Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 11 στ. 541-592
Των άλλων των νεκρών που εχάθηκαν στέκονταν πικραμένες
μπρος μου οι ψυχές, και για τις έγνοιες της η καθεμιά ρωτούσε·
και μοναχά του Αίαντα απόμερα, του γιου του Τελαμώνα,
στεκόταν, άπαυτα χολιάζοντας μαζί μου για τη νίκη,
πού ᾽χα νικήσει στα καράβια μας στην κρίση πού ᾽χε ορίσει 545
η Θέτη η σεβαστή για τ᾽ άρματα του γιου της, τίνος νά ᾽ναι·
κι ήταν των Τρώων οι γιοι που εδίκασαν μαζί με την Παλλάδα.
Αχ, να γινόταν να μην κέρδιζα τέτοιο βραβείο ποτέ μου!
τι η γης απ᾽ αφορμή τους σκέπασε τρανό αντρειωμένο τότε,
τον Αίαντα, πρώτος που ξεχώριζε σ᾽ αντρειά και κάλλη απ᾽ όλους 550
τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα.
Γυρνώντας τότε με γλυκόλογα του μίλησα και τού ᾽πα:
“Αίαντα, γιε αντρειωμένε του άψεγου του Τελαμώνα, αλήθεια
μαζί μου το θυμό για τ᾽ άρματα δεν ξέχασες ακόμα
―ανάθεμά τα― και που πέθανες; Τα βάλαν για κακό μας 555
οι αθάνατοι, τι αλήθεια εχάσαμε τον πύργο μας, κι οι Αργίτες
νεκρόν αλάγιαστα σε κλαίγαμε, καθώς και του Πηλέα
το γιο, τον Αχιλλέα, θρηνήσαμε. Δε φταίει κανένας άλλος,
μονάχα ο Δίας, των κονταρόχαρων των Δαναών το ασκέρι
που τόσο οχτρεύτη, και θανάτωσε και σένα. Αχ, έλα τώρα, 560
ρήγα τρανέ, κι εσύ τα λόγια μου ν᾽ ακούσεις, τη φωνή μου,
την πέρφανη καρδιά δαμάζοντας και τον τρανό θυμό σου.”
Είπα, μα αυτός δεν αποκρίθηκε μια λέξη καν, μονάχα
με τις ψυχές των άλλων κίνησε νεκρών για το σκοτάδι.
Μα θα μιλούσε, και που χόλιαζε, γιά εγώ θα του μιλούσα, 565
αν την καρδιά βαθιά στα στήθη μου δεν έπιανε η λαχτάρα
κι άλλων νεκρών ψυχές που εχάθηκαν τα μάτια μου να ιδούνε.
Είδα το Μίνωα τον περίλαμπρο, του Δία το γιο, στο χέρι
νά ᾽χει χρυσό ραβδί, να κάθεται και τους νεκρούς να κρίνει·
κι εκείνοι, ολόρθοι γιά καθούμενοι, το δίκιο τους ζητούσαν 570
από το ρήγα, στο πλατύπορτο παλάτι του Άδη μέσα.
Ακόμα τον Ωρίωνα αντίκρισα το γίγαντα, να στρώνει
μπροστά τ᾽ αγρίμια κυνηγώντας τα στο ασφοδελό λιβάδι,
όσά ᾽χε στη ζωή, σε απάτητα βουνά, σκοτώσει ατός του,
χαλκό κρατώντας, πάντα ασύντριφτο, στα χέρια απελατίκι. 575
Το γιο της Γης της πολυδόξαστης, τον Τιτυό, ειδα ακόμα,
στρέμματα εννιά να πιάνει, ως βρίσκουνταν στο χώμα ξαπλωμένος·
δεξόζερβα δυο αγιούπες έστεκαν και τού ᾽τρωγαν το σκώτι
μέσ᾽ απ᾽ τη σκέπη, κι ουδέ σάλευε τα χέρια να τους διώξει·
τι ως διάβαινε η Λητώ, η συγκόρμισσα του Δία, τον Πανοπέα 580
για τους Δελφούς τραβώντας, πάνω της χέρι ειχε απλώσει εκείνος.
Ακόμα αντίκρισα τον Τάνταλο βαριά να τυραννιέται
σε λίμνη μέσα ορθός, που τού ᾽φτανε στα γένεια· διψασμένος
τον έβλεπες να πιει που γύρευε νερό, μα δε μπορούσε·
τι κάθε πού ᾽σκυβεν ο γέροντας να πιει λαχταρισμένος, 585
τραβιόταν το νερό και χάνουνταν, και του βυθού μπροστά του
από βουλή θεού κατάξερη τη μαύρη γης εθώρειε.
Κι ήταν και δέντρα αψηλοφούντωτα, που εγέρναν τον καρπό τους
απάνω του· αχλαδιές, χρυσόκαρπες μηλιές, ρογδιές θωρούσες,
θωρούσες και συκιές μελόγλυκες κι ελιές δροσιά γεμάτες. 590
Μα κάθε που άπλωνεν ο γέροντας τα χέρια να τα πιάσει,
ξεσήκωνε τους κλώνους ο άνεμος ως τα ισκιωμένα νέφη.
Αἱ δ᾽ ἄλλαι ψυχαὶ νεκύων κατατεθνηώτων
ἕστασαν ἀχνύμεναι, εἴροντο δὲ κήδε᾽ ἑκάστη.
οἴη δ᾽ Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο
νόσφιν ἀφεστήκει, κεχολωμένη εἵνεκα νίκης,
τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ νηυσὶ 545
τεύχεσιν ἀμφ᾽ Ἀχιλῆος· ἔθηκε δὲ πότνια μήτηρ.
παῖδες δὲ Τρώων δίκασαν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη.
ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν τοιῷδ᾽ ἐπ᾽ ἀέθλῳ·
τοίην γὰρ κεφαλὴν ἕνεκ᾽ αὐτῶν γαῖα κατέσχεν,
Αἴανθ᾽, ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο 550
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα.
τὸν μὲν ἐγὼν ἐπέεσσι προσηύδων μειλιχίοισιν·
«Αἶαν, παῖ Τελαμῶνος ἀμύμονος, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες
οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι ἐμοὶ χόλου εἵνεκα τευχέων
οὐλομένων; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι, 555
τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο· σεῖο δ᾽ Ἀχαιοὶ
ἶσον Ἀχιλλῆος κεφαλῇ Πηληϊάδαο
ἀχνύμεθα φθιμένοιο διαμπερές· οὐδέ τις ἄλλος
αἴτιος, ἀλλὰ Ζεὺς Δαναῶν στρατὸν αἰχμητάων
ἐκπάγλως ἔχθαιρε, τεῒν δ᾽ ἐπὶ μοῖραν ἔθηκεν. 560
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, ἄναξ, ἵν᾽ ἔπος καὶ μῦθον ἀκούσῃς
ἡμέτερον· δάμασον δὲ μένος καὶ ἀγήνορα θυμόν.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβετο, βῆ δὲ μετ᾽ ἄλλας
ψυχὰς εἰς Ἔρεβος νεκύων κατατεθνηώτων.
ἔνθα χ᾽ ὁμῶς προσέφη κεχολωμένος, ἤ κεν ἐγὼ τόν· 565
ἀλλά μοι ἤθελε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
τῶν ἄλλων ψυχὰς ἰδέειν κατατεθνηώτων.
Ἔνθ᾽ ἦ τοι Μίνωα ἴδον, Διὸς ἀγλαὸν υἱόν,
χρύσεον σκῆπτρον ἔχοντα, θεμιστεύοντα νέκυσσιν,
ἥμενον· οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο ἄνακτα, 570
ἥμενοι ἑσταότες τε, κατ᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
Τὸν δὲ μέτ᾽ Ὠρίωνα πελώριον εἰσενόησα
θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα κατ᾽ ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
τοὺς αὐτὸς κατέπεφνεν ἐν οἰοπόλοισιν ὄρεσσι,
χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον, αἰὲν ἀαγές. 575
Καὶ Τιτυὸν εἶδον, Γαίης ἐρικυδέος υἱόν,
κείμενον ἐν δαπέδῳ· ὁ δ᾽ ἐπ᾽ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα,
γῦπε δέ μιν ἑκάτερθε παρημένω ἧπαρ ἔκειρον,
δέρτρον ἔσω δύνοντες· ὁ δ᾽ οὐκ ἀπαμύνετο χερσί·
Λητὼ γὰρ ἕλκησε, Διὸς κυδρὴν παράκοιτιν, 580
Πυθώδ᾽ ἐρχομένην διὰ καλλιχόρου Πανοπῆος.
Καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον χαλέπ᾽ ἄλγε᾽ ἔχοντα,
ἑσταότ᾽ ἐν λίμνῃ· ἡ δὲ προσέπλαζε γενείῳ·
στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ᾽ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι·
ὁσσάκι γὰρ κύψει᾽ ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων, 585
τοσσάχ᾽ ὕδωρ ἀπολέσκετ᾽ ἀναβροχέν, ἀμφὶ δὲ ποσσὶ
γαῖα μέλαινα φάνεσκε, καταζήνασκε δὲ δαίμων.
δένδρεα δ᾽ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν,
ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι
συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι· 590
τῶν ὁπότ᾽ ἰθύσει᾽ ὁ γέρων ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι,
τὰς δ᾽ ἄνεμος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα.