Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 1 στ. 1-62
Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου, που πλήθος
διάβηκε τόπους, αφού πάτησε της Τροίας το κάστρο το άγιο,
και πολιτείες πολλές εγνώρισε, πολλών βουλές ανθρώπων,
κι αρίφνητα τυράννια ετράβηξε στα πέλαγα η καρδιά του,
για να σωθεί κι αυτός παλεύοντας και πίσω τους συντρόφους 5
να φέρει· κι όμως δεν τους γλίτωσε, κι ας το ποθούσε τόσο·
τι από τις ίδιες τους εχάθηκαν τις ανομιές εκείνοι ―
οι ανέμυαλοι, που τ᾽ ουρανόδρομου τα βόδια εφάγαν Ήλιου,
κι αυτός τη μέρα τούς αρνήστηκε του γυρισμού. Για τούτα
και μας γιά λέγε, κάπου αρχίζοντας, κόρη θεϊκιά του Δία. 10
Όσοι Αχαιοί ειχαν απ᾽ το θάνατο τον άξαφνο γλιτώσει
βρισκόνταν σπίτια τους, του πέλαγου και της σφαγής σωσμένοι·
μονάχα αυτόν, που τη γυναίκα του ποθούσε και τη γη του,
η Καλυψώ η θεά, η πανέμνοστη τον έκρυβε νεράιδα
στις θολωτές σπηλιές της, θέλοντας να τον κρατήσει γι᾽ άντρα. 15
Όμως τα χρόνια πια σα γύρισαν κι ήρθε ο καιρός που τού ᾽χαν
κλώσει οι θεοί να ιδεί το σπίτι του φτασμένος στην Ιθάκη,
ουδέ κι εκεί μαθές του απόλειψαν οι αγώνες, κι ας βρισκόταν
μες στους δικούς του πια. Κι οι αθάνατοι τον συμπονούσαν όλοι,
εξόν τον Ποσειδώνα, που άπαυτα του θεϊκού Οδυσσέα 20
θυμό κρατούσε, στην πατρίδα του πριχού διαγείρει πίσω.
Μα τότε αυτός για τους απόμακρους Αιθίοπες είχε φύγει,
για τους Αιθίοπες, που στην τέλειωση του κόσμου χώρια ζούνε,
μισοί στου Ηλιού τα βασιλέματα, μισοί στ᾽ ανάτελά του,
κι εκεί τρανές θυσίες τού πρόσφερναν από κριγιούς και ταύρους· 25
κι αυτός καθούμενος ευφραίνουνταν. Οι αθάνατοι οι άλλοι ωστόσο
στου ολύμπιου Δία το αρχοντοπάλατο βρισκόνταν μαζεμένοι.
Πρώτος μιλούσε των αθάνατων και των θνητών ο κύρης,
καθώς τον Αίγιστο τον άψεγο θυμήθη, που εσκοτώθη
απ᾽ τον Ορέστη, του Αγαμέμνονα το γιο τον ξακουσμένο. 30
Αυτόν θυμήθη τότε κι έλεγε στους αθανάτους μέσα:
«Πωπώ, με τους θεούς τα βάζουνε πάντα οι θνητοί, πως τάχα
τις συφορές εμείς τους στέλνουμε· μα κι οι αδικιές τους είναι
που πάνω απ᾽ το γραφτό σε βάσανα τους ρίχνουν· κοίτα τώρα
τον Αίγιστο, δικό του που έκανε του γιου του Ατρέα το ταίρι 35
χωρίς γραφτό του νά ᾽ναι, κι έσφαξε στο γυρισμό κι εκείνον,
τον ίδιο του χαμό κι ας ήξερε· τι τού ᾽χαμε μηνύσει
πιο πριν με τον Ερμή, τον ξάγρυπνον αργοφονιά, και κείνον
να μη σκοτώσει και το ταίρι του να μη ζητάει να πάρει·
τι θά ᾽ρθει απ᾽ τον Ορέστη η εγδίκηση για τον υγιό του Ατρέα, 40
μόλις αντρειέψει και στον τόπο του ποθήσει να διαγείρει.
Έτσι μιλούσε ο Ερμής, μα του Αίγιστου δεν άλλαζε τη γνώμη,
κι ας ήταν για καλό του· μαζωχτά τα πλέρωσε όλα τώρα.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος, 45
για κείνον είναι ο πιο που ταίριαζε ξολοθρεμός αλήθεια·
μακάρι να χανόνταν όλοι τους που τέτοιες πράξες κάνουν!
Μα καίγεται η καρδιά μου, ως σκέφτουμαι τον αντρειανό Οδυσσέα,
τον έρμο, χρόνια που παιδεύεται μακριά από τους δικούς του
σ᾽ ένα νησί, πού ᾽ναι της θάλασσας το αφάλι, κυκλωμένο 50
από τα κύματα, πολύδεντρο· θεά εκεί πάνω μένει,
του Άτλαντα η κόρη του κακόγνωμου, που τους βυθούς κατέχει
του κάθε πέλαου και μονάχος του σηκώνει τις κολόνες
τις αψηλές, που δεν αφήνουνε γη κι ουρανός να σμίξουν.
Δικιά του η κόρη που τον άμοιρο κρατάει· στα σύθρηνά του 55
να τον πλανέσει με τα λόγια της πασκίζει, την Ιθάκη
για να του βγάλει από τη θύμηση· κι εκείνος, λαχταρώντας
και μοναχά καπνό απ᾽ τον τόπο του να ιδεί ν᾽ ανηφορίζει,
ανέλπιδος ποθεί το θάνατο. Μα εσύ, του Ολύμπου ρήγα,
καρδιά πώς έχεις έτσι ανέσπλαχνη; Τάχα ο Οδυσσέας ποτέ του 60
στα πλοία τ᾽ αργίτικα δεν πρόσφερε θυσίες να σε τιμήσει
μες στην πλατιά την Τροία; Τί θύμωσες λοιπόν μαζί του τόσο;»
Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε·
πολλῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων. 5
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν. 10
Ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον,
οἴκοι ἔσαν, πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν·
τὸν δ᾽ οἶον, νόστου κεχρημένον ἠδὲ γυναικός,
νύμφη πότνι᾽ ἔρυκε Καλυψώ, δῖα θεάων,
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, λιλαιομένη πόσιν εἶναι. 15
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν,
τῷ οἱ ἐπεκλώσαντο θεοὶ οἶκόνδε νέεσθαι
εἰς Ἰθάκην, οὐδ᾽ ἔνθα πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων
καὶ μετὰ οἷσι φίλοισι. θεοὶ δ᾽ ἐλέαιρον ἅπαντες
νόσφι Ποσειδάωνος· ὁ δ᾽ ἀσπερχὲς μενέαινεν 20
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ πάρος ἣν γαῖαν ἱκέσθαι.
Ἀλλ᾽ ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ᾽ ἐόντας,
Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν,
οἱ μὲν δυσομένου Ὑπερίονος, οἱ δ᾽ ἀνιόντος,
ἀντιόων ταύρων τε καὶ ἀρνειῶν ἑκατόμβης. 25
ἔνθ᾽ ὅ γε τέρπετο δαιτὶ παρήμενος· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
Ζηνὸς ἐνὶ μεγάροισιν Ὀλυμπίου ἀθρόοι ἦσαν.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο,
τόν ῥ᾽ Ἀγαμεμνονίδης τηλεκλυτὸς ἔκταν᾽ Ὀρέστης· 30
τοῦ ὅ γ᾽ ἐπιμνησθεὶς ἔπε᾽ ἀθανάτοισι μετηύδα·
«Ὢ πόποι, οἷον δή νυ θεοὺς βροτοὶ αἰτιόωνται.
ἐξ ἡμέων γάρ φασι κάκ᾽ ἔμμεναι· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ
σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ὑπὲρ μόρον ἄλγε᾽ ἔχουσιν,
ὡς καὶ νῦν Αἴγισθος ὑπὲρ μόρον Ἀτρεΐδαο 35
γῆμ᾽ ἄλοχον μνηστήν, τὸν δ᾽ ἔκτανε νοστήσαντα,
εἰδὼς αἰπὺν ὄλεθρον· ἐπεὶ πρό οἱ εἴπομεν ἡμεῖς,
Ἑρμείαν πέμψαντες, ἐΰσκοπον ἀργειφόντην,
μήτ᾽ αὐτὸν κτείνειν μήτε μνάασθαι ἄκοιτιν·
ἐκ γὰρ Ὀρέσταο τίσις ἔσσεται Ἀτρεΐδαο, 40
ὁππότ᾽ ἂν ἡβήσῃ καὶ ἧς ἱμείρεται αἴης.
ὣς ἔφαθ᾽ Ἑρμείας, ἀλλ᾽ οὐ φρένας Αἰγίσθοιο
πεῖθ᾽ ἀγαθὰ φρονέων· νῦν δ᾽ ἀθρόα πάντ᾽ ἀπέτισε.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων, 45
καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ·
ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι.
ἀλλά μοι ἀμφ᾽ Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι δαίεται ἦτορ,
δυσμόρῳ, ὃς δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχει
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, ὅθι τ᾽ ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης. 50
νῆσος δενδρήεσσα, θεὰ δ᾽ ἐν δώματα ναίει,
Ἄτλαντος θυγάτηρ ὀλοόφρονος, ὅς τε θαλάσσης
πάσης βένθεα οἶδεν, ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς
μακράς, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι.
τοῦ θυγάτηρ δύστηνον ὀδυρόμενον κατερύκει, 55
αἰεὶ δὲ μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι
θέλγει, ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται· αὐτὰρ Ὀδυσσεύς,
ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι
ἧς γαίης, θανέειν ἱμείρεται. οὐδέ νυ σοί περ
ἐντρέπεται φίλον ἦτορ, Ὀλύμπιε. οὔ νύ τ᾽ Ὀδυσσεὺς 60
Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο, Ζεῦ;»