Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 11 στ. 593-640
Ακόμα αντίκρισα το Σίσυφο βαριά να τυραννιέται,
γιγάντιο ως με τα χέρια πάλευε ν᾽ ανακρατήσει βράχο·
γερά αντιστυλωμένος δούλευε με χέρια και με πόδια 595
και στο βουνό το βράχο ανέβαζε· μα την κορφή του ως ήταν
να ξεπεράσει πια, το βάρος του τον ξετραβούσε πίσω,
και πάλι ο βράχος ο ξαδιάντροπος κατρακυλούσε ως κάτω.
Κι αυτός αψαγωνιόταν κι έσπρωχνε, κι απ᾽ όλο το κορμί του
ο ιδρώτας έτρεχε, και τύλιγε την κεφαλή του η σκόνη. 600
Μπροστά μου κι ο Ηρακλής επρόβαλε ― τον ίσκιο του είδα μόνο,
τι ατός του ζει με τους αθάνατους θεούς και ξεφαντώνει·
γυναίκα του η Ήβη η λιγναστράγαλη, που η χρυσοσάνταλη Ήρα
στο Δία τον τρισμεγάλο εγέννησε· μα εδώ, στον Κάτω Κόσμο,
εκρώζαν οι νεκροί τρογύρα του σαν τα πουλιά που φεύγουν 605
σκιαγμένα δώθε κείθε· κι έστεκε σα μαύρη νύχτα εκείνος,
γυμνό κρατώντας το δοξάρι του, στην κόρδα τη σαγίτα,
με άγριες ματιές τρογύρα, ως νά ᾽θελε κάθε στιγμή να ρίξει·
και του σπαθιού γύρω απ᾽ τα στήθη του κρεμόταν ο λουρίσκος,
χρυσό κι όλο φοβέρα· απάνω του πλουμίδια, να σαστίζεις: 610
αρκούδες θώρειες κι αγριογούρουνα και σπιθομάτες λιόντες
και σκοτωμούς κι αντροπαλέματα και φόνους και πολέμους.
Τέτοιο λουρίκι με την τέχνη του που είχε ο τεχνίτης φτιάξει,
ποτέ ποτέ να μη δοκίμαζε παρόμοιο να πλουμίσει!
Κι εκείνος στη στιγμή με γνώρισε θωρώντας με μπροστά του, 615
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
“Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
ίδια και συ τραβάς, βαριόμοιρε, τρισάθλια μοίρα, βλέπω,
σαν που κι εγώ τραβούσα αδιάκοπα κάτω απ᾽ το φως του γήλιου!
Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, πατέρας μου, μα πέρασα τυράννια 620
αρίφνητα· σε αφέντη δούλεψα πολύ αχαμνότερό μου,
που μόχτους φοβερούς, αβάσταχτους με πρόσταζε να κάνω.
Με είχε κι εδώ σταλμένο κάποτε, τον σκύλο να του φέρω,
τι μόχτος πιο βαρύς, λογάριαζε, δε γίνεται από τούτον.
Ωστόσο εγώ του τον ανέβασα, τον έβγαλα απ᾽ τον Άδη, 625
τι ήταν ο Ερμής που μου παράστεκε κι η γλαυκομάτα Κόρη.”
Σαν είπε τούτα, πίσω εκίνησε, στον Άδη να διαγείρει·
μα εγώ κει πέρα αμετασάλευτος καθόμουν, μήπως έρθει
απ᾽ τους τρανούς ηρώους που εχάθηκαν παλιά κανείς ακόμα.
Να δω και τους παλιούς, ως ήθελα, μπορούσα, τον Πειρίθο 630
και το Θησέα, τους πολυξάκουστους υγιούς των αθανάτων,
αν ξάφνου δε μονοσυνάζουνταν νεκροί χιλιάδες γύρα
με άγριον αχό, που εμένα ολόχλωμη περέχυσε τρομάρα,
μπας κι απ᾽ τον Άδη κάτω η ρήγισσα μου στείλει Περσεφόνη
το άγριο παράλλαμα, το ανήμερο κεφάλι της Γοργόνας. 635
Τρέχω στο πλοίο, και μόλις έφτασα, προστάζω τους συντρόφους,
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα και στα ζυγά καθίσαν.
Σπρωγμένο απ᾽ τα κουπιά μας τ᾽ άρμενο, μετά από πρίμο αγέρι
καλοδεχούμενο, κατέβαινε του Ωκεανού το ρέμα. 640
Καὶ μὴν Σίσυφον εἶσεῖδον κρατέρ᾽ ἄλγε᾽ ἔχοντα,
λᾶαν βαστάζοντα πελώριον ἀμφοτέρῃσιν.
ἦ τοι ὁ μὲν σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε 595
λᾶαν ἄνω ὤθεσκε ποτὶ λόφον· ἀλλ᾽ ὅτε μέλλοι
ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ᾽ ἀποστρέψασκε κραταιΐς·
αὖτις ἔπειτα πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἂψ ὤσασκε τιταινόμενος, κατὰ δ᾽ ἱδρὼς
ἔρρεεν ἐκ μελέων, κονίη δ᾽ ἐκ κρατὸς ὀρώρει. 600
Τὸν δὲ μέτ᾽ εἰσενόησα βίην Ἡρακληείην,
εἴδωλον· αὐτὸς δὲ μετ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσι
τέρπεται ἐν θαλίῃς καὶ ἔχει καλλίσφυρον Ἥβην
παῖδα Διὸς μεγάλοιο καὶ Ἥρης χρυσοπεδίλου.
ἀμφὶ δέ μιν κλαγγὴ νεκύων ἦν οἰωνῶν ὥς, 605
πάντοσ᾽ ἀτυζομένων· ὁ δ᾽ ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς,
γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀϊστόν,
δεινὸν παπταίνων, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς.
σμερδαλέος δέ οἱ ἀμφὶ περὶ στήθεσσιν ἀορτὴρ
χρύσεος ἦν τελαμών, ἵνα θέσκελα ἔργα τέτυκτο, 610
ἄρκτοι τ᾽ ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες,
ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ᾽ ἀνδροκτασίαι τε.
μὴ τεχνησάμενος μηδ᾽ ἄλλο τι τεχνήσαιτο,
ὃς κεῖνον τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ.
ἔγνω δ᾽ αὐτίκα κεῖνος, ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσι, 615
καί μ᾽ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἆ δείλ᾽, ἦ τινὰ καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγῃλάζεις,
ὅν περ ἐγὼν ὀχέεσκον ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο.
Ζηνὸς μὲν πάϊς ἦα Κρονίονος, αὐτὰρ ὀϊζὺν 620
εἶχον ἀπειρεσίην· μάλα γὰρ πολὺ χείρονι φωτὶ
δεδμήμην, ὁ δέ μοι χαλεποὺς ἐπετέλλετ᾽ ἀέθλους.
καί ποτέ μ᾽ ἐνθάδ᾽ ἔπεμψε κύν᾽ ἄξοντ᾽· οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἄλλον
φράζετο τοῦδέ τί μοι χαλεπώτερον εἶναι ἄεθλον.
τὸν μὲν ἐγὼν ἀνένεικα καὶ ἤγαγον ἐξ Ἀΐδαο· 625
Ἑρμείας δέ μ᾽ ἔπεμπεν ἰδὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη.»
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη δόμον Ἄϊδος εἴσω,
αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μένον ἔμπεδον, εἴ τις ἔτ᾽ ἔλθοι
ἀνδρῶν ἡρώων, οἳ δὴ τὸ πρόσθεν ὄλοντο.
καί νύ κ᾽ ἔτι προτέρους ἴδον ἀνέρας, οὓς ἔθελόν περ· 630
Θησέα Πειρίθοόν τε, θεῶν ἐρικυδέα τέκνα·
ἀλλὰ πρὶν ἐπὶ ἔθνε᾽ ἀγείρετο μυρία νεκρῶν
ἠχῇ θεσπεσίῃ· ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει,
μή μοι Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου
ἐξ Ἄϊδος πέμψειεν ἀγαυὴ Περσεφόνεια. 635
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἐπὶ νῆα κιὼν ἐκέλευον ἑταίρους
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
τὴν δὲ κατ᾽ Ὠκεανὸν ποταμὸν φέρε κῦμα ῥόοιο,
πρῶτα μὲν εἰρεσίῃ, μετέπειτα δὲ κάλλιμος οὖρος. 640