Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 2 στ. 1-79
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
από την κλίνη ο γιος πετάχτηκε και ντύθη του Οδυσσέα·
μετά απ᾽ τους ώμους γύρω εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
και πέρασε πανώρια σάνταλα στ᾽ αστραφτερά του πόδια,
κι έτσι κινούσε από την κάμαρα, θεός θαρρείς στην όψη. 5
Βγαίνοντας όξω τους βροντόφωνους γοργά προστάζει κράχτες
σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσουν.
Κι ως φώναζαν αυτοί, μαζώχτηκε το πλήθος με βιασύνη.
Κι αφού οι Θιακοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρεθήκαν,
κινάει κι αυτός στη μάζωξη, χαλκό φουχτώνοντας κοντάρι, 10
όχι μονάχος· δυο γοργόποδα σκυλιά τον ακλουθούσαν·
κι ως η Αθηνά με χάρη αθάνατη τον περεχούσε ακέριο,
ο κόσμος γύρα τον καμάρωνε, καθώς περνούσε ομπρός του,
κι όλοι οι γερόντοι τού αναμέριζαν, στο πατρικό να κάτσει
θρονί· κι ο Αιγύπτιος ο πολέμαρχος, που ήξερε μύρια ο νους του 15
κι είχε σκεβρώσει απ᾽ τα γεράματα, το λόγο εκίνα πρώτος.
Με του Οδυσσέα του ισόθεου τ᾽ άρμενα τα βαθουλά ενας γιος του
είχε διαβεί στην καλοφόραδη την Τροία πριν τόσα χρόνια,
τρανός κονταρομάχος, ο Άντιφος· μα ο Κύκλωπας τον είχε
σκοτώσει στη σπηλιά του ο ανήμερος για το στερνό του δείπνο. 20
Τρεις είχε γιους ακόμα· πήγαινε με τους μνηστήρες ο ένας,
ο Ευρύνομος, κι οι δυο τα χτήματα τα πατρικά αφεντεύαν.
Μα εκείνον δεν τον ξέχναε κι άπαυτα χτυπιόταν και θρηνούσε.
Γι᾽ αυτόν και τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσό τους:
«Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε· 25
βουλή ούτε μια φορά δεν κάναμε και σύναξη από τότε
που ο ισόθεος Οδυσσέας εμίσεψε στα βαθουλά καράβια.
Μα τώρα ποιός εδώ μας σύναξε; ποιόν βρήκε ανάγκη τόση;
Νά ᾽ναι άντρας τάχα από τους νιούτσικους γιά από τους πιο γερόντους;
Τάχα μην τού ᾽ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας, 30
κι ως τό ᾽μαθε από μας πρωτύτερα, να μας το πει γυρεύει;
Μη γι᾽ άλλο κάτι, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσει;
Μα άρχοντας θά ᾽ναι λέω ―καλότυχος! Μακάρι ο Δίας να δώσει
να τού ᾽βγει σε καλό το πού ᾽βαλε και μελετάει στα φρένα!»
Είπε, και χάρηκε ο Τηλέμαχος για τον καλό το λόγο, 35
και πια δεν κάθουνταν, τον έπιασε να τους μιλήσει πόθος·
στης μάζωξης τη μέση εστάθηκε, κι ως τού ᾽βαλε στο χέρι
ραβδί ο διαλάλης ο Πεισήνορας ο πολυμυαλωμένος,
πιο πρώτα γύρισε στο γέροντα και τέτοια λόγια τού ᾽πε:
«Δεν είναι αλάργα! Αμέσως, γέροντα, τον που ζητάς θα μάθεις· 40
εγώ ειμαι το λαό που σύναξα, βαρύς καημός με ζώνει.
Όχι, δε μού ᾽ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας,
κι ως τό ᾽μαθα από σας πρωτύτερα, να σας το πω γυρεύω·
μήτε και γι᾽ άλλο, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσω.
Εγώ εχω ανάγκη, που μου πλάκωσαν οι συφορές στο σπίτι 45
διπλές· η μιά ειναι που τον κύρη μου τον αντρειανό εχω χάσει,
που εδώ σας κυβερνούσε κάποτε κι ήταν γλυκός σαν κύρης.
Μα τώρα μού ᾽ρθε μια τρανότερη πολύ, να μου ρημάξει
το σπίτι ολάκερο κι ολότελα το βιος μου ν᾽ αφανίσει.
Έχουν μαθές ριχτεί στη μάνα μου μνηστήρες άθελά της 50
οι γιοι γονιών, που εδώ στον τόπο μας οι πιο τρανοί λογιούνται.
Ωστόσο τρέμουν στου πατέρα της το αρχοντικό να πάνε,
στου Ικάριου, αυτός στη θυγατέρα του προικιά πολλά να δώσει
παντρεύοντάς τη με όποιον βούλεται κι αρέσει και στην ίδια.
Κάλλιό ᾽χουν να περνούν τις μέρες τους στο σπίτι το δικό μας 55
τ᾽ αρνιά μας σφάζοντας, τα βόδια μας και τις παχιές μας γίδες,
χαροκοπώντας, το φλογόμαυρο ξοδιάζοντας κρασί μας,
ανέγνοιοι· κι όλα εδώ ασωτεύουνται, κι άντρας κανείς δεν είναι,
ως ο Οδυσσέας, από το σπίτι μας το χαλασμό να διώξει.
Εμείς και πώς ν᾽ αντιπαλέψουμε, που αμέσως θα φανούμε 60
του λυπημού, μαζί κι ακάτεχοι στην τέχνη του πολέμου;
Δύναμη αν είχα, θα δοκίμαζα να βγώ ν᾽ αντιπαλέψω,
τι είναι οι δουλειές αυτές αβάσταχτες, και ντροπιασμένα σβήνει
το αρχοντικό μας. Όμως θά ᾽πρεπε και σεις ν᾽ αγαναχτείτε
και τους γειτόνους σας να ντρέπεστε, που ζουν ολόγυρά σας· 65
κι ακόμα των θεών την όργητα να τρέμετε, μην τύχει
για σας κι αλλάξουν γνώμη, από θυμό για τις δουλειές ετούτες.
Στου ολύμπιου Δία, στης Θέμης τ᾽ όνομα, που το λαό μαζώνει
και πάλι τον σκολνά απ᾽ τη σύναξη, στα πόδια σας προσπέφτω,
μονάχο, φίλοι, παρατάτε με να λιώνω στον καημό μου! 70
Ξον αν ο κύρης μου ο αρχοντόγεννος τους αντρειανούς Αργίτες
οχτρεύτη και κακά τούς έκανε χρόνια παλιά, και τώρα
και σεις απ᾽ όχτρητα μου κάνετε κακό με τη σειρά σας,
σ᾽ αυτούς εδώ κουράγιο δίνοντας. Θα προτιμούσα ωστόσο
όλοι οι Θιακοί και τα κοπάδια μου να τρώτε και το βιος μου· 75
μια μέρα, εσείς αν μου τα τρώγατε, κι η πλερωμή θα ᾽ρχόταν·
στο κάστρο μέσα ολούθε θά ᾽τρεχα το βιος ζητώντας πίσω
με παρακάλια, ωσόπου κάποτε να τα γυρίσετε όλα.
Μα τώρα πόνους ανημπόρετους μου ανάβετε στα στήθη!»
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὤρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμῳ,
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
βῆ δ᾽ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην. 5
αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε
κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς.
οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾽ ἠγείροντο μάλ᾽ ὦκα.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο,
βῆ ῥ᾽ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ᾽ ἔχε χάλκεον ἔγχος, 10
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε κύνες πόδας ἀργοὶ ἕποντο.
θεσπεσίην δ᾽ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη.
τὸν δ᾽ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο·
ἕζετο δ᾽ ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες.
τοῖσι δ᾽ ἔπειθ᾽ ἥρως Αἰγύπτιος ἦρχ᾽ ἀγορεύειν, 15
ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη.
καὶ γὰρ τοῦ φίλος υἱὸς ἅμ᾽ ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ
Ἴλιον εἰς εὔπωλον ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν,
Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ᾽ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ᾽ ὁπλίσσατο δόρπον. 20
τρεῖς δέ οἱ ἄλλοι ἔσαν, καὶ ὁ μὲν μνηστῆρσιν ὁμίλει,
Εὐρύνομος, δύο δ᾽ αἰὲν ἔχον πατρώϊα ἔργα·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς τοῦ λήθετ᾽ ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων.
τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε·
«Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω· 25
οὔτε ποθ᾽ ἡμετέρη ἀγορὴ γένετ᾽ οὔτε θόωκος
ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσί.
νῦν δὲ τίς ὧδ᾽ ἤγειρε; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει
ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;
ἠέ τιν᾽ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο, 30
ἥν χ᾽ ἡμῖν σάφα εἴποι, ὅτε πρότερός γε πύθοιτο;
ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ᾽ ἀγορεύει;
ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος. εἴθε οἱ αὐτῷ
Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.»
Ὣς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, 35
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν ἧστο, μενοίνησεν δ᾽ ἀγορεύειν,
στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ· σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ
κῆρυξ Πεισήνωρ, πεπνυμένα μήδεα εἰδώς.
πρῶτον ἔπειτα γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν·
«Ὦ γέρον, οὐχ ἑκὰς οὗτος ἀνήρ, τάχα δ᾽ εἴσεαι αὐτός, 40
ὃς λαὸν ἤγειρα· μάλιστα δέ μ᾽ ἄλγος ἱκάνει.
οὔτε τιν᾽ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυον ἐρχομένοιο,
ἥν χ᾽ ὑμῖν σάφα εἴπω, ὅτε πρότερός γε πυθοίμην,
οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ᾽ ἀγορεύω,
ἀλλ᾽ ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὰ ἔμπεσεν οἴκῳ, 45
δοιά· τὸ μὲν πατέρ᾽ ἐσθλὸν ἀπώλεσα, ὅς ποτ᾽ ἐν ὑμῖν
τοίσδεσσιν βασίλευε, πατὴρ δ᾽ ὣς ἤπιος ἦεν·
νῦν δ᾽ αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα
πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ᾽ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει.
μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ, 50
τῶν ἀνδρῶν φίλοι υἷες οἳ ἐνθάδε γ᾽ εἰσὶν ἄριστοι,
οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσθαι
Ἰκαρίου, ὅς κ᾽ αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα,
δοίη δ᾽ ᾧ κ᾽ ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι.
οἱ δ᾽ εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα, 55
βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας,
εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον
μαψιδίως· τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται. οὐ γὰρ ἔπ᾽ ἀνὴρ
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι.
ἡμεῖς δ᾽ οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν· ἦ καὶ ἔπειτα 60
λευγαλέοι τ᾽ ἐσόμεσθα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν.
ἦ τ᾽ ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη.
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, οὐδ᾽ ἔτι καλῶς
οἶκος ἐμὸς διόλωλε· νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί,
ἄλλους τ᾽ αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους, 65
οἳ περιναιετάουσι· θεῶν δ᾽ ὑποδείσατε μῆνιν,
μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα.
λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος,
ἥ τ᾽ ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει·
σχέσθε, φίλοι, καί μ᾽ οἶον ἐάσατε πένθεϊ λυγρῷ 70
τείρεσθ᾽, εἰ μή πού τι πατὴρ ἐμὸς ἐσθλὸς Ὀδυσσεὺς
δυσμενέων κάκ᾽ ἔρεξεν ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς·
τῶν μ᾽ ἀποτινύμενοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες,
τούτους ὀτρύνοντες. ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη
ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε· 75
εἴ χ᾽ ὑμεῖς γε φάγοιτε, τάχ᾽ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη·
τόφρα γὰρ ἂν κατὰ ἄστυ ποτιπτυσσοίμεθα μύθῳ
χρήματ᾽ ἀπαιτίζοντες, ἕως κ᾽ ἀπὸ πάντα δοθείη·
νῦν δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ.»