Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 13 στ. 1-62
Αυτά τούς έλεε, κι οι άλλοι αμίλητοι, βουβοί δε βγάζαν άχνα,
σα μαγεμένοι από τα λόγια του, στον ισκιερό αντρωνίτη·
κι ο Αλκίνοος τότε απηλογήθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Στο χαλκοκάτωφλο μια κι έφτασες παλάτι μου, Οδυσσέα,
το αψηλοτάβανο, στον τόπο σου χωρίς να παραδείρεις 5
λέω θα γυρίσεις πια, κι ας έσυρες πολλά τυράννια ως τώρα.
Μα σεις οι αρχόντοι, που φλογόμαυρο κρασί για βασιλιάδες
κερνιέστε πάντα στο παλάτι μου, και κάθεστε κι ακούτε
τον τραγουδάρη, αφουγκραστείτε μου, να πω τους ορισμούς μου:
Στο σκαλιστό σεντούκι βρίσκουνται του ξένου μας τα ρούχα, 10
το καλοδουλεμένο μάλαμα, μαζί τα δώρα τ᾽ άλλα,
που των Φαιάκων τού κουβάλησαν οι πρωτοκεφαλάδες·
μα ομπρός, τρανό να του χαρίσουμε τριπόδι και λεβέτι,
κάθε άντρας κι ένα, και μαζώνουμε μετά το αντίμεμά τους
απ᾽ το λαό· βαρύ το χάρισμα να πέσει σ᾽ έναν μόνο!» 15
Αυτά ειπε ο Αλκίνοος, κι ως στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν,
για το δικό του σπίτι κίνησε καθένας να πλαγιάσει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
όλοι με βιάση τον αντρίστικο χαλκό τού κουβαλούσαν
ως το πλεούμενο. Κι ο αντρόκαρδος Αλκίνοος μπήκε ατός του 20
και κάτω απ᾽ τα ζυγά τον έστησε του καραβιού, μην τύχει
στους κουπολάτες κι είναι αμπόδισμα, καθώς γοργά θα λάμναν·
κι όλοι μετά στου Αλκίνοου τράβηξαν και σύνταζαν το γιόμα.
Βόδι ο τρανός Αλκίνοος έσφαξε στον κύβερνο του κόσμου,
τον τρανό Δία το μαυροσύγνεφο, να φαν κι οι καλεσμένοι· 25
και τα μεριά σαν κάψαν, κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι,
κι ο τιμημένος ο Δημόδοκος, ο θείος ο τραγουδάρης,
τους τραγουδούσε εκεί, ως ξεφάντωναν· μα εκείνος, ο Οδυσσέας,
στον ήλιο εγύρνα τον ολόλαμπρο συχνά την κεφαλή του,
να βασιλέψει πια απαντέχοντας, τι είχε καημό να φύγει. 30
Πώς ο ξωμάχος, που το αλέτρι του σε χέρσα γη ολημέρα
τα βόδια τα κρασάτα τού ᾽σερναν, λαχτάρησε το δείπνο,
και χαίρεται η ψυχή του βλέποντας το φως του ηλιού να σβήνει,
να πάει για δείπνο, κι ως ξεκίνησε, λυγούν τα γόνατα του ―
όμοια ο Οδυσσέας εχάρη βλέποντας το φως του ηλιού να σβήνει, 35
κι ευτύς στους Φαίακες, τους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες,
απ᾽ όλους στον Αλκίνοο πιότερο το λόγο του γυρνώντας:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, πια τις σταλιές γνοιαστείτε,
και προβοδάτε με, μα σίγουρα, και γεια χαρά σας όλοι!
Τα πάντα τώρα πια ξετέλεψαν, όσα η καρδιά μου επόθει, 40
και συνοδειά και δώρα ατίμητα, που οι κύβερνοι στα ουράνια
θεοί να τα βλογούν· και φτάνοντας στο αρχοντικό μου ας είναι
να βρώ το ταίρι μου, κι ανέβλαβους και τους δικούς τους άλλους.
Και πάλι εσείς, εδώ που μνίσκετε, τα τέκνα και τα ταίρια
τα βλογητά σας να σας χαίρουνται, κι απ᾽ τους θεούς να δείτε 45
κάθε καλό, μηδέ στον τόπο σας κακό ποτέ να πέσει.»
Είπε, κι αυτοί μαζί του εσύγκλιναν κι αναμεσό τους λέγαν,
τον ξένο, έτσι σωστά που μίλησε, ν᾽ αφήσουν πια να φύγει.
Κι ο Αλκίνοος τότε ο καρτερόψυχος γυρνάει και λέει στον κράχτη:
«Ποντόνοε, το κρασί συγκέρασε, κι απ᾽ το κροντήρι σε όλους 50
μοίραζε γύρα, ευκή να υψώσουμε στο Δία πατέρα πρώτα,
μετά τον ξένο ας προβοδώσουμε στη γη την πατρική του.»
Είπε, κι αυτός κρασί μελόγλυκο συγκέρασε, και πήρε
και σε όλους μοίραζε ζυγώνοντας· κι εκείνοι στους μακάριους
θεούς σπονδές εκάμαν, τ᾽ άσωστα που κυβερνούν ουράνια, 55
από τη θέση εκεί που κάθουνταν. Πετάχτη κι ο Οδυσσέας
κι έβαλε κούπα διπλογούβωτη στο χέρι της Αρήτης
και κράζοντάς την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της:
«Μόνο χαρές να σέ ᾽βρουν, ρήγισσα, τα γερατιά ως να φτάσουν
κι ο θάνατος, τι αυτά δε δύνεται θνητός να τα ξεφύγει. 60
Σου αφήνω γεια! Και συ να χαίρεσαι σε τούτο το παλάτι
το ρήγα Αλκίνοο και τα τέκνα σου και το λαό σου ακέριο.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ,
κῃληθμῷ δ᾽ ἔσχοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«ὦ Ὀδυσεῦ, ἐπεὶ ἵκευ ἐμὸν ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ,
ὑψερεφές, τῷ σ᾽ οὔ τι παλιμπλαγχθέντα γ᾽ ὀΐω 5
ἂψ ἀπονοστήσειν, εἰ καὶ μάλα πολλὰ πέπονθας.
ὑμέων δ᾽ ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω,
ὅσσοι ἐνὶ μεγάροισι γερούσιον αἴθοπα οἶνον
αἰεὶ πίνετ᾽ ἐμοῖσιν, ἀκουάζεσθε δ᾽ ἀοιδοῦ.
εἵματα μὲν δὴ ξείνῳ ἐϋξέστῃ ἐνὶ χηλῷ 10
κεῖται καὶ χρυσὸς πολυδαίδαλος ἄλλα τε πάντα
δῶρ᾽, ὅσα Φαιήκων βουληφόροι ἐνθάδ᾽ ἔνεικαν·
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα
ἀνδρακάς· ἡμεῖς δ᾽ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον
τισόμεθ᾽· ἀργαλέον γὰρ ἕνα προικὸς χαρίσασθαι.» 15
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀλκίνοος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
νῆάδ᾽ ἐπεσσεύοντο, φέρον δ᾽ εὐήνορα χαλκόν.
καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηχ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, 20
αὐτὸς ἰὼν διὰ νηὸς ὑπὸ ζυγά, μή τιν᾽ ἑταίρων
βλάπτοι ἐλαυνόντων, ὁπότε σπερχοίατ᾽ ἐρετμοῖς·
οἱ δ᾽ εἰς Ἀλκινόοιο κίον καὶ δαῖτ᾽ ἀλέγυνον.
Τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο
Ζηνὶ κελαινεφέϊ Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει. 25
μῆρα δὲ κήαντες δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα
τερπόμενοι· μετὰ δέ σφιν ἐμέλπετο θεῖος ἀοιδός,
Δημόδοκος, λαοῖσι τετιμένος· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
πολλὰ πρὸς ἠέλιον κεφαλὴν τρέπε παμφανόωντα,
δῦναι ἐπειγόμενος· δὴ γὰρ μενέαινε νέεσθαι. 30
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀνὴρ δόρποιο λιλαίεται, ᾧ τε πανῆμαρ
νειὸν ἀν᾽ ἕλκητον βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον·
ἀσπασίως δ᾽ ἄρα τῷ κατέδυ φάος ἠελίοιο
δόρπον ἐποίχεσθαι, βλάβεται δέ τε γούνατ᾽ ἰόντι·
ὣς Ὀδυσῆ᾽ ἀσπαστὸν ἔδυ φάος ἠελίοιο. 35
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα,
Ἀλκινόῳ δὲ μάλιστα πιφαυσκόμενος φάτο μῦθον·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
πέμπετέ με σπείσαντες ἀπήμονα, χαίρετε δ᾽ αὐτοί·
ἤδη γὰρ τετέλεσται ἅ μοι φίλος ἤθελε θυμός, 40
πομπὴ καὶ φίλα δῶρα, τά μοι θεοὶ Οὐρανίωνες
ὄλβια ποιήσειαν· ἀμύμονα δ᾽ οἴκοι ἄκοιτιν
νοστήσας εὕροιμι σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισιν.
ὑμεῖς δ᾽ αὖθι μένοντες ἐϋφραίνοιτε γυναῖκας
κουριδίας καὶ τέκνα· θεοὶ δ᾽ ἀρετὴν ὀπάσειαν 45
παντοίην, καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾽ ἐκέλευον
πεμπέμεναι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ κατὰ μοῖραν ἔειπε.
καὶ τότε κήρυκα προσέφη μένος Ἀλκινόοιο·
«Ποντόνοε, κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον 50
πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον, ὄφρ᾽ εὐξάμενοι Διὶ πατρὶ
τὸν ξεῖνον πέμπωμεν ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»
Ὣς φάτο, Ποντόνοος δὲ μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα,
νώμησεν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν· οἱ δὲ θεοῖσιν
ἔσπεισαν μακάρεσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, 55
αὐτόθεν ἐξ ἑδρέων. ἀνὰ δ᾽ ἵστατο δῖος Ὀδυσσεύς,
Ἀρήτῃ δ᾽ ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Χαῖρέ μοι, ὦ βασίλεια, διαμπερές, εἰς ὅ κε γῆρας
ἔλθῃ καὶ θάνατος, τά τ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώποισι πέλονται. 60
αὐτὰρ ἐγὼ νέομαι· σὺ δὲ τέρπεο τῷδ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
παισί τε καὶ λαοῖσι καὶ Ἀλκινόῳ βασιλῆϊ.»