᾽ άπλερα μικρά της και γαυγίζει
θωρώντας άνθρωπο ξενόφερτο, και ν᾽ αρπαχτεί γυρεύει· 15
όμοια η καρδιά του αλύχτα κι έβραζε για τ᾽ άνομά τους έργα.
Και τότε χτύπησε το στήθος του και λέει μαλώνοντάς τη:
«Καρδιά μου, βάστα! Πόνο βάσταξες ακόμα πιο σκυλίσιο
τη μέρα εκείνη που ο Πολύφημος στην άγρια μάνητά του
τους αντρειανούς συντρόφους σού ᾽τρωγε, και συ βαστούσες, ώσπου 20
μια πονηριά απ᾽ το σπήλιο σ᾽ έβγαλε, πια το χαμό ως θωρούσες.»
Αυτά τής έλεγε αποπαίρνοντας στα στήθη την καρδιά του,
κι αυτή τον άκουσε και βάσταξε, να μην ξεσπάσει η οργή της·
όμως εκείνος στριφογύριζε μια δω, μια κει στο στρώμα.
Πώς πάνω σε μεγάλη που άναψε φωτιά πιθώνει κάποιος 25
κοιλιά από ξίγκι κι αίμα ξέχειλη, και τη στριφογυρίζει,
και λαχταράει μιαν ώρα αρχύτερα να του βρεθεί ψημένη·
όμοια κι εκείνος στριφογύριζε, και λόγιαζε στα φρένα
πώς στους μνηστήρες τους ξαδιάντροπους βαρύ θα βάλει χέρι,
ένας αυτός σε πλήθιους. Άξαφνα την Αθηνά ειδε ομπρός του, 30
κατεβασμένη από τον Όλυμπο, με ειδή θνητής γυναίκας.
Και στάθη πάνω απ᾽ το κεφάλι του κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Εσύ, στον κόσμο ο πιο τρισάμοιρος, γιά δεν κοιμάσαι πάλι;
Νά το το σπίτι σου! Το ταίρι σου, κι αυτό στο σπίτι μέσα,
κι ο γιος σου τέτοιος που ονειρεύεται κάθε πατέρας νά ᾽χει.» 35
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Αλήθεια, όσα, θεά, μολόγησες σωστά και δίκια ειναι όλα·
μα ο νους μου αναρωτιέται αδιάκοπα βαθιά στα φρένα τούτο·
πώς στους μνηστήρες τους αδιάντροπους βαρύ θα βάλω χέρι,
ένας εγώ, κι αυτοί στο σπίτι μου παν όλοι μαζεμένοι; 40
Μιαν έγνοια ακόμα μεγαλύτερη το νου μου βασανίζει·
αν συ κι ο Δίας με διαφεντέψετε και θάνατο τους δώσω,
καταφυγή πού θά ᾽βρω; Θά ᾽θελα να το καλολογιάσεις.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Άμυαλε εσύ, κι ενού αχαμνότερου τη γνώμη ακούμε φίλου, 45
πού ᾽ναι θνητός και μες στα φρένα του λειψοί είναι οι στοχασμοί του·
κι εγώ ειμαι αθάνατη και στέκουμαι στο πλάι σου νύχτα μέρα
σε κάθε αγώνα σου! Μα ξάστερα θα σου μιλήσω τώρα:
Πενήντα ακόμα κι αν μας έζωναν θνητών ανθρώπων φάρες
κι ανοίγαν πόλεμο, και θάνατο πασκίζαν να μας δώσουν, 50
μια φορά εσύ τα βόδια θ᾽ άρπαζες και τα παχιά τ᾽ αρνιά τους!
Όμως κοιμήσου τώρα, ανύπνωτος ολονυχτίς βαρύ είναι
κανένας να κρατιέται. Γρήγορα θα βγείς απ᾽ τα δεινά σου.»
Αὐτὰρ ὁ ἐν προδόμῳ εὐνάζετο δῖος Ὀδυσσεύς·
κὰμ μὲν ἀδέψητον βοέην στόρεσ᾽, αὐτὰρ ὕπερθεν
κώεα πόλλ᾽ ὀΐων, τοὺς ἱρεύεσκον Ἀχαιοί·
Εὐρυνόμη δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι.
ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς μνηστῆρσι κακὰ φρονέων ἐνὶ θυμῷ 5
κεῖτ᾽ ἐγρηγορόων· ταὶ δ᾽ ἐκ μεγάροιο γυναῖκες
ἤϊσαν, αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ,
ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι.
τοῦ δ᾽ ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι·
πολλὰ δὲ μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, 10
ἠὲ μεταΐξας θάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ,
ἦ ἔτ᾽ ἐῷ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μιγῆναι
ὕστατα καὶ πύματα, κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει.
ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα
ἄνδρ᾽ ἀγνοιήσασ᾽ ὑλάει μέμονέν τε μάχεσθαι, 15
ὥς ῥα τοῦ ἔνδον ὑλάκτει ἀγαιομένου κακὰ ἔργα·
στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ·
«τέτλαθι δή, κραδίη· καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾽ ἔτλης,
ἤματι τῷ ὅτε μοι μένος ἄσχετος ἤσθιε Κύκλωψ
ἰφθίμους ἑτάρους· σὺ δ᾽ ἐτόλμας, ὄφρα σε μῆτις 20
ἐξάγαγ᾽ ἐξ ἄντροιο ὀϊόμενον θανέεσθαι.»
Ὣς ἔφατ᾽, ἐν στήθεσσι καθαπτόμενος φίλον ἦτορ·
τῷ δὲ μάλ᾽ ἐν πείσῃ κραδίη μένε τετληυῖα
νωλεμέως· ἀτὰρ αὐτὸς ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα.
ὡς δ᾽ ὅτε γαστέρ᾽ ἀνὴρ πολέος πυρὸς αἰθομένοιο, 25
ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος, ἔνθα καὶ ἔνθα
αἰόλλῃ, μάλα δ᾽ ὦκα λιλαίεται ὀπτηθῆναι,
ὣς ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα ἑλίσσετο μερμηρίζων,
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει
μοῦνος ἐὼν πολέσι. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη 30
οὐρανόθεν καταβᾶσα· δέμας δ᾽ ἤϊκτο γυναικί·
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«τίπτ᾽ αὖτ᾽ ἐγρήσσεις, πάντων περὶ κάμμορε φωτῶν;
οἶκος μέν τοι ὅδ᾽ ἐστί, γυνὴ δέ τοι ἥδ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
καὶ πάϊς, οἷόν πού τις ἐέλδεται ἔμμεναι υἷα.» 35
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες·
ἀλλά τί μοι τόδε θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει,
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω,
μοῦνος ἐών· οἱ δ᾽ αἰὲν ἀολλέες ἔνδον ἔασι. 40
πρὸς δ᾽ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζω·
εἴ περ γὰρ κτείναιμι Διός τε σέθεν τε ἕκητι,
πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; τά σε φράζεσθαι ἄνωγα.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«σχέτλιε, καὶ μέν τίς τε χερείονι πείθεθ᾽ ἑταίρῳ, 45
ὅς περ θνητός τ᾽ ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν·
αὐτὰρ ἐγὼ θεός εἰμι, διαμπερὲς ἥ σε φυλάσσω
ἐν πάντεσσι πόνοις. ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν·
εἴ περ πεντήκοντα λόχοι μερόπων ἀνθρώπων
νῶϊ περισταῖεν, κτεῖναι μεμαῶτες Ἄρηϊ, 50
καί κεν τῶν ἐλάσαιο βόας καὶ ἴφια μῆλα.
ἀλλ᾽ ἑλέτω σε καὶ ὕπνος· ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν
πάννυχον ἐγρήσσοντα, κακῶν δ᾽ ὑποδύσεαι ἤδη.»