Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 14 στ. 1-71
κι εκείνος, το λιμάνι αφήνοντας, μέσ᾽ απ᾽ το λόγγο επήρε
τ᾽ ορθό το μονοπάτι, πού ᾽βγαζε στο δάσο, εκεί που τού ᾽χε
δείξει η Αθηνά το θείο πως θά ᾽βρισκε χοιροβοσκό, τι απ᾽ όλους
τους δούλους του Οδυσσέα καλύτερα το βιος του αυτός γνοιαζόταν.
Μπρος στην καλύβα του τον πέτυχε καθούμενο, και γύρα 5
χτισμένον έβλεπες αυλότοιχο, στο ξέφαντο, μεγάλο,
ψηλό, πανέμορφο· σαν έφυγεν ο ρήγας του, τον είχεν
ο θείος χοιροβοσκός μονάχος του σηκώσει για τους χοίρους,
χωρίς η αφέντρα του κι ο γέροντας Λαέρτης να το ξέρουν,
από τις πέτρες που κουβάλησε· κι είχε ψηλά καρφώσει 10
αγριαχλαδιάς κλωνάρια, κι έξωθε πυκνά παλούκια μπήξει
ως πέρα από βαλανιδόκλαρα, τη φλούδα βγάζοντάς τους.
Και στην αυλή είχε μάντρες δώδεκα μια πλάι στην άλλη χτίσει,
νά ᾽χουν οι χοίροι να κοιτάζουνται· στην καθεμιά βρισκόνταν
μαζί πενήντα χαμοκύλιστες γουρούνες μαντρισμένες, 15
γεννούσες, θηλυκές. Τ᾽ αρσενικά πλαγιάζαν όξω κι ήταν
πολύ πιο λίγα· τι τ᾽ αφάνιζαν οι ισόθεοι τρώγοντάς τα
μνηστήρες· κι όλο και τους έστελνε τον πιο καλό του χοίρο
ο θείος χοιροβοσκός, διαλέγοντας απ᾽ τα παχιά θρεφτάρια.
Αρσενικά γι᾽ αυτό τού απόμεναν τρακόσια εξήντα μόνο. 20
Ίδια θεριά κοντά τους τέσσερα σκυλιά κοιμόνταν πάντα,
που ο θείος χοιροβοσκός τ᾽ ανάστησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος.
Την ώρα εκείνη δέρμα κόβοντας καλόχρωμο, βοδίσιο,
στα πόδια του σαντάλια εταίριαζεν· οι άλλοι βοσκοί είχαν φύγει
άλλος γι᾽ αλλού, ξοπίσω παίρνοντας των χοίρων τα κοπάδια, 25
οι τρεις· τι είχε μαθές τον τέταρτο σταλμένο στανικώς του
στην πολιτεία, να πάει στους πέρφανους μνηστήρες ένα χοίρο,
για να τον σφάξουν, να χορτάσουνε με κρέατα την καρδιά τους.
Ξάφνου τον είδαν τ᾽ αλιχτιάρικα σκυλιά τον Οδυσσέα,
κι ευτύς του χίμιξαν γαυγίζοντας· μα αυτός κουτός δεν ήταν, 30
μόνο καθίζει κάτω, αφήνοντας να πέσει το ραβδί του.
Κι όμως τρανό κακό θα πάθαινε μες στο δικό του χτήμα,
αν το τομάρι ο θείος χοιροβοσκός δεν πέταγε απ᾽ το χέρι
και στην αυλόπορτα δεν έτρεχε με γρήγορα ποδάρια·
κι ως με φωνές μεγάλες έδιωξε τους σκύλους δώθε κείθε 35
απανωτά λιθάρια ρίχνοντας, γυρνάει και λέει στο ρήγα:
«Οι σκύλοι παραλίγο, γέροντα, να σ᾽ έκαναν κομμάτια,
ξάφνου ως σου χίμιξαν, και θά ᾽ριχνες και τη ντροπή σε μένα.
Τα όσα οι θεοί τυράννια μού ᾽δωκαν και βάσανα δε φτάνουν;
― που τον ισόθεο κλαίω το ρήγα μου και μύρουμαι όπου κάτσω, 40
κι οι ολόπαχοί μου χοίροι θρέφουνται για ξένους, νά ᾽χουν πάντα
να τρων· μα εκείνος λέω σε αλλόγλωσσων ανθρώπων πολιτείες
και χώρες παραδέρνει αδιάκοπα, και το ψωμί τού λείπει ―
αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ηλιού το φως ακόμα.
Ακλούθα τώρα, στο καλύβι μου να πάμε, κι ως ευφράνεις 45
με το ψωμί τα σπλάχνα, γέροντα, και το κρασί, σειρά σου
να πεις πούθε είσαι και τί τράβηξες ως τώρα στη ζωή σου.»
Είπε, και μπήκε ο θείος χοιροβοσκός μπροστά για το καλύβι,
κι ως φτάσαν, αποκάτω τού ᾽βαλε φουντόκλαρα να κάτσει,
κι έστρωσε απάνω τους αδρόμαλλο τομάρι αγριογιδίσιο, 50
παχύ, μεγάλο, εκεί που πλάγιαζε κι ατός του· κι ο Οδυσσέας
χαιρόταν που έτσι τον προσδέχτηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να σου χαρίσουν
ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ξένε μου, που έτσι καλά με δέχτης!»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και τού ᾽πες: 55
«Ξένε, σωστό δεν τό ᾽χω ο ξένος μου να νιώσει αψηφισμένος,
κι ας είναι πιο από σένα δύστυχος· φτωχοί και ξένοι ερχόνται
όλοι απ᾽ το Δία, κι είναι καλόδεχτο το χάρισμά μας πάντα,
όσο μικρό. Και τί καλύτερο μπορεί να κάνει ο δούλος,
που ο φόβος τον κρατεί ακατάπαυτα, σαν έχει νιους αφέντες, 60
ως τούτοι; Μα εκεινού του βάσκαναν οι αθάνατοι το δρόμο.
Θα με αγαπούσε αυτός, θα μ᾽ έκανε και μένα νοικοκύρη,
σπίτι και κλήρο και μιαν όμορφη γυναίκα δίνοντάς μου,
όσα ο καλός αφέντης χάρισε στο δούλο του σπιτιού του,
που δούλεψε πολύ κι ένας θεός τού πρόκοψε το μόχτο, 65
καθώς επρόκοψε κι ο μόχτος μου σε τούτα εδώ που κάνω.
Πολύ θα μού ᾽στεκεν ο αφέντης μου, τα γερατιά αν τον βρίσκαν
εδώ, μα εχάθη. Νά ᾽ταν άχναρα το γένος της Ελένης
να χάνουνταν, που τόσων έλυσε παλικαριών τα γόνα!
Γιατί κι εκείνος του Αγαμέμνονα το γδικιωμό ζητώντας 70
πήγε στην Τροία την καλοφόραδη, τους Τρώες να πολεμήσει.»
Αὐτὰρ ὁ ἐκ λιμένος προσέβη τρηχεῖαν ἀταρπὸν
χῶρον ἀν᾽ ὑλήεντα δι᾽ ἄκριας, ᾗ οἱ Ἀθήνη
πέφραδε δῖον ὑφορβόν, ὅ οἱ βιότοιο μάλιστα
κήδετο οἰκήων, οὓς κτήσατο δῖος Ὀδυσσεύς.
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐνὶ προδόμῳ εὗρ᾽ ἥμενον, ἔνθα οἱ αὐλὴ 5
ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,
καλή τε μεγάλη τε, περίδρομος· ἥν ῥα συβώτης
αὐτὸς δείμαθ᾽ ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος,
ῥυτοῖσιν λάεσσι καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ. 10
σταυροὺς δ᾽ ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα,
πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας·
ἔντοσθεν δ᾽ αὐλῆς συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει
πλησίον ἀλλήλων, εὐνὰς συσίν· ἐν δὲ ἑκάστῳ
πεντήκοντα σύες χαμαιευνάδες ἐρχατόωντο, 15
θήλειαι τοκάδες· τοὶ δ᾽ ἄρσενες ἐκτὸς ἴαυον,
πολλὸν παυρότεροι· τοὺς γὰρ μινύθεσκον ἔδοντες
ἀντίθεοι μνηστῆρες, ἐπεὶ προΐαλλε συβώτης
αἰεὶ ζατρεφέων σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων·
οἱ δὲ τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο. 20
πὰρ δὲ κύνες θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον
τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν.
αὐτὸς δ᾽ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,
τάμνων δέρμα βόειον ἐϋχροές· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
οἴχοντ᾽ ἄλλυδις ἄλλος ἅμ᾽ ἀγρομένοισι σύεσσιν, 25
οἱ τρεῖς· τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε
σῦν ἀγέμεν μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ,
ὄφρ᾽ ἱερεύσαντες κρειῶν κορεσαίατο θυμόν.
Ἐξαπίνης δ᾽ Ὀδυσῆα ἴδον κύνες ὑλακόμωροι.
οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς 30
ἕζετο κερδοσύνῃ, σκῆπτρον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
ἔνθα κεν ᾧ πὰρ σταθμῷ ἀεικέλιον πάθεν ἄλγος·
ἀλλὰ συβώτης ὦκα ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν
ἔσσυτ᾽ ἀνὰ πρόθυρον, σκῦτος δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
τοὺς μὲν ὁμοκλήσας σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον 35
πυκνῇσιν λιθάδεσσιν· ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα·
«ὦ γέρον, ἦ ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο
ἐξαπίνης, καί κέν μοι ἐλεγχείην κατέχευας.
καὶ δέ μοι ἄλλα θεοὶ δόσαν ἄλγεά τε στοναχάς τε·
ἀντιθέου γὰρ ἄνακτος ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων 40
ἧμαι, ἄλλοισιν δὲ σύας σιάλους ἀτιτάλλω
ἔδμεναι· αὐτὰρ κεῖνος ἐελδόμενός που ἐδωδῆς
πλάζετ᾽ ἐπ᾽ ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο.
ἀλλ᾽ ἕπεο, κλισίηνδ᾽ ἴομεν, γέρον, ὄφρα καὶ αὐτὸς 45
σίτου καὶ οἴνοιο κορεσσάμενος κατὰ θυμὸν
εἴπῃς ὁππόθεν ἐσσὶ καὶ ὁππόσα κήδε᾽ ἀνέτλης.»
Ὣς εἰπὼν κλισίηνδ᾽ ἡγήσατο δῖος ὑφορβός,
εἷσεν δ᾽ εἰσαγαγών, ῥῶπας δ᾽ ὑπέχευε δασείας,
ἐστόρεσεν δ᾽ ἐπὶ δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἰγός, 50
αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα καὶ δασύ. χαῖρε δ᾽ Ὀδυσσεὺς
ὅττι μιν ὣς ὑπέδεκτο, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«Ζεύς τοι δοίη, ξεῖνε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι
ὅττι μάλιστ᾽ ἐθέλεις, ὅτι με πρόφρων ὑπέδεξο.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα· 55
«ξεῖν᾽, οὔ μοι θέμις ἔστ᾽, οὐδ᾽ εἰ κακίων σέθεν ἔλθοι,
ξεῖνον ἀτιμῆσαι· πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες
ξεῖνοί τε πτωχοί τε· δόσις δ᾽ ὀλίγη τε φίλη τε
γίγνεται ἡμετέρη· ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν
αἰεὶ δειδιότων, ὅτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες 60
οἱ νέοι. ἦ γὰρ τοῦ γε θεοὶ κατὰ νόστον ἔδησαν,
ὅς κεν ἔμ᾽ ἐνδυκέως ἐφίλει καὶ κτῆσιν ὄπασσεν,
οἷά τε ᾧ οἰκῆϊ ἄναξ εὔθυμος ἔδωκεν,
οἶκόν τε κλῆρόν τε πολυμνήστην τε γυναῖκα,
ὅς οἱ πολλὰ κάμῃσι, θεὸς δ᾽ ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ, 65
ὡς καὶ ἐμοὶ τόδε ἔργον ἀέξεται, ᾧ ἐπιμίμνω.
τῷ κέ με πόλλ᾽ ὤνησεν ἄναξ, εἰ αὐτόθι γήρα·
ἀλλ᾽ ὄλεθ᾽ ―ὡς ὤφελλ᾽ Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι
πρόχνυ, ἐπεὶ πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσε·
καὶ γὰρ κεῖνος ἔβη Ἀγαμέμνονος εἵνεκα τιμῆς 70
Ἴλιον εἰς εὔπωλον, ἵνα Τρώεσσι μάχοιτο.»