Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 493-557
Σαν είπαν τούτα συναλλήλως τους, απόγειραν στον ύπνο,
όχι πολληώρα, τι η καλόθρονη πρόβαλε Αυγή σε λίγο.
Του Τηλεμάχου ωστόσο οι σύντροφοι, φτασμένοι στο νησί τους, 495
μαϊνάραν τα πανιά και πλάγιασαν με βιάση το κατάρτι,
και τα κουπιά στα χέρια παίρνοντας στο αραξοβόλι εφτάσαν.
Όξω πετούν τις αγκυρόπετρες και την πρυμάτσα δένουν,
όξω πηδούν κι αυτοί στο ακρόγιαλο, και πήραν να συντάζουν
γοργά το γιόμα και φλογόμαυρο κρασί να συγκερνούνε. 500
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
κίνησε πρώτος ο Τηλέμαχος ο γνωστικός το λόγο:
«Εσείς να πάτε τώρα λάμνοντας στο κάστρο το καράβι,
κι ωστόσο εγώ για τα χωράφια μας κινώ και τους βοσκούς μας,
κι ως δω τα χτήματά μου, σούρουπο θα κατεβώ στη χώρα. 505
Και ξημερώνοντας για αντίμεμα του ταξιδιού θα στρώσω
τραπέζι, κρέατα και γλυκόπιοτο κρασί, να καλοφάτε.»
Και τού ᾽πε τότε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
«Κι εγώ, παιδί μου, πού, γιά λέγε μου, να πάω; σε τίνος σπίτι
να σύρω, απ᾽ όσους την πετρόχαρη τρογύρα Ιθάκη ορίζουν; 510
Γιά και να πάω γραμμή στη μάνα σου και στο δικό σου σπίτι;»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Άλλους καιρούς εγώ στο σπίτι μας θα σε καλνούσα· βρίσκει
σε μας ο ξένος καλοπέραση· μα όπως εγώ θα λείπω,
πώς να σου αρέσει; κι η μητέρα μου δε θα σε ιδεί καθόλου· 515
με τους μνηστήρες στο παλάτι μας να τριγυρνάει δε θέλει,
μόνο στο ανώι μακριά τους κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει.
Σε κάποιον άλλο εγώ θα σού ᾽λεγα να πας, στον παινεμένο
Ευρύμαχο, το γιο του Πόλυβου του καστροπολεμάρχου,
που σα θεό τον βλέπουν όλοι τους μες στην Ιθάκη τώρα. 520
Είναι κι ο πιο τρανός μας άρχοντας και πιο γυρεύει απ᾽ όλους
ν᾽ ανέβει, παίρνοντας τη μάνα μου, στο θρόνο του Οδυσσέα.
Μα μόνο ο ολύμπιος Δίας που κάθεται ψηλά στα αιθέρια πλάτη
το ξέρει, αν δεν πλακώσει απάνω τους χαμός αντίς το γάμο.»
Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι, 525
του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα εκράτει
και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της,
αναμεσός απ᾽ τον Τηλέμαχο και τ᾽ άρμενο, στο χώμα.
Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους,
το χέρι τού ᾽σφιξε, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε: 530
«Με δίχως των θεών το θέλημα δεξιά δεν ήρθε τ᾽ όρνιο·
ως τό ᾽δα, τό ᾽νιωσα, Τηλέμαχε, σημαδιακό πως είναι!
Άλλη γενιά βασιλικότερη δεν έχει απ᾽ τη δικιά σας
μες στην Ιθάκη· σεις τη δύναμη για πάντα θα κρατάτε!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει: 535
«Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγεί ως την άκρη!
Θά ᾽βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν
δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.»
Σαν είπε αυτά, στον Πείραιο μίλησε, τον γκαρδιακό του ακράνη:
«Πείραιε, του Κλύτιου υγιέ, στη γνώμη μου κανένας δε συγκλίνει 540
σαν όσο εσύ από τους συντρόφους μου που ακλούθηξαν στην Πύλο.
Έλα και τώρα, πάρε σπίτι σου για χάρη μου τον ξένο
και καλοσκάμνιζέ τον, τίμα τον, ως να γυρίσω πίσω.»
Κι ο Πείραιος, ο τρανός πολέμαρχος, του απηλογήθη κι είπε:
«Μακάρι νά ᾽μενες, Τηλέμαχε, πολύν καιρό εδώ πέρα· 545
θα τον γνοιαστώ τον ξένο, τίποτα δεν είναι να του λείψει.»
Είπε, και στ᾽ άρμενο ανεβαίνοντας προστάζει τους συντρόφους,
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες·
μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα και στα ζυγά εκαθίσαν.
Τα ώρια σαντάλια κι ο Τηλέμαχος φορεί στα δυο του πόδια 550
και το γερό κοντάρι του άρπαξε το καλοακονισμένο
απ᾽ την κουβέρτα· κι οι άλλοι σύντροφοι τα παλαμάρια ελύσαν·
κι όπως τους πρόσταξε ο Τηλέμαχος, του αρχοντικού Οδυσσέα
ο ακριβογιός, επήραν κι έλαμναν τραβώντας για τη χώρα.
Κι εκείνος με ποδάρια γρήγορα στη μάντρα φτάνει, οπού ᾽χε 555
τους μύριους χοίρους, κι ο καλόγνωμος εκεί χοιροβοσκός τους
από την έγνοια στων ρηγάδων του το βιος κοιμόταν πάντα.
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,
καδδραθέτην δ᾽ οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μίνυνθα·
αἶψα γὰρ Ἠὼς ἦλθεν ἐΰθρονος. οἱ δ᾽ ἐπὶ χέρσου 495
Τηλεμάχου ἕταροι λύον ἱστία, κὰδ δ᾽ ἕλον ἱστὸν
καρπαλίμως, τὴν δ᾽ εἰς ὅρμον προέρεσσαν ἐρετμοῖς.
ἐκ δ᾽ εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔδησαν·
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης,
δεῖπνόν τ᾽ ἐντύνοντο κερῶντό τε αἴθοπα οἶνον. 500
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἄρχετο μύθων·
«ὑμεῖς μὲν νῦν ἄστυδ᾽ ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν,
αὐτὰρ ἐγὼν ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας·
ἑσπέριος δ᾽ ἐς ἄστυ ἰδὼν ἐμὰ ἔργα κάτειμι. 505
ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην,
δαῖτ᾽ ἀγαθὴν κρειῶν τε καὶ οἴνου ἡδυπότοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«πῇ γὰρ ἐγώ, φίλε τέκνον, ἴω; τεῦ δώμαθ᾽ ἵκωμαι
ἀνδρῶν οἳ κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν; 510
ἦ ἰθὺς σῆς μητρὸς ἴω καὶ σοῖο δόμοιο;»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἄλλως μέν σ᾽ ἂν ἐγώ γε καὶ ἡμέτερόνδε κελοίμην
ἔρχεσθ᾽· οὐ γάρ τι ξενίων ποθή· ἀλλὰ σοὶ αὐτῷ
χεῖρον, ἐπεί τοι ἐγὼ μὲν ἀπέσσομαι, οὐδέ σε μήτηρ 515
ὄψεται· οὐ μὲν γάρ τι θαμὰ μνηστῆρσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
φαίνεται, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῶν ὑπερωΐῳ ἱστὸν ὑφαίνει.
ἀλλά τοι ἄλλον φῶτα πιφαύσκομαι, ὅν κεν ἵκοιο,
Εὐρύμαχον, Πολύβοιο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
τὸν νῦν ἶσα θεῷ Ἰθακήσιοι εἰσορόωσι· 520
καὶ γὰρ πολλὸν ἄριστος ἀνὴρ μέμονέν τε μάλιστα
μητέρ᾽ ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν,
ἀλλὰ τά γε Ζεὺς οἶδεν Ὀλύμπιος, αἰθέρι ναίων,
εἴ κέ σφιν πρὸ γάμοιο τελευτήσει κακὸν ἦμαρ.»
Ὣς ἄρα οἱ εἰπόντι ἐπέπτατο δεξιὸς ὄρνις, 525
κίρκος, Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος· ἐν δὲ πόδεσσι
τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε
μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
τὸν δὲ Θεοκλύμενος ἑτάρων ἀπονόσφι καλέσσας
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε· 530
«Τηλέμαχ᾽, οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις·
ἔγνων γάρ μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα.
ὑμετέρου δ᾽ οὐκ ἔστι γένεος βασιλεύτερον ἄλλο
ἐν δήμῳ Ἰθάκης, ἀλλ᾽ ὑμεῖς καρτεροὶ αἰεί.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 535
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.»
Ἦ καὶ Πείραιον προσεφώνεε, πιστὸν ἑταῖρον·
«Πείραιε Κλυτίδη, σὺ δέ μοι τά περ ἄλλα μάλιστα 540
πείθῃ ἐμῶν ἑτάρων, οἵ μοι Πύλον εἰς ἅμ᾽ ἕποντο·
καὶ νῦν μοι τὸν ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι σοῖσιν
ἐνδυκέως φιλέειν καὶ τιέμεν, εἰς ὅ κεν ἔλθω.»
Τὸν δ᾽ αὖ Πείραιος δουρικλυτὸς ἀντίον ηὔδα·
«Τηλέμαχ᾽, εἰ γάρ κεν σὺ πολὺν χρόνον ἐνθάδε μίμνοις, 545
τόνδε τ᾽ ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποθὴ ἔσται.»
Ὣς εἰπὼν ἐπὶ νηὸς ἔβη, ἐκέλευσε δ᾽ ἑταίρους
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
Τηλέμαχος δ᾽ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, 550
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
νηὸς ἀπ᾽ ἰκριόφιν· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν.
οἱ μὲν ἀνώσαντες πλέον ἐς πόλιν, ὡς ἐκέλευσε
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο·
τὸν δ᾽ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον, ὄφρ᾽ ἵκετ᾽ αὐλήν, 555
ἔνθα οἱ ἦσαν ὕες μάλα μυρίαι, ᾗσι συβώτης
ἐσθλὸς ἐὼν ἐνίαυεν, ἀνάκτεσιν ἤπια εἰδώς.