Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 1-76
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
κάτω απ᾽ τα πόδια του ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα
ο γιος, επέρασε τα σάνταλα τα καλοκαμωμένα,
κι ως το γερό κοντάρι εφούχτωσε, που τού ᾽ρχονταν στο χέρι,
στον Εύμαιο γύρισε και μίλησε, κινώντας για τη χώρα: 5
«Παππούλη, εγώ στη χώρα, η μάνα μου για να με δει, πηγαίνω·
δεν το φαντάζουμαι πρωτύτερα να πάψει να χτυπιέται
και να στενάζει και να γόζεται πικρά, τον ίδιο εμένα
πριν δει αντικρύ της· όμως άκουσε τους ορισμούς μου τώρα:
Τον άμοιρο τον ξένο οδήγα τον στο κάστρο, το φαγί του 10
να ζητιανέψει, κι ας προσδέχεται ψωμί, κρασί μια κούπα
απ᾽ όποιον δίνει· εγώ δε γίνεται τον κάθε που θα μού ᾽ρθει
να τον φορτώνουμαι· τα βάσανα που με παιδεύουν φτάνουν.
Τον ξένο τώρα αν κακοκάρδισαν τα λόγια μου, δικιά του
θά ᾽ναι ζημιά· τι απ᾽ όλα πιότερο μου αρέσει η αλήθεια εμένα!» 15
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
«Κι εγώ να μείνω εδώ, καλόπαιδο, δε λογαριάζω· κάλλιο,
παρά στα ξώμερα, ενας ζήτουλας στη χώρα το ψωμί του
να ζητιανεύει, κι όποιος άνθρωπος θελήσει, θα μου δώκει·
δεν είναι πια μαθές τα χρόνια μου να κάθουμαι σε μάντρες 20
κι όποια δουλειά προστάξει ο αφέντης μου, να τρέχω να την κάνω.
Τράβα εσύ τώρα, κι ως τον πρόσταξες, θα με οδηγήσει ετούτος,
στη στια σα νιώσω πως επύρωσα κι έχει ζεστάνει ο γήλιος·
φορώ, όπως βλέπεις, παλιοκούρελα· θα με αφανίσει η πάχνη,
φοβούμαι, της αυγής, και λέγατε πως είναι η χώρα αλάργα.» 25
Αυτά μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος από τη μάντρα εβγήκε
με πόδια γρήγορα, συγκλώθοντας κακά για τους μνηστήρες.
Και μόλις ήρθε στο πολύκοσμο παλάτι, το κοντάρι
που εκράτει στην κολόνα ανάγειρε την αψηλή να στέκει,
και μπήκε μέσα δρασκελίζοντας το πέτρινο κατώφλι. 30
Η Ευρύκλεια η βάγια τον αντίκρισε μπροστά της πρώτη απ᾽ όλους,
στα σκαλιστά θρονιά όπως έστρωνε προβιές, κι ευτύς εχύθη
θρηνώντας πάνω του· κι οι επίλοιπες γυναίκες σκλάβες, όσες
είχε ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, τρογύρα μαζωχτήκαν
και με φιλιά τον καλωσόριζαν στην κεφαλή, στους ώμους. 35
Κι εκείνη, η Πηνελόπη η φρόνιμη, το γυναικίτη αφήκε,
κι ήρθε παρόμοια με την Άρτεμη γιά τη χρυσή Αφροδίτη·
με τα βραχιόνια της αγκάλιασε το γιο της δακρυσμένη,
και στο κεφάλι τον εφίλησε, στα δυο πανώρια μάτια,
και τέτοια κλαίοντας ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του: 40
«Ήρθες, γλυκό μου φως, Τηλέμαχε! Δεν τό ᾽λεγα ποτέ μου
πως θα σε δω ξανά, μια κι έφυγες στην Πύλο με καράβι
κρυφά μου, αθέλητά μου, ο κύρης σου τί απόγινε να μάθεις.
Τώρα τα πού ᾽δες με τα μάτια σου, σωστά μολόγα μού τα.»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει: 45
«Αχ, μην κινάς το θρήνο, μάνα μου, και την καρδιά στα στήθη
μη μου ταράζεις, μια και ξέφυγα το μαύρο χαλασμό μου.
Μονάχα πάρε πλύσου κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
κι ανέβα με τις βάγιες έπειτα στο ανώι και προσευκήσου,
και τάξε σε όλους τους αθάνατους τρανές θυσίες να κάνεις, 50
ο Δίας αν δώσει νά ᾽ρθει εγδίκηση για τούτα κάποια μέρα.
Ωστόσο εγώ θα πάω στην αγορά, τον ξένο να καλέσω,
που ήρθε μαζί μου, εκείθε ως έφευγα γυρνώντας στην Ιθάκη.
Με τους ισόθεους τους συντρόφους μου πιο μπρος τον έχω στείλει,
κι ως νά ᾽ρθω εγώ, του Πείραιου ζήτησα να τον φιλοκονέψει 55
στο σπίτι το δικό του πρόθυμα, τιμώντας τον ως πρέπει.»
Είπε ο Τηλέμαχος, κι ο λόγος του δεν πήγε κατ᾽ ανέμου·
ευτύς εκείνη ως πλύθη κι άλλαξε σκουτιά καθάρια πρώτα,
έταζε σε όλους τους αθάνατους τρανές θυσίες να κάνει,
ο Δίας αν έλεε νά ᾽ρθει εγδίκηση για τούτα κάποια μέρα. 60
Ωστόσο κίνησε ο Τηλέμαχος και βγήκε απ᾽ το παλάτι
κρατώντας το κοντάρι. Πίσω του γοργοί δυο σκύλοι ακλούθουν·
και ως η Αθηνά με χάρη αθάνατη τον περεχούσε ακέριο,
ο κόσμος γύρω τον καμάρωνε, καθώς περνούσε ομπρός του.
Κι ήρθαν τρογύρα του κι οι πέρφανοι μνηστήρες και του λέγαν 65
λόγια γλυκά, και μες στα φρένα τους κακό τού μελετούσαν·
μα εκείνος να ξεφύγει κοίταξε την πλήθια συντροφιά τους.
Καθόταν ο Αλιθέρσης, ο Άντιφος κι ο Μέντορας πιο πέρα,
που από παλιά τούς είχε σύντροφους, κληρονομιά του κύρη·
κι ως έκατσε κοντά τους, έπιασαν να τον ρωτούν εκείνοι. 70
Πάνω στην ώρα ο Πείραιος ζύγωσε, τρανός κονταρομάχος,
στην αγορά τον ξένο φέρνοντας μες απ᾽ την πόλη· αμέσως
κοντά τους έτρεξε ο Τηλέμαχος, χωρίς καιρό να χάσει.
Πρώτος το λόγο ο Πείραιος κίνησε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Να πεις στις σκλάβες σου, Τηλέμαχε, να ᾽ρθούν στο αρχοντικό μου, 75
τα δώρα που ο Μενέλαος έδωκε να σου γυρίσω πίσω.»
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει,
ἄστυδε ἱέμενος, καὶ ἑὸν προσέειπε συβώτην· 5
«ἄττ᾽, ἦ τοι μὲν ἐγὼν εἶμ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρα με μήτηρ
ὄψεται· οὐ γάρ μιν πρόσθεν παύσεσθαι ὀΐω
κλαυθμοῦ τε στυγεροῖο γόοιό τε δακρυόεντος,
πρίν γ᾽ αὐτόν με ἴδηται· ἀτὰρ σοί γ᾽ ὧδ᾽ ἐπιτέλλω.
τὸν ξεῖνον δύστηνον ἄγ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρ᾽ ἂν ἐκεῖθι 10
δαῖτα πτωχεύῃ· δώσει δέ οἱ ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι
πύρνον καὶ κοτύλην· ἐμὲ δ᾽ οὔ πως ἔστιν ἅπαντας
ἀνθρώπους ἀνέχεσθαι, ἔχοντά περ ἄλγεα θυμῷ.
ὁ ξεῖνος δ᾽ εἴ περ μάλα μηνίει, ἄλγιον αὐτῷ
ἔσσεται· ἦ γὰρ ἐμοὶ φίλ᾽ ἀληθέα μυθήσασθαι.» 15
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλος, οὐδέ τοι αὐτὸς ἐρύκεσθαι μενεαίνω·
πτωχῷ βέλτερόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ᾽ ἀγροὺς
δαῖτα πτωχεύειν· δώσει δέ μοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσιν.
οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί, 20
ὥς τ᾽ ἐπιτειλαμένῳ σημάντορι πάντα πιθέσθαι.
ἀλλ᾽ ἔρχευ· ἐμὲ δ᾽ ἄξει ἀνὴρ ὅδε, τὸν σὺ κελεύεις,
αὐτίκ᾽ ἐπεί κε πυρὸς θερέω ἀλέη τε γένηται.
αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ᾽ ἔχω κακά· μή με δαμάσσῃ
στίβη ὑπηοίη· ἕκαθεν δέ τε ἄστυ φάτ᾽ εἶναι.» 25
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὰ σταθμοῖο βεβήκει,
κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας,
ἔγχος μέν ῥ᾽ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρήν,
αὐτὸς δ᾽ εἴσω ἴεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν. 30
Τὸν δὲ πολὺ πρώτη εἶδε τροφὸς Εὐρύκλεια,
κώεα καστορνῦσα θρόνοις ἔνι δαιδαλέοισι,
δακρύσασα δ᾽ ἔπειτ᾽ ἰθὺς κίεν· ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἄλλαι
δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο,
καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους. 35
Ἡ δ᾽ ἴεν ἐκ θαλάμοιο περίφρων Πηνελόπεια,
Ἀρτέμιδι ἰκέλη ἠὲ χρυσῇ Ἀφροδίτῃ,
ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε δακρύσασα,
κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλά,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 40
«ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος· οὔ σ᾽ ἔτ᾽ ἐγώ γε
ὄψεσθαι ἐφάμην, ἐπεὶ οἴχεο νηῒ Πύλονδε
λάθρῃ, ἐμεῦ ἀέκητι, φίλου μετὰ πατρὸς ἀκουήν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι κατάλεξον, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς.»
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 45
«μῆτερ ἐμή, μή μοι γόον ὄρνυθι μηδέ μοι ἦτορ
ἐν στήθεσσιν ὄρινε φυγόντι περ αἰπὺν ὄλεθρον·
ἀλλ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα,
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
εὔχεο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας 50
ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ.
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγορὴν ἐσελεύσομαι, ὄφρα καλέσσω
ξεῖνον, ὅτις μοι κεῖθεν ἅμ᾽ ἕσπετο δεῦρο κιόντι.
τὸν μὲν ἐγὼ προὔπεμψα σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι,
Πείραιον δέ μιν ἠνώγεα προτὶ οἶκον ἄγοντα 55
ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.»
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τῇ δ᾽ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος.
ἡ δ᾽ ὑδρηναμένη, καθαρὰ χροῒ εἵμαθ᾽ ἑλοῦσα,
εὔχετο πᾶσι θεοῖσι τεληέσσας ἑκατόμβας
ῥέξειν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς ἄντιτα ἔργα τελέσσῃ. 60
Τηλέμαχος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἔγχος ἔχων, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο.
θεσπεσίην δ᾽ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη·
τὸν δ᾽ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο.
ἀμφὶ δέ μιν μνηστῆρες ἀγήνορες ἠγερέθοντο 65
ἔσθλ᾽ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον.
αὐτὰρ ὁ τῶν μὲν ἔπειτα ἀλεύατο πουλὺν ὅμιλον,
ἀλλ᾽ ἵνα Μέντωρ ἧστο καὶ Ἄντιφος ἠδ᾽ Ἁλιθέρσης,
οἵ τέ οἱ ἐξ ἀρχῆς πατρώϊοι ἦσαν ἑταῖροι,
ἔνθα καθέζετ᾽ ἰών· τοὶ δ᾽ ἐξερέεινον ἅπαντα. 70
τοῖσι δὲ Πείραιος δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἦλθε
ξεῖνον ἄγων ἀγορήνδε διὰ πτόλιν· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
Τηλέμαχος ξείνοιο ἑκὰς τράπετ᾽, ἀλλὰ παρέστη.
τὸν καὶ Πείραιος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε·
«Τηλέμαχ᾽, αἶψ᾽ ὄτρυνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα γυναῖκας, 75
ὥς τοι δῶρ᾽ ἀποπέμψω, ἅ τοι Μενέλαος ἔδωκε.»