Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 541-606
Στα λόγια αυτά με ορμή ο Τηλέμαχος φταρνίστη, και το σπίτι
γύρω αντιλάλησε άγρια· γέλασε κι η Πηνελόπη τότε,
γυρνάει στον Εύμαιο κι ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Τρέχα, τον ξένο φώναξέ μου τον, εδώ μπροστά μου νά ᾽ρθει·
δεν είδες τώρα πώς φταρνίστηκε στα λόγια που είπα ο γιος μου; 545
Για τούτο λέω πως θά ᾽βρει ανέσφαλτος ο Χάρος τους μνηστήρες
όλους! Τη μοίρα και το θάνατο δε θα γλιτώσει ούτ᾽ ένας.
Πάνω σ᾽ αυτά κάτι άλλο θά ᾽λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾽ το·
αν καταλάβω πως μιλώντας μου μονάχα αλήθειες είπε,
θα πω να του χαρίσουν όμορφη χλαμύδα και χιτώνα.» 550
Κι ο θείος χοιροβοσκός, σαν άκουσε την προσταγή της, τρέχει
στον Οδυσσέα και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Πατέρα, ξένε, τώρα η φρόνιμη σε κράζει Πηνελόπη
να πας, η μάνα του Τηλέμαχου· την έσπρωξε η καρδιά της
να σε ρωτήσει για τον άντρα της, και τόσα πού ᾽χει σύρει. 555
Κι αν καταλάβει πως μιλώντας της μονάχα αλήθειες είπες,
χλαμύδα και χιτώνα δώρο της θα πάρεις λέει· και τά ᾽χεις
ανάγκη! Για ψωμί ζητιάνεψε γυρνώντας μες στη χώρα,
για να χορτάσεις· όποιος άνθρωπος θελήσει, θα σου δώκει.»
Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας: 560
«Την πάσα αλήθεια εγώ στη φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
την Πηνελόπη, τώρα θά ᾽λεγα, χωρίς καιρό να χάσω·
τα ξέρω τα δικά του, σύραμε κι οι δυο τυράννια τόσα!
Μα τρέμω τους πολλούς κακότροπους μνηστήρες, τι έχει φτάσει
η αδιαντροπιά κι η κακοσύνη τους στα σιδερένια ουράνια! 565
Και τώρα ακόμα που τριγύριζα το αρχονταρίκι, εκείνος
με αφάνισε του πόνου ρίχνοντας, χωρίς να τον πειράξω,
κι ούτε ο Τηλέμαχος μου στάθηκε κι ουδέ κανένας άλλος.
Γι᾽ αυτό στην Πηνελόπη μήνυσε, κι ας έχει βιάση τόση,
στην κάμαρά της με το λιόγερμα να με προσμένει, αν θέλει· 570
κι ας με ρωτήσει για τον άντρα της, το πότε θα γυρίσει,
καθίζοντάς με πλάι στο τζάκι της· φορώ μαθές κουρέλια·
στα πόδια τα δικά σου πρόσπεσα πιο πριν και το κατέχεις.»
Κι ο θείος χοιροβοσκός, σαν άκουσε τα λόγια αυτά, γυρίζει,
μα το κατώφλι μόλις διάβηκε, του κράζει η Πηνελόπη: 575
«Εύμαιε, γιατί δε μου τον έφερες; σαν τί στοχάστη ο νους του;
ποιός τον φοβέρισε και τρόμαξε; Γιά από ντροπή δε θέλει
να τριγυρνάει στο σπίτι; Είναι άσκημο να ντρέπεται ο ζητιάνος.»
Εύμαιε, και συ γυρνώντας έπειτα, χοιροβοσκέ, της είπες:
«Πολύ σωστά μιλάει· θα τό ᾽βαζε στο νου του κι όποιος άλλος· 580
λέει να ξεφύγει τους αράθυμους, ξαδιάντροπους μνηστήρες·
γι᾽ αυτό μηνάει μετά το λιόγερμα να τον προσμένεις νά ᾽ρθει.
Πολύ καλύτερο, βασίλισσα, και για την ίδια εσένα,
μόνη στον ξένο αν πεις το λόγο σου κι ακούσεις το δικό του.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε: 585
«Κουτός δεν είναι ο ξένος· τό ᾽νιωσε μαθές τί θα γινόταν·
τι άλλοι σαν τούτους λέω δε βρίσκουνται στον κόσμον όλο μέσα
δουλειές κακές να κλώθουν, άνομες, στην τόσην αδικιά τους.»
Έτσι μιλούσε εκείνη, κι έφυγε για των μνηστήρων πίσω
ο θείος χοιροβοσκός τη μαζώξη, σαν πια της τά ᾽πεν όλα· 590
κι έσκυψε αμέσως στον Τηλέμαχο την κεφαλή, οι μνηστήρες
να μην ακούσουν, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια κι είπε:
«Εγώ, καλέ μου, πάω τους χοίρους μας και κείνα να φυλάξω,
το βιος σου και το βιος μου· γνοιάσου τα τα εδώ κι εσύ ως την άκρα.
Τον ίδιο ατό σου πρώτα φύλαγε· μπορεί πολλά να πάθεις, 595
το νου σου! Αργίτες πλήθος βρίσκουνται που θέλουν το χαμό σου.
Νά ᾽ταν ο Δίας να τους αφάνιζε, πριχού κακό μάς κάνουν!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Καλά, παππούλη! Ωστόσο πρόσμενε πιο πριν να δειλινίσεις·
κι ως φέξει, εδώ ξανάρχου φέρνοντας παχιά σφαχτά, να φάμε. 600
Τ᾽ άλλα εδώ πέρα εγώ κι οι αθάνατοι θεοί θα τα γνοιαστούμε.»
Είπε, κι εκείνος ξανακάθισε στο μαγλινό σκαμνί του·
και πια με το φαγί σα φράθηκε και το πιοτό η καρδιά του,
κινούσε για τους χοίρους, κι άφηνε κι αυλή κι αρχονταρίκι
γεμάτα ανθρώπους που ξεφάντωναν· χορεύαν, τραγουδούσαν 605
οι χαροκόποι· πια σουρούπωνε μαθές κι η νύχτα ερχόταν.
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ μέγ᾽ ἔπταρεν, ἀμφὶ δὲ δῶμα
σμερδαλέον κονάβησε· γέλασσε δὲ Πηνελόπεια,
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἔρχεό μοι, τὸν ξεῖνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον.
οὐχ ὁράᾳς, ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσι; 545
τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο
πᾶσι μάλ᾽, οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
αἴ κ᾽ αὐτὸν γνώω νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποντα,
ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά.» 550
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ξεῖνε πάτερ, καλέει σε περίφρων Πηνελόπεια,
μήτηρ Τηλεμάχοιο· μεταλλῆσαί τί ἑ θυμὸς
ἀμφὶ πόσει κέλεται, καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ. 555
εἰ δέ κέ σε γνώῃ νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποντα,
ἕσσει σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, τῶν σὺ μάλιστα
χρηΐζεις· σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον
γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς· 560
«Εὔμαι᾽, αἶψά κ᾽ ἐγὼ νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποιμι
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ·
οἶδα γὰρ εὖ περὶ κείνου, ὁμὴν δ᾽ ἀνεδέγμεθ᾽ ὀϊζύν.
ἀλλὰ μνηστήρων χαλεπῶν ὑποδείδι᾽ ὅμιλον,
τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει. 565
καὶ γὰρ νῦν, ὅτε μ᾽ οὗτος ἀνὴρ κατὰ δῶμα κιόντα
οὔ τι κακὸν ῥέξαντα βαλὼν ὀδύνῃσιν ἔδωκεν,
οὔτε τι Τηλέμαχος τό γ᾽ ἐπήρκεσεν οὔτε τις ἄλλος.
τῷ νῦν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν ἄνωχθι
μεῖναι, ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα· 570
καὶ τότε μ᾽ εἰρέσθω πόσιος πέρι νόστιμον ἦμαρ,
ἀσσοτέρω καθίσασα παραὶ πυρί· εἵματα γάρ τοι
λύγρ᾽ ἔχω· οἶσθα καὶ αὐτός, ἐπεί σε πρῶθ᾽ ἱκέτευσα.»
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσε.
τὸν δ᾽ ὑπὲρ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια· 575
«οὐ σύ γ᾽ ἄγεις, Εὔμαιε; τί τοῦτ᾽ ἐνόησεν ἀλήτης;
ἦ τινά που δείσας ἐξαίσιον ἦε καὶ ἄλλως
αἰδεῖται κατὰ δῶμα; κακὸς δ᾽ αἰδοῖος ἀλήτης.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ἅ πέρ κ᾽ οἴοιτο καὶ ἄλλος, 580
ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων.
ἀλλά σε μεῖναι ἄνωγεν ἐς ἠέλιον καταδύντα.
καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾽ αὐτῇ πολὺ κάλλιον, ὦ βασίλεια,
οἴην πρὸς ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ᾽ ἐπακοῦσαι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια· 585
«οὐκ ἄφρων ὁ ξεῖνος ὀΐεται, ὥς περ ἂν εἴη·
οὐ γάρ πώ τινες ὧδε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ἀνέρες ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς ἀγόρευεν, ὁ δ᾽ οἴχετο δῖος ὑφορβὸς
μνηστήρων ἐς ὅμιλον, ἐπεὶ διεπέφραδε πάντα. 590
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα,
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾽ οἱ ἄλλοι·
«ὦ φίλ᾽, ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων,
σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον· σοὶ δ᾽ ἐνθάδε πάντα μελόντων.
αὐτὸν μὲν σὲ πρῶτα σάω, καὶ φράζεο θυμῷ 595
μή τι πάθῃς· πολλοὶ δὲ κακὰ φρονέουσιν Ἀχαιῶν,
τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε πρὶν ἡμῖν πῆμα γενέσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἔσσεται οὕτως, ἄττα· σὺ δ᾽ ἔρχεο δειελιήσας·
ἠῶθεν δ᾽ ἰέναι καὶ ἄγειν ἱερήϊα καλά· 600
αὐτὰρ ἐμοὶ τάδε πάντα καὶ ἀθανάτοισι μελήσει.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὖτις ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐϋξέστου ἐπὶ δίφρου,
πλησάμενος δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μεθ᾽ ὕας, λίπε δ᾽ ἕρκεά τε μέγαρόν τε
πλεῖον δαιτυμόνων· οἱ δ᾽ ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ 605
τέρποντ᾽· ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ.