Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 4 στ. 620-695
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο, κι ωστόσο 620
του θείου του βασιλιά οι συντράπεζοι τραβούσαν στο παλάτι,
κι αρνιά να φάνε σέρναν, κι έφερναν κρασί αντρειανό να πιούνε·
ψωμί τούς στέλναν οι γυναίκες τους οι ομορφομαντιλούσες.
Μες στο παλάτι ετούτοι σύνταζαν το γιόμα· κι οι μνηστήρες
την ώρα τους περνούσαν παίζοντας, και ρίχναν στο σημάδι 625
μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο, με δίσκους, με κοντάρια,
στο πατημένο σιάδι, οπού ᾽παιζαν οι αδιάντροποι και πρώτα.
Εκεί κι ο Αντίνοος κι ο θεόμορφος Ευρύμαχος καθόνταν,
οι πρώτοι απ᾽ τους μνηστήρες, άρχοντες όλο αντριγιά κι αξιότη.
Ξάφνου ο Νοήμονας τους ζύγωσε με βιάση, ο γιος του Φρόνιου, 630
και στον Αντίνοο πήρε κι έλεγε και τέτοια τον ρωτούσε:
«Αντίνοε, τάχα το κατέχουμε γιά κι όχι, πότε θά ᾽ρθει,
από την Πύλο πια ο Τηλέμαχος την αμμουδάτη πίσω;
Μου πήρε το καράβι κι έφυγε, και τώρα τό ᾽χω ανάγκη,
στους κάμπους να διαβώ της Ήλιδας· έχω μαθές φοράδες, 635
δώδεκα εκεί και μου βυζαίνουνε βασταγερά μουλάρια,
άζευτα ακόμα ― κάποιο νά ᾽παιρνα, πια στο ζυγό να στρώσω.»
Είπε, κι εκείνοι ακούοντας σάστισαν· δεν τό ᾽χε βάλει ο νους τους
πως στου Νηλέα την Πύλο εδιάβηκε, μόν᾽ κάπου εκεί πως θά ᾽ταν
στην εξοχή, γιά στα κοπάδια του γιά στου χοιροβοσκού του. 640
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε και τέτοια τού μιλούσε:
«Πες την αλήθεια, πότε κίνησε και ποιούς να παν μαζί του
απ᾽ την Ιθάκη νιους εδιάλεξε; μην πήρε δούλους τάχα
και ρογιαστούς δικούς του; Δύνουνταν κι αυτό μαθές να κάνει.
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω: 645
Το μελανό καράβι σού άρπαξε μεβιάς, αθέλητά σου,
γιά παρακάλεσε, και σύγκλινες και συ να του το δώσεις;»
Κι απηλογήθηκε ο Νοήμονας, του Φρόνιου ο γιος, και τού ᾽πε:
«Ατός μου, θέλοντας του τό ᾽δωκα. Τί θά ᾽κανε όποιος άλλος,
αν ένας τέτοιος άντρας, πού ᾽τυχε περίσσιες έγνοιες νά ᾽χει, 650
του το ζητούσε; Θά ᾽ταν δύσκολο να του αρνηστεί τη χάρη.
Τον συντροφεύουν τώρα νιούτσικοι, μετά από μας οι πρώτοι
της χώρας· κι είδα και το Μέντορα στο πλοίο μου πρώτος πρώτος
να μπαίνει ― γιά κι έναν αθάνατο που τού ᾽μοιαζε περίσσια.
Μα έχω σαστίσει: χτες το Μέντορα τον είδα εδώ πρι φέξει, 655
την ώρα πού ᾽πρεπε να βρίσκεται στο πλοίο μου για την Πύλο!»
Ως είπε τούτα, στου πατέρα του κινάει και πάει το σπίτι·
μα εκείνοι οι δυο βαριά χολόσκασαν και πάψαν τους μνηστήρες
απ᾽ τα παιχνίδια και τους έβαλαν όλους μαζί να κάτσουν.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε, 660
χολή γεμάτος, και ξεχείλιζαν τα σκοτεινά του σπλάχνα
από το πάθος, και τα μάτια του σαν τη φωτιά ξαστράφταν:
«Ωχού, τρανή δουλειά ο Τηλέμαχος με τούτο το ταξίδι
σκάρωσε απόκοτα, κι ας λέγαμε πως δε θα το τελέψει!
Ένα παιδί στο πείσμα τόσων μας αρμάτωσε καράβι, 665
τους κάλλιους διάλεξε του τόπου μας και τώρα ειναι φευγάτος.
Κι αυτά ειναι ακόμα αρχή· χειρότερα θα κάμει ― ο Δίας μονάχα
να τον αφάνιζε, το σύνορο πριχού διαβεί της νιότης.
Μα ομπρός, γοργό καράβι κι είκοσι γιά δώστε μου συντρόφους,
καρτέρι να του στήσω, ως θά ᾽ρχεται, να τον παραφυλάξω 670
μπρος στο στενό, που η Σάμη η απόγκρεμη με την Ιθάκη κάνει,
να τού ᾽βγει σε κακό που κίνησε ζητώντας το γονιό του.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι εσύγκλιναν και τού ᾽διναν κουράγιο,
μετά σηκώθηκαν και τράβηξαν για του Οδυσσέα το σπίτι.
Πολληώρα ωστόσο δε χρειάστηκε να μάθει η Πηνελόπη 675
τα όσα οι μνηστήρες μηχανεύουνταν· της τα μαρτύρησε όλα
ο Μέδοντας ο κράχτης, που άκουσε το τί βουλές υφαίναν,
απόξω απ᾽ την αυλή ως τριγύριζε, κι αυτοί ηταν από μέσα.
Κι έτρεξε μέσα από τις κάμαρες να πάει της Πηνελόπης
το μήνυμα· μα αυτή τού φώναξε, σα φάνη στο κατώφλι: 680
«Κράχτη, γιά μίλα μου, τί σ᾽ έστειλαν εδώ οι τρανοί μνηστήρες;
Τάχα να πεις στις σκλάβες έρχεσαι του θεϊκού Οδυσσέα,
τις άλλες τους δουλειές αφήνοντας, να τους γνοιαστούν το γιόμα;
Θε μου, να μη μονοσυνάζουνταν, να μη με θέλαν ταίρι,
και νά ᾽ταν η στερνή κι ολόστερνη φορά που εδώ δειπνούνε! ― 685
που κάθε λίγο μαζευόσαστε κι ό,τι έχουμε μας τρώτε,
το βιος του γνωστικού Τηλέμαχου. Σε χρόνια περασμένα
απ᾽ τους γονιούς σας δεν ακούσατε, παιδιά σαν ήστε ακόμα,
με πόση αγάπη στους πατέρες σας φερνόταν ο Οδυσσέας;
Ποτέ κανέναν δεν αδίκησε με λόγο γιά με πράξη, 690
καθώς το συνηθίζουν όλοι τους οι ισόθεοι βασιλιάδες,
που άλλον μισούν απ᾽ τους ανθρώπους τους και σ᾽ άλλο αγάπη δείχνουν.
Εκείνος ανομιά δεν έπραξε ποτέ του σε κανέναν.
Μα εσάς το φυσικό και τ᾽ άπρεπα ξεσκεπαστήκαν έργα!
Κάνεις καλό ― και πότε αργότερα σου το χρωστούνε χάρη;» 695
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, 620
δαιτυμόνες δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἴσαν θείου βασιλῆος.
οἱ δ᾽ ἦγον μὲν μῆλα, φέρον δ᾽ εὐήνορα οἶνον·
σῖτον δέ σφ᾽ ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι ἔπεμπον.
ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο,
μνηστῆρες δὲ πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο 625
δίσκοισιν τέρποντο καὶ αἰγανέῃσιν ἱέντες,
ἐν τυκτῷ δαπέδῳ, ὅθι περ πάρος, ὕβριν ἔχοντες.
Ἀντίνοος δὲ καθῆστο καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής,
ἀρχοὶ μνηστήρων, ἀρετῇ δ᾽ ἔσαν ἔξοχ᾽ ἄριστοι.
τοῖς δ᾽ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἐγγύθεν ἐλθὼν 630
Ἀντίνοον μύθοισιν ἀνειρόμενος προσέειπεν·
«Ἀντίνο᾽, ἦ ῥά τι ἴδμεν ἐνὶ φρεσὶν, ἦε καὶ οὐκί,
ὁππότε Τηλέμαχος νεῖτ᾽ ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος;
νῆά μοι οἴχετ᾽ ἄγων· ἐμὲ δὲ χρεὼ γίγνεται αὐτῆς
Ἤλιδ᾽ ἐς εὐρύχορον διαβήμεναι, ἔνθα μοι ἵπποι 635
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾽ ἡμίονοι ταλαεργοὶ
ἀδμῆτες· τῶν κέν τιν᾽ ἐλασσάμενος δαμασαίμην.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον· οὐ γὰρ ἔφαντο
ἐς Πύλον οἴχεσθαι Νηλήϊον, ἀλλά που αὐτοῦ
ἀγρῶν ἢ μήλοισι παρέμμεναι ἠὲ συβώτῃ. 640
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«νημερτές μοι ἔνισπε, πότ᾽ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ
κοῦροι ἕποντ᾽; Ἰθάκης ἐξαίρετοι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ
θῆτές τε δμῶές τε; δύναιτό κε καὶ τὸ τελέσσαι.
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ, 645
ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν,
ἦε ἑκών οἱ δῶκας, ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ.»
Τὸν δ᾽ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα·
«αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα· τί κεν ῥέξειε καὶ ἄλλος,
ὁππότ᾽ ἀνὴρ τοιοῦτος, ἔχων μελεδήματα θυμῷ, 650
αἰτίζῃ; χαλεπόν κεν ἀνήνασθαι δόσιν εἴη.
κοῦροι δ᾽ οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ᾽ ἡμέας,
οἵ οἱ ἕποντ᾽· ἐν δ᾽ ἀρχὸν ἐγὼ βαίνοντ᾽ ἐνόησα
Μέντορα, ἠὲ θεόν, τῷ δ᾽ αὐτῷ πάντα ἐῴκει.
ἀλλὰ τὸ θαυμάζω· ἴδον ἐνθάδε Μέντορα δῖον 655
χθιζὸν ὑπηοῖον. τότε δ᾽ ἔμβη νηῒ Πύλονδε.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς δώματα πατρός,
τοῖσιν δ᾽ ἀμφοτέροισιν ἀγάσσατο θυμὸς ἀγήνωρ.
μνηστῆρας δ᾽ ἄμυδις κάθισαν καὶ παῦσαν ἀέθλων.
τοῖσιν δ᾽ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός, 660
ἀχνύμενος· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι
πίμπλαντ᾽, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην·
«Ὢ πόποι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως ἐτελέσθη
Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε· φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι.
εἰ τοσσῶνδ᾽ ἀέκητι νέος πάϊς οἴχεται αὔτως, 665
νῆα ἐρυσσάμενος κρίνας τ᾽ ἀνὰ δῆμον ἀρίστους.
ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι· ἀλλά οἱ αὐτῷ
Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐμοὶ δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾽ ἑταίρους,
ὄφρα μιν αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω 670
ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,
ὡς ἂν ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται εἵνεκα πατρός.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾽ ἐκέλευον·
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος.
Οὐδ᾽ ἄρα Πηνελόπεια πολὺν χρόνον ἦεν ἄπυστος 675
μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον·
κῆρυξ γάρ οἱ εἶπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλὰς
αὐλῆς ἐκτὸς ἐών· οἱ δ᾽ ἔνδοθι μῆτιν ὕφαινον.
βῆ δ᾽ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα Πηνελοπείῃ·
τὸν δὲ κατ᾽ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια· 680
«Κῆρυξ, τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες ἀγαυοί;
ἦ εἰπέμεναι δμῳῇσιν Ὀδυσσῆος θείοιο
ἔργων παύσασθαι, σφίσι δ᾽ αὐτοῖς δαῖτα πένεσθαι;
μὴ μνηστεύσαντες μηδ᾽ ἄλλοθ᾽ ὁμιλήσαντες
ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν· 685
οἳ θάμ᾽ ἀγειρόμενοι βίοτον κατακείρετε πολλόν,
κτῆσιν Τηλεμάχοιο δαΐφρονος· οὐδέ τι πατρῶν
ὑμετέρων τὸ πρόσθεν ἀκούετε, παῖδες ἐόντες,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μεθ᾽ ὑμετέροισι τοκεῦσιν,
οὔτε τινὰ ῥέξας ἐξαίσιον οὔτε τι εἰπὼν 690
ἐν δήμῳ· ἥ τ᾽ ἐστὶ δίκη θείων βασιλήων·
ἄλλον κ᾽ ἐχθαίρῃσι βροτῶν, ἄλλον κε φιλοίη.
κεῖνος δ᾽ οὔ ποτε πάμπαν ἀτάσθαλον ἄνδρα ἐώργει.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ὑμέτερος θυμὸς καὶ ἀεικέα ἔργα
φαίνεται, οὐδέ τίς ἐστι χάρις μετόπισθ᾽ εὐεργέων.» 695