Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 446-501
Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν
πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι.
Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια,
και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω
τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν· και κάτω απ᾽ του Οδυσσέα 450
την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους.
Πήραν μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια
και με νερό και με χιλιότρυπα τα πάστρευαν σφουγγάρια.
Μετά ο βουκόλος κι ο Τηλέμαχος κι ο θείος χοιροβοσκός τους
με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα στο στέριο αρχονταρίκι, 455
κι οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν όξω.
Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
τις δούλες σύραν όξω απ᾽ τ᾽ όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι,
και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη,
μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν. 460
Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο επήρε κι είπε:
«Όχι, σ᾽ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο ―
που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια
σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»
Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει 465
από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ᾽ αυτό το θόλο γύρα,
ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν.
Πώς όταν τσίχλες απλοφτέρουγες γιά περιστέρες θέλουν
να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κουρνιά τις δέχτη,
τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα ― 470
όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες
θελιά ειχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο,
και σπάραζαν με τα ποδάρια τους ― για λίγην ώρα μόνο.
Μετά και το Μελάνθιο τράβηξαν στην πόρτα του αντρωνίτη
μπροστά, μες στην αυλή, και με άσπλαχνο χαλκό τού κόψαν μύτη 475
κι αφτιά, κι όλο θυμό τού τσάκισαν τα χέρια και τα πόδια,
και τ᾽ αχαμνά του ξεριζώνοντας στους σκύλους τα πετάξαν,
για να τα φαν ωμά· κι ως τέλεψαν, χέρια και πόδια επλύναν
και στο παλάτι πίσω διάγειραν, τον Οδυσσέα να σμίξουν.
Κι εκείνος στην Ευρύκλεια μίλησε, την μπιστεμένη βάγια: 480
«Φέρε μου θειάφι εδώ, γερόντισσα, που το κακό ξορκίζει,
και φέρε και φωτιά, την κάμαρα τρογύρα να θειαφίσω.
Και συ την Πηνελόπη φώναξε να ᾽ρθεί, μαζί κι οι βάγιες,
κι όλες τις δούλες στο παλάτι μου ξεσήκωσέ τις νά ᾽ρθουν.»
Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε: 485
«Παιδί μου, τούτα που μολόγησες σωστά και δίκια ειν᾽ όλα,
μα να σου φέρω πρώτα πρόσμενε χλαμύδα και χιτώνα·
έτσι, μες στο ίδιο το παλάτι σου μη στέκεις, με κουρέλια
τους φαρδιούς ώμους σου σκεπάζοντας· ντροπή μεγάλη θά ᾽ταν!»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος απηλογήθη κι είπε: 490
«Φωτιά πιο πρώτα να μου ανάψουνε στον αντρωνίτη θέλω!»
Είπε, κι η βάγια Ευρύκλεια σύγκλινε στου αφέντη της το λόγο·
φωτιά και θειάφι αμέσως έφερε, και θειάφιζε ο Οδυσσέας,
το αρχονταρίκι πρώτα κι έπειτα κι αυλή και τ᾽ άλλο σπίτι.
Κι εδιάβη η Ευρύκλεια μέσα απ᾽ τ᾽ όμορφο παλάτι του Οδυσσέα, 495
στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει νά ᾽ρθουν.
Κι αυτές, ως βγήκαν απ᾽ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια,
στον Οδυσσέα τρογύρα εχύθηκαν καλωσορίζοντάς τον·
κι όπως φιλούσαν το κεφάλι του με αγάπη και τους ώμους,
τα χέρια σφίγγοντάς του, ολόγλυκος τον πήρε εκείνον πόθος 500
για κλάματα και βόγγους, τι όλες τους τις γνώριζε η καρδιά του.
Ὣς ἔφαθ᾽, αἱ δὲ γυναῖκες ἀολλέες ἦλθον ἅπασαι,
αἴν᾽ ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι.
πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας,
κὰδ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς,
ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι· σήμαινε δ᾽ Ὀδυσσεὺς 450
αὐτὸς ἐπισπέρχων· ταὶ δ᾽ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον.
αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης
λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο 455
ξῦον· ταὶ δ᾽ ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο,
δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι. 460
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἄρχ᾽ ἀγορεύειν·
«μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην
τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ᾽ ὀνείδεα χεῦαν
μητέρι θ᾽ ἡμετέρῃ, παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο 465
κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο,
ὑψόσ᾽ ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι
ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ᾽ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ,
αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ᾽ ὑπεδέξατο κοῖτος, 470
ὣς αἵ γ᾽ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις
δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν.
ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, οὔ τι μάλα δήν.
Ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν·
τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ 475
τάμνον, μήδεά τ᾽ ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι,
χεῖράς τ᾽ ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ.
Οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε
εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον·
αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν· 480
«οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ,
ὄφρα θεειώσω μέγαρον· σὺ δὲ Πηνελόπειαν
ἐλθεῖν ἐνθάδ᾽ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
πάσας δ᾽ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια· 485
«ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἐνείκω,
μηδ᾽ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους
ἔσταθ᾽ ἐνὶ μεγάροισι· νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 490
«πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
ἤνεικεν δ᾽ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον, αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.
Γρηῢς δ᾽ αὖτ᾽ ἀπέβη διὰ δώματα κάλ᾽ Ὀδυσῆος 495
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι·
αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἀμφεχέοντο καὶ ἠσπάζοντ᾽ Ὀδυσῆα,
καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους
χεῖράς τ᾽ αἰνύμεναι· τὸν δὲ γλυκὺς ἵμερος ᾕρει 500
κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆς, γίγνωσκε δ᾽ ἄρα φρεσὶ πάσας.