Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 18 στ. 1-74
Στην ώρα πάνω ηρθε ένας ζήτουλας· την ξέραν στην Ιθάκη,
που γύρνα ολούθε διακονεύοντας, την άπατη κοιλιά του·
δε σταματούσε τρώοντας, πίνοντας, κι όμως αντρειά δεν είχε
μηδέ κι ανάκαρα, κι ας έδειχνε τρανή η κορμοστασιά του·
Αρναίο τον λέγαν· σα γεννήθηκεν, η σεβαστή του η μάνα 5
τον έβγαλε έτσι, όμως οι νιούτσικοι τον κράζαν Ίρο μόνο,
τι πηγαινόφερνε μηνύματα του κόσμου ολούθε γύρω.
Τώρα να διώξει τού ᾽ρθε μπαίνοντας απ᾽ του Οδυσσέα το σπίτι
τον Οδυσσέα τον ίδιον, κι έλεγε βαριά αποπαίρνοντάς τον:
«Φεύγα απ᾽ την πόρτα αλάργα, γέροντα, μη βγεις ποδοσυρμένος! 10
Δε βλέπεις, όλοι με το μάτι τους μου γνέφουν εδώ μέσα
τραβώντας να σε βγάλω· ντρέπουμαι και δεν το κάνω ωστόσο.
Μα σήκω, μην αργείς, μην έρθουμε στα χέρια από τα λόγια!»
Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
«Καημένε, εγώ κακό δε σού ᾽καμα, κακό δε σού ᾽πα λόγο· 15
δε θα με πείραζε δοσίματα κι αν σού ᾽διναν περίσσια.
Μας παίρνει το κατώφλι, ας κάτσουμε μαζί· δε σου ταιριάζει
για ξένα να ζηλεύεις πράματα· ζητιάνος δείχνεις νά ᾽σαι
καθώς εγώ, και βιος οι αθάνατοι θ᾽ αργήσουν να μας δώσουν.
Μα μη μου αντροκαλιέσαι, θέλοντας να χτυπηθείς μαζί μου, 20
να μη θυμώσω, κι αν και γέροντας, με γαίμα σού γεμίσω
στήθος και χείλια· κι έτσι θά ᾽βρισκα την πλέρια αξεγνοιασιά μου
από ταχιά· τι δε φαντάζουμαι ξανά στο αρχονταρίκι
πια του Οδυσσέα, που ο ρήγας γέννησε Λαέρτης, να διαγείρεις.»
Κι ο Ίρος ο ζήτουλας θυμώνοντας του απηλογήθη κι είπε: 25
«Ωχού μου, ιδές του βρωμογούρουνου πώς πάει ροδάνι η γλώσσα,
ίδια γριάς κοντά στο τζάκι της! Μα αν με τα δυο μου χέρια
του δώκω, συφορά τού μέλλεται· τα δόντια του όλα χάμω
θα του πετούσα απ᾽ τα σαγόνια του, σα χοίρου που ρημάζει
χωράφι ξένο. Ζώσου γρήγορα, να ιδούν και τούτοι τώρα 30
το πάλεμά μας· είμαι νιότερος ― μαζί μου πώς τα βάζεις;»
Ο ένας τον άλλον έτσι ξάγγριζε στο μαγλινό κατώφλι
μπροστά στα τρίψηλα πορτόφυλλα, συμπώντας το θυμό του.
Κι ο Αντίνοος ο τρανός, ακούγοντας το πώς μαλώναν, ξάφνου
στα γέλια ξέσπασε και φώναξε γυρνώντας στους μνηστήρες: 35
«Αλήθεια, ως τώρα δε μας έλαχε, συντρόφοι, τέτοιο πράμα,
μια τέτοια μέσα εδώ ξεφάντωση· κάποιος θεός τη στέλνει!
Ο Ίρος κι ο ξένος, δέστε, πιάστηκαν κι αντροκαλιούνται οι δυο τους
στα χέρια νά ᾽ρθουν. Ας τους σπρώξουμε και μεις να χτυπηθούνε!»
Αυτά ειπε, κι όλοι τους πετάχτηκαν απ᾽ τα θρονιά με γέλια, 40
και γύρω στους ζητιάνους έτρεξαν τους κακοφορεμένους·
κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«Έχω να πώ ενα λόγο, πέρφανοι μνηστήρες, αγρικάτε!
Γιδοκοιλιές στο τζάκι ψήνουμε, γεμάτες ξίγκι κι αίμα,
νά ᾽χουμε απόψε για το δείπνο μας· και τώρα από τους δυο τους 45
ο που θα δείξει δυνατότερος στο τέλος και νικήσει,
όποια κοιλιά τού αρέσει, μόνος του να σηκωθεί να πάρει·
και πάντα νά ᾽ρχεται στις τάβλες μας, κι ουδέ κανέναν άλλον
θ᾽ αφήνουμε δω μέσα ζήτουλα για διακονιά να μπαίνει.»
Αυτά ειπε ο Αντίνοος, και στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν· 50
με πονηριά κι ο πολυμήχανος τους μίλησε Οδυσσέας:
«Φίλοι, δε γίνεται με νιότερο να πιάνεται ένας γέρος,
πού ᾽χει τραβήξει τόσα βάσανα· μά ειναι η κοιλιά μου τώρα
που με ξεσήκωσε η κακόπραγη ― για να με δείρει ετούτος!
Ελάτε ωστόσο, αμόστε μου όλοι σας όρκο τρανό, κανένας 55
πως δε θ᾽ απλώσει απάνω μου άνομα το χέρι το βαρύ του,
τον Ίρο να συντρέξει θέλοντας, να με καταπονέσει.»
Είπε, κι αυτοί, καθώς τους γύρευε, τον όρκο εδώκαν όλοι·
και μόλις άμοσαν και τέλεψαν τον όρκο, αναμεσό τους
είπε ο Τηλέμαχος ο αντρόκαρδος στον Οδυσσέα γυρνώντας: 60
«Ξένε, αν σε σπρώχνει το κουράγιο σου κι η πέρφανη καρδιά σου
να βγείς μπροστά του, τους επίλοιπους Αργίτες μη φοβάσαι·
με πλήθος θα τα βάλει αντίμαχους όποιος χτυπήσει εσένα.
Εγώ σε φίλεψα στο σπίτι μου! Κι ο Αντίνοος θα συγκλίνει
τώρα κι ο Ευρύμαχος στη γνώμη μου, τι έχουν μυαλό κι οι δυο τους.» 65
Αυτά ειπε εκείνος, κι όλοι εσύγκλιναν, μα ως γύρω στ᾽ αχαμνά του
ζώστη ο Οδυσσέας με τα κουρέλια του, μεριά καλοδεμένα,
χυτά φανέρωσε, και φάνηκαν ώμοι φαρδιοί και στήθη
και δυνατά βραχιόνια· κι έφτασε κοντά του κι η Παλλάδα
και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη. 70
Κι όλοι οι μνηστήρες τότε τά ᾽χασαν και σάστισεν ο νους τους,
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Τέτοια μεριά που ο γέρος έδειξε τραβώντας τα κουρέλια,
τον Ίρο πες τον Ξέιρο, χάθηκε! Γυρεύοντας επήγε!»
Ἦλθε δ᾽ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ὃς κατὰ ἄστυ
πτωχεύεσκ᾽ Ἰθάκης, μετὰ δ᾽ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ
ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν· οὐδέ οἱ ἦν ἲς
οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι.
Ἀρναῖος δ᾽ ὄνομ᾽ ἔσκε· τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ 5
ἐκ γενετῆς· Ἶρον δὲ νέοι κίκλησκον ἅπαντες,
οὕνεκ᾽ ἀπαγγέλλεσκε κιών, ὅτε πού τις ἀνώγοι·
ὅς ῥ᾽ ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο,
καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«εἶκε, γέρον, προθύρου, μὴ δὴ τάχα καὶ ποδὸς ἕλκῃ. 10
οὐκ ἀΐεις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες,
ἑλκέμεναι δὲ κέλονται; ἐγὼ δ᾽ αἰσχύνομαι ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄνα, μὴ τάχα νῶϊν ἔρις καὶ χερσὶ γένηται.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«δαιμόνι᾽, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ᾽ ἀγορεύω, 15
οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι καὶ πόλλ᾽ ἀνελόντα.
οὐδὸς δ᾽ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, οὐδέ τί σε χρὴ
ἀλλοτρίων φθονέειν· δοκέεις δέ μοι εἶναι ἀλήτης
ὥς περ ἐγών, ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν.
χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο, μή με χολώσῃς, 20
μή σε γέρων περ ἐὼν στῆθος καὶ χείλεα φύρσω
αἵματος· ἡσυχίη δ᾽ ἂν ἐμοὶ καὶ μᾶλλον ἔτ᾽ εἴη
αὔριον· οὐ μὲν γάρ τί σ᾽ ὑποστρέψεσθαι ὀΐω
δεύτερον ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.»
Τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης· 25
«ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει,
γρηῒ καμινοῖ ἶσος· ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην
κόπτων ἀμφοτέρῃσι, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας
γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης.
ζῶσαι νῦν, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε 30
μαρναμένους· πῶς δ᾽ ἂν σὺ νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχοιο;»
Ὣς οἱ μὲν προπάροιθε θυράων ὑψηλάων
οὐδοῦ ἔπι ξεστοῦ πανθυμαδὸν ὀκριόωντο.
τοῖϊν δὲ ξυνέηχ᾽ ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο,
ἡδὺ δ᾽ ἄρ᾽ ἐκγελάσας μετεφώνει μνηστήρεσσιν· 35
«ὦ φίλοι, οὐ μέν πώ τι πάρος τοιοῦτον ἐτύχθη,
οἵην τερπωλὴν θεὸς ἤγαγεν ἐς τόδε δῶμα.
ὁ ξεῖνός τε καὶ Ἶρος ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν
χερσὶ μαχέσσασθαι· ἀλλὰ ξυνελάσσομεν ὦκα.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀνήϊξαν γελόωντες, 40
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, ὄφρα τι εἴπω.
γαστέρες αἵδ᾽ αἰγῶν κέατ᾽ ἐν πυρί, τὰς ἐπὶ δόρπῳ
κατθέμεθα κνίσης τε καὶ αἵματος ἐμπλήσαντες. 45
ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται,
τάων ἥν κ᾽ ἐθέλῃσιν ἀναστὰς αὐτὸς ἑλέσθω·
αἰεὶ δ᾽ αὖθ᾽ ἥμιν μεταδαίσεται, οὐδέ τιν᾽ ἄλλον
πτωχὸν ἔσω μίσγεσθαι ἐάσομεν αἰτήσοντα.»
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος. 50
τοῖς δὲ δολοφρονέων μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλοι, οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι
ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον· ἀλλά με γαστὴρ
ὀτρύνει κακοεργός, ἵνα πληγῇσι δαμείω.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον, 55
μή τις ἐπ᾽ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ
πλήξῃ ἀτασθάλλων, τούτῳ δέ με ἶφι δαμάσσῃ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπόμνυον ὡς ἐκέλευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,
τοῖς αὖτις μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο· 60
«ξεῖν᾽, εἴ σ᾽ ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ
τοῦτον ἀλέξασθαι, τῶν δ᾽ ἄλλων μή τιν᾽ Ἀχαιῶν
δείδιθ᾽, ἐπεὶ πλεόνεσσι μαχήσεται ὅς κέ σε θείνῃ.
ξεινοδόκος μὲν ἐγών, ἐπὶ δ᾽ αἰνεῖτον βασιλῆε,
Ἀντίνοός τε καὶ Εὐρύμαχος, πεπνυμένω ἄμφω.» 65
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, φαῖνε δὲ μηροὺς
καλούς τε μεγάλους τε, φάνεν δέ οἱ εὐρέες ὦμοι
στήθεά τε στιβαροί τε βραχίονες· αὐτὰρ Ἀθήνη
ἄγχι παρισταμένη μέλε᾽ ἤλδανε ποιμένι λαῶν. 70
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως ἀγάσαντο·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ἦ τάχα Ἶρος Ἄϊρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει,
οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει.»