Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 1-66
Για την πλατιά τη Λακεδαίμονα ξεκίνησε η Παλλάδα
την ίδιαν ώρα, στον πανέμνοστο του αντρόκαρδου Οδυσσέα
γιο να θυμίσει, πια πως έφτασε του γυρισμού του η μέρα.
Στο στρώμα εβρήκε τον Τηλέμαχο και τον υγιό τον άξιο
του Νέστορα, στου πολυδόξαστου Μενέλαου το χαγιάτι. 5
Είχε βουλιάξει ο γιος του Νέστορα σε βελουδένιον ύπνο,
μα τον Τηλέμαχο, ως του κύρη του τον τυραννούσεν η έγνοια,
ο γλυκός ύπνος δεν τον έπαιρνε στη θεία τη νύχτα μέσα.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμά του εστάθη κι είπε:
«Πια από το σπίτι σου, Τηλέμαχε, να λείπεις δεν ταιριάζει· 10
τι έχεις αφήσει εκεί τα πλούτη σου και μες στο σπίτι σου άντρες
τόσο ξαδιάντροπους, που ολάκερο μπορεί να φαν τα βιος σου
μοιράζοντάς το, απ᾽ το ταξίδι σου να βγείς μαθές χαμένος.
Πες στο Μενέλαο το βροντόφωνο να σε κατευοδώσει
μιαν ώρα αρχύτερα, τη μάνα σου στο σπίτι αν θέλεις νά ᾽βρεις· 15
τι αλήθεια τώρα και τ᾽ αδέρφια της κι ο κύρης της τη σπρώχνουν
να παντρευτεί με τον Ευρύμαχο, που πλήθυνε τα δώρα
και με όσα δίνει στον πατέρα της ξεπέρασε τους άλλους.
Κάτι μπορεί απ᾽ το βιος σας φεύγοντας να πάρει αθέλητά σου.
Την ξέρεις την καρδιά που μέσα της κάθε γυναίκα κρύβει: 20
όποιος την πάρει, εκείνου γνοιάζεται το σπίτι να πλουτύνει·
τα πρώτα της παιδιά τα ξέχασε, και τον παλιό της άντρα
δεν τον λογιάζει, μια που πέθανε, κι ουδέ τον βάζει ο νους της.
Μα εσύ γυρνώντας πίσω κοίταξε να μπιστευτείς ατός σου
στην πιο καλή που ξέρεις σκλάβα σου το βιος, ως νά ᾽ρθει η μέρα 25
με των θεών τη χάρη αρχόντισσα να παντρευτείς γυναίκα.
Κάτι άλλο ακόμα εγώ θα σού ᾽λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾽ το:
Οι πιο αντρειανοί μνηστήρες, κάτεχε, καρτέρι σού ᾽χουν στήσει
μπρος στο στενό που η Σάμη η απόγκρεμη με την Ιθάκη κάνει,
να σε σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρεις. 30
Μα αυτό δε γίνεται! Πρωτύτερα πολλούς θα φάει το χώμα
απ᾽ τους μνηστήρες λέω, τα πλούτη σου που τρώνε κι αφανίζουν.
Απ᾽ τα νησιά λοιπόν το στέριο σου καράβι κράτα αλάργα,
κι αρμένιζε και νύχτα, αδιάκοπα, κι απ᾽ τους θεούς ο πού ᾽χεις
σκεπό και φύλακα, ξοπίσω σου θα στείλει πρίμο αγέρι. 35
Όταν στο πρώτο ωστόσο ακρόγιαλο πια αράξεις της Ιθάκης,
στείλε στη χώρα το καράβι σου με τους συντρόφους όλους,
κι εσύ πιο πρώτα απ᾽ όλα τράβηξε για το χοιροβοσκό σου,
αυτόν που γνοιάζεται τους χοίρους σου και το καλό σου θέλει.
Τη νύχτα εκεί κοντά του πέρασε και στείλε τον στη χώρα 40
με τα μαντάτα σου, στη φρόνιμη να πει την Πηνελόπη
γερός πως είσαι και πως διάγειρες από την Πύλο πίσω.»
Σαν είπε αυτά η θεά, στον Όλυμπο τον αψηλό μισεύει·
κι εκείνος τον υγιό του Νέστορα σκουντά με το ποδάρι
και το γλυκό τον ύπνο τού ᾽διωξε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε: 45
«Υγιέ του Νέστορα, Πεισίστρατε, κάτω απ᾽ το αμάξι τ᾽ άτια
σήκω και ζέψε τα μονόνυχα, να μπούμε πια στη στράτα.»
Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, του απηλογήθη κι είπε:
«Να ταξιδέψουμε, Τηλέμαχε, στη μαύρη μέσα νύχτα
δε γίνεται, όση νά ᾽ναι η βιάση μας· σε λίγο φέγγει η μέρα. 50
Το γιο του Ατρέα, τον κονταρόχαρο Μενέλαο, δεν προσμένεις
να κουβαλήσει καν τα δώρα του, και μόλις τα φορτώσει
στο αμάξι μας, με λόγια πρόσχαρα να μας καλοστρατίσει;
τι μέρα δεν περνά που η θύμηση να φεύγει από το νου μας
του ανθρώπου που μας φιλοκόνεψε στο σπίτι του με αγάπη.» 55
Μόλις του τά ᾽πε αυτά, η χρυσόθρονη πρόβαλε Αυγή στα ουράνια·
κι ήρθε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος κοντά τους, απ᾽ την κλίνη
πριν λίγην ώρα της ωριόμαλλης Ελένης σηκωμένος.
Κι ως τον νογήθηκε ο Τηλέμαχος, πετάχτηκε με βιάση,
στραφταλιστό χιτώνα εφόρεσε τρογύρα στο κορμί του, 60
κι ως έριξε στους στέριους ώμους του τρανή από πάνω κάπα,
βγήκε όξω γρήγορα ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα
ο ακριβογιός, και στάθη δίπλα του κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
στα πατρικά μου πίσω χώματα προβόδισέ με τώρα, 65
τι πια η καρδιά μου απολαχτάρησε στο σπίτι να γυρίσω.»
Ἡ δ᾽ εἰς εὐρύχορον Λακεδαίμονα Παλλὰς Ἀθήνη
οἴχετ᾽, Ὀδυσσῆος μεγαθύμου φαίδιμον υἱὸν
νόστου ὑπομνήσουσα καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
εὗρε δὲ Τηλέμαχον καὶ Νέστορος ἀγλαὸν υἱὸν
εὕδοντ᾽ ἐν προδόμῳ Μενελάου κυδαλίμοιο, 5
ἦ τοι Νεστορίδην μαλακῷ δεδμημένον ὕπνῳ·
Τηλέμαχον δ᾽ οὐχ ὕπνος ἔχε γλυκύς, ἀλλ᾽ ἐνὶ θυμῷ
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«Τηλέμαχ᾽, οὐκέτι καλὰ δόμων ἄπο τῆλ᾽ ἀλάλησαι, 10
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾽ ἐν σοῖσι δόμοισιν
οὕτω ὑπερφιάλους· μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς.
ἀλλ᾽ ὄτρυνε τάχιστα βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον
πεμπέμεν, ὄφρ᾽ ἔτι οἴκοι ἀμύμονα μητέρα τέτμῃς. 15
ἤδη γάρ ῥα πατήρ τε κασίγνητοί τε κέλονται
Εὐρυμάχῳ γήμασθαι· ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας
μνηστῆρας δώροισι καὶ ἐξώφελλεν ἔεδνα·
μή νύ τι σεῦ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται.
οἶσθα γὰρ οἷος θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γυναικός· 20
κείνου βούλεται οἶκον ὀφέλλειν ὅς κεν ὀπυίῃ,
παίδων δὲ προτέρων καὶ κουριδίοιο φίλοιο
οὐκέτι μέμνηται τεθνηότος οὐδὲ μεταλλᾷ.
ἀλλὰ σύ γ᾽ ἐλθὼν αὐτὸς ἐπιτρέψειας ἕκαστα
δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι, 25
εἰς ὅ κέ τοι φήνωσι θεοὶ κυδρὴν παράκοιτιν.
ἄλλο δέ τοί τι ἔπος ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ.
μνηστήρων σ᾽ ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν
ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,
ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι. 30
ἀλλὰ τά γ᾽ οὐκ ὀΐω· πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.
ἀλλὰ ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα,
νυκτὶ δ᾽ ὁμῶς πλείειν· πέμψει δέ τοι οὖρον ὄπισθεν
ἀθανάτων ὅς τίς σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε. 35
αὐτὰρ ἐπὴν πρώτην ἀκτὴν Ἰθάκης ἀφίκηαι,
νῆα μὲν ἐς πόλιν ὀτρῦναι καὶ πάντας ἑταίρους,
αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι,
ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν.
ἔνθα δὲ νύκτ᾽ ἀέσαι· τὸν δ᾽ ὀτρῦναι πόλιν εἴσω 40
ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ,
οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι καὶ ἐκ Πύλου εἰλήλουθας.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον,
αὐτὰρ ὁ Νεστορίδην ἐξ ἡδέος ὕπνου ἔγειρε
λὰξ ποδὶ κινήσας, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν· 45
«ἔγρεο, Νεστορίδη Πεισίστρατε, μώνυχας ἵππους
ζεῦξον ὑφ᾽ ἅρματ᾽ ἄγων, ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο.»
Τὸν δ᾽ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ πως ἔστιν ἐπειγομένους περ ὁδοῖο
νύκτα διὰ δνοφερὴν ἐλάαν· τάχα δ᾽ ἔσσεται ἠώς. 50
ἀλλὰ μέν᾽ εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θήῃ
ἥρως Ἀτρεΐδης, δουρικλειτὸς Μενέλαος,
καὶ μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας ἀποπέμψῃ.
τοῦ γάρ τε ξεῖνος μιμνῄσκεται ἤματα πάντα
ἀνδρὸς ξεινοδόκου, ὅς κεν φιλότητα παράσχῃ.» 55
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, Ἑλένης πάρα καλλικόμοιο.
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
σπερχόμενός ῥα χιτῶνα περὶ χροῒ σιγαλόεντα 60
δῦνεν, καὶ μέγα φᾶρος ἐπὶ στιβαροῖς βάλετ᾽ ὤμοις
ἥρως, βῆ δὲ θύραζε, παριστάμενος δὲ προσηύδα
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο·
«Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,
ἤδη νῦν μ᾽ ἀπόπεμπε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν· 65
ἤδη γάρ μοι θυμὸς ἐέλδεται οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι.»