Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 19 στ. 1-69
Στο αρχονταρίκι πίσω απέμεινεν ο ισόθεος Οδυσσέας,
κι ως η Αθηνά το νου του εγύριζε στο φόνο των μνηστήρων,
στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Όλα ειναι ανάγκη τώρα τ᾽ άρματα να φύγουν του πολέμου·
και συ, Τηλέμαχε, σα θά ᾽ρχουνται ρωτώντας οι μνηστήρες 5
τί τά ᾽χεις κάνει, με γλυκόλογα ξεπλάνευέ τους όλους:
“Τα πήρα απ᾽ τους καπνούς και τά ᾽κρυψα· πια αλήθεια δε θυμίζαν
αυτά ο Οδυσσέας που αφήκε κάποτε να πάει στης Τροίας τα μέρη·
η ανάσα της φωτιάς τούς θάμπωσεν εδώ κι εκεί τη λάμψη ―
κάτι χειρότερο! μου τό ᾽βαλε κάποιος θεός στα φρένα: 10
φοβάμαι, απάνω στο μεθύσι σας καβγά μη στήστε ξάφνου
και χτυπηθείτε, και ντροπιάσετε και προξενιές και τάβλες·
τι αλήθεια αποτραβάει το σίδερο τους άντρες μοναχό του.”»
Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο,
κι ευτύς τη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, κι ως βγήκε αυτή, της είπε: 15
«Νένα, τις δούλες τώρα κλείσε μου στο γυναικίτη μέσα,
κι εγώ του κύρη λέω τις όμορφες αρμάτες ν᾽ απιθώσω
στην πίσω κάμαρα ― που ακοίταχτες απ᾽ την καπνιά θαμπώσαν,
απ᾽ τον καιρό που εκείνος μίσεψε κι εγώ παιδί ήμουν· τώρα
λέω να τις κρύψω εκεί που της φωτιάς να μην τις φτάνει η ανάσα.» 20
Κι η Ευρύκλεια η βάγια τού αποκρίθηκε και τέτοια λόγια τού ᾽πε:
«Άμποτε, γιε μου, ν᾽ αποφάσιζες πια εδώ κι ομπρός το νου σου
στο σπίτι νά ᾽χεις, και να γνοιάζεσαι να μη χαθεί το βιος σου.
Όμως για πες μου τώρα, αντάμα σου ποιά θά ᾽ρθει να σου φέγγει,
αφού τις δούλες που θα σού ᾽φεγγαν δεν τις αφήνεις νά ᾽βγουν;» 25
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει:
«Ο ξένος που θωρείς· να κάθεται χωρίς δουλειά δε θέλω
ένας που τρώει ψωμί στο σπίτι μου, κι ας έφτασε απαλάργα.»
Είπε, κι ο λόγος του δεν έφυγε του κάκου· τρέχει η βάγια
και κλειει την πόρτα δίχως άργητα του στέριου γυναικίτη. 30
Τότε ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος τα κοφτερά κοντάρια,
τ᾽ αφαλωτά σκουτάρια αρπάζοντας με βιάση και τα κράνη
τα κουβαλούσαν· μπρος τους η Αθηνά Παλλάδα, ανακρατώντας
χρυσό λυχνάρι, φως πανέμορφο σκορπούσε, για να φέγγουν.
Και τότε μίλησε ο Τηλέμαχος στον κύρη του γυρνώντας: 35
«Κύρη, τί θάμα αυτό κι αντίθαμα τα μάτια μου θωρούνε!
Αλήθεια, οι τοίχοι κι οι μεσότοιχοι του παλατιού οι πανώριοι
και τα δοκάρια, ιδές, τα ελάτινα κι οι ορθόψηλες κολόνες,
φωτιά ως να πήραν, μπρος στα μάτια μου φεγγοβολούνε! Κάποιος
δω μέσα απ᾽ τους θεούς θα βρίσκεται, που ζουν στα ουράνια πλάτη.» 40
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Σώπα και μη ρωτάς! τί λόγιασες, βαθιά στα φρένα κράτα·
οι αθάνατοι που ζουν στον Όλυμπο τη χάρη αυτή την έχουν.
Μόν᾽ τράβα τώρα εσύ και πλάγιασε, κι εγώ να μείνω θέλω,
να δοκιμάσω ακόμα, οι δούλες μας τί κρύβουν στην καρδιά τους, 45
κι η μάνα σου, καθώς με κλάματα θα με ρωτάει τα πάντα.»
Αυτά ειπε εκείνος, κι ο Τηλέμαχος το αρχονταρίκι εδιάβη,
κι ως τα δαδιά τού εφέγγαν καίγοντας, στην κάμαρά του φτάνει,
εκεί που πάντα του, σαν τού ᾽ρχονταν ύπνος γλυκός, κοιμόταν·
κει πέρα πλάγιασε και πρόσμενε τη θείαν Αυγή να φέξει. 50
Κι ο ισόθεος Οδυσσέας απόμεινε στο αρχονταρίκι, κι όλο
στο φόνο των μνηστήρων τού ᾽στρεφε το λογισμό η Παλλάδα.
Ωστόσο η Πηνελόπη η φρόνιμη το γυναικίτη αφήκε
κι ήρθε παρόμοια με την Άρτεμη γιά τη χρυσή Αφροδίτη.
Πλάι στη φωτιά θρονί τής έβαλαν· ο Ικμάλιος ο τεχνίτης 55
τό ᾽χε δουλέψει με το φίλντισι και με το ασήμι γύρω,
και για τα πόδια κάτω εστέριωσε προσκάμνι, που το στρώναν
με μια προβιά τρανή, τι εκάθουνταν μονάχα εκείνη απάνω.
Σε τούτο η Πηνελόπη εκάθισε και τώρα η μυαλωμένη·
κι ήρθαν μετά οι κρουσταλλοβράχιονες απ᾽ το παλάτι σκλάβες 60
και τα πολλά αποφάγια σήκωναν, τις τάβλες και τις κούπες,
που κράτααν κι έπιναν οι πέρφανοι μνηστήρες· άλλες πάλι
τη θράκα και τις στάχτες πέταγαν από τους πυροστάτες
στο χώμα, κι άλλα ξύλα σώριαζαν πολλά για φως και ζέστα.
Και πάλε η Μελανθώ πικρόχολα στον Οδυσσέα μιλούσε: 65
«Ακόμα εδώ θα μας φορτώνεσαι στο σπίτι τριγυρνώντας
όλη τη νύχτα, ξένε, ρίχνοντας τα μάτια στις γυναίκες;
Χάρου που βρήκες τώρα κι έφαγες, και φεύγα, κακομοίρη,
μην πω δαυλί ν᾽ αρπάξω κι έξαφνα βρεθείς δαρμένος όξω!»
Αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς,
μνηστήρεσσι φόνον σὺν Ἀθήνῃ μερμηρίζων·
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τηλέμαχε, χρὴ τεύχε᾽ ἀρήϊα κατθέμεν εἴσω
πάντα μάλ᾽, αὐτὰρ μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι 5
παρφάσθαι, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες·
ἐκ καπνοῦ κατέθηκ᾽, ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει,
οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,
ἀλλὰ κατῄκισται, ὅσσον πυρὸς ἵκετ᾽ ἀϋτμή.
πρὸς δ᾽ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶν ἔμβαλε δαίμων, 10
μή πως οἰνωθέντες, ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν,
ἀλλήλους τρώσητε καταισχύνητέ τε δαῖτα
καὶ μνηστύν· αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί,
ἐκ δὲ καλεσσάμενος προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν· 15
«μαῖ᾽, ἄγε δή μοι ἔρυξον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας,
ὄφρα κεν ἐς θάλαμον καταθείομαι ἔντεα πατρὸς
καλά, τά μοι κατὰ οἶκον ἀκηδέα καπνὸς ἀμέρδει
πατρὸς ἀποιχομένοιο· ἐγὼ δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα.
νῦν δ᾽ ἐθέλω καταθέσθαι, ἵν᾽ οὐ πυρὸς ἵξετ᾽ ἀϋτμή.» 20
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«αἲ γὰρ δή ποτε, τέκνον, ἐπιφροσύνας ἀνέλοιο
οἴκου κήδεσθαι καὶ κτήματα πάντα φυλάσσειν.
ἀλλ᾽ ἄγε, τίς τοι ἔπειτα μετοιχομένη φάος οἴσει;
δμῳὰς δ᾽ οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, αἵ κεν ἔφαινον.» 25
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ξεῖνος ὅδ᾽· οὐ γὰρ ἀεργὸν ἀνέξομαι ὅς κεν ἐμῆς γε
χοίνικος ἅπτηται, καὶ τηλόθεν εἰληλουθώς.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τῇ δ᾽ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος.
κλήϊσεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων. 30
τὼ δ᾽ ἄρ᾽ ἀναΐξαντ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱὸς
ἐσφόρεον κόρυθάς τε καὶ ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας
ἔγχεά τ᾽ ὀξυόεντα· πάροιθε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη
χρύσεον λύχνον ἔχουσα, φάος περικαλλὲς ἐποίει.
δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεεν ὃν πατέρ᾽ αἶψα· 35
«ὦ πάτερ, ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι.
ἔμπης μοι τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι
εἰλάτιναί τε δοκοὶ καὶ κίονες ὑψόσ᾽ ἔχοντες
φαίνοντ᾽ ὀφθαλμοῖς ὡς εἰ πυρὸς αἰθομένοιο.
ἦ μάλα τις θεὸς ἔνδον, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι.» 40
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«σίγα καὶ κατὰ σὸν νόον ἴσχανε μηδ᾽ ἐρέεινε·
αὕτη τοι δίκη ἐστὶ θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
ἀλλὰ σὺ μὲν κατάλεξαι, ἐγὼ δ᾽ ὑπολείψομαι αὐτοῦ,
ὄφρα κ᾽ ἔτι δμῳὰς καὶ μητέρα σὴν ἐρεθίζω· 45
ἡ δέ μ᾽ ὀδυρομένη εἰρήσεται ἀμφὶ ἕκαστα.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
κείων ἐς θάλαμον, δαΐδων ὕπο λαμπομενάων,
ἔνθα πάρος κοιμᾶθ᾽, ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι·
ἔνθ᾽ ἄρα καὶ τότ᾽ ἔλεκτο καὶ Ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν. 50
αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς,
μνηστήρεσσι φόνον σὺν Ἀθήνῃ μερμηρίζων.
Ἡ δ᾽ ἴεν ἐκ θαλάμοιο περίφρων Πηνελόπεια,
Ἀρτέμιδι ἰκέλη ἠὲ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ.
τῇ παρὰ μὲν κλισίην πυρὶ κάτθεσαν, ἔνθ᾽ ἄρ᾽ ἐφῖζε, 55
δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ· ἥν ποτε τέκτων
ποίησ᾽ Ἰκμάλιος, καὶ ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε
προσφυέ᾽ ἐξ αὐτῆς, ὅθ᾽ ἐπὶ μέγα βάλλετο κῶας.
ἔνθα καθέζετ᾽ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια.
ἦλθον δὲ δμῳαὶ λευκώλενοι ἐκ μεγάροιο. 60
αἱ δ᾽ ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας
καὶ δέπα, ἔνθεν ἄρ᾽ ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον·
πῦρ δ᾽ ἀπὸ λαμπτήρων χαμάδις βάλον, ἄλλα δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῶν
νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι.
ἡ δ᾽ Ὀδυσῆ᾽ ἐνένιπε Μελανθὼ δεύτερον αὖτις· 65
«ξεῖν᾽, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾽ ἀνιήσεις διὰ νύκτα
δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας;
ἀλλ᾽ ἔξελθε θύραζε, τάλαν, καὶ δαιτὸς ὄνησο·
ἢ τάχα καὶ δαλῷ βεβλημένος εἶσθα θύραζε.»