Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 9 στ. 500-566
Τέτοια μού λέγαν, μα την πέρφανη δε λύγιζαν καρδιά μου, 500
μόν᾽ άλλη μια φορά τού φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
“Απ᾽ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιός σού ᾽κανε άσκημη και σού ᾽βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης
γιος του Λαέρτη, και το σπίτι του θα τό ᾽βρει στην Ιθάκη!” 505
Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μού απηλογήθη:
“Αλί μου, τα παλιά μοιρόγραφτα με βρίσκουν όλα τώρα!
Ζούσε ένας μαντολόγος όμορφος, τρανός στα μέρη τούτα,
κι ήταν υγιός του Ευρύμου, ο Τήλεμος, στη μαντοσύνη ο πρώτος,
που εδώ μαντολογώντας γέρασε, στη χώρα των Κυκλώπων· 510
αυτός και τούτα μού προφήτεψε πως θα γενούν μια μέρα,
απ᾽ του Οδυσσέα τα χέρια κάποτε πως θά ᾽χανα το φως μου.
Μα πάντα εγώ εναν άντρα πρόσμενα να φτάνει στο νησί μας
κι όμορφος νά ᾽ναι κι αψηλόκορμος, περίσσια αντρειά ζωσμένος·
και τώρα ετούτος ο κοντούτσικος, ο ψόφιος, ο χαμένος, 515
το μάτι μού ᾽βγαλε, θολώνοντας με το κρασί το νου μου!
Μα έλα, Οδυσσέα, κοντά μου γύρισε, να σε φιλοκονέψω
και να γυρέψω καλοστράτισμα για σε απ᾽ τον Κοσμοσείστη,
που πέτεται πως είναι κύρης μου, κι εγώ πως είμαι γιος του.
Αυτός, αν τό ᾽θελε, θα μέ ᾽γιαινε ― κανένας άλλος όμως 520
απ᾽ τους τρισμάκαρους αθάνατους και τους θνητούς ανθρώπους.”
Σαν είπε τούτα, εγώ του φώναξα κι απηλογιά τού δίνω:
“Μακάρι να μπορούσα νά ᾽παιρνα και τη ζωή σου τώρα,
στον Κάτω Κόσμο να κατέβαινες νεκρός, ως είναι αλήθεια
πως δεν το γιαίνει πια το μάτι σου μηδέ κι ο Κοσμοσείστης!” 525
Έτσι μιλούσα· εκείνος έπειτα στο ρήγα Ποσειδώνα
προσεύχουνταν, τα χέρια απλώνοντας στ᾽ αστερωμένα ουράνια:
“Της Γης αφέντη γαλαζόχαιτε, γιά δώσε, Ποσειδώνα,
αν πέτεσαι πως είσαι κύρης μου κι εγώ ειμαι γιος σου αλήθεια,
πατρίδα πια ο καστροπολέμαρχος να μη χαρεί Οδυσσέας, 530
του Λαέρτη ο γιος, πού ᾽χει τα σπίτια του χτισμένα στην Ιθάκη.
Μα αν τους δικούς του η Μοίρα τού ᾽γραψε να ιδεί και να γυρίσει
στο αρχοντικό του το καλόχτιστο, στη γη την πατρική του,
να φτάσει καν με δίχως σύντροφους, αργά, συφοριασμένος,
σε άρμενο ξένο, και στο σπίτι του να βρεί τυράννια κι άλλα!” 535
Σαν είπε τούτα, ο Γαλαζόχαιτος τον άκουσε που ευκήθη·
κι ο Κύκλωπας πολύ τρανότερο στα χέρια ασκώνει βράχο
και τον πετάει στρουφογυρνώντας τον με φόρα γιγαντένια.
Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πέφτει ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα. 540
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι
μπροστά μάς έσπρωξαν τα κύματα, προς τη στεριά την άλλη.
Πια τέλος στο νησί σα φτάσαμε, κει που είχαν όλα μείνει
τ᾽ άλλα μας πλοία τα καλοκούβερτα, κι οι σύντροφοί μας όλοι
ώρα την ώρα καρτερώντας μας καθόνταν και θρηνούσαν, 545
μόλις εφτάσαμε, καθίσαμε στον άμμο το καράβι·
πρώτα εμείς βγήκαμε από τ᾽ άρμενο το βαθουλό στον άμμο,
μετά του Κύκλωπα όξω βγάλαμε τ᾽ αρνιά, κι εκεί αρχινάμε
τη μοιρασιά, για νά ᾽χει φεύγοντας καθένας το δικό του.
Διαλέγουν κι οι αντρειωμένοι σύντροφοι για μένα το κριάρι, 550
όξω από τ᾽ άλλα αρνιά που εμοίραζαν· κι εγώ στο Δία το σφάζω,
στην αμμουδιά, το μαυροσύγνεφο, που όλον τον κόσμο ορίζει,
και τα μεριά του καίω· μα αλίμονο, την προσφορά μου εκείνος
δεν αποδέχτη, μόνο ελόγιαζε το πώς θ᾽ αφανιζόνταν
όλα τα πλοία τα καλοκούβερτα κι οι γκαρδιακοί συντρόφοι. 555
Έτσι ως του ηλιού τα βασιλέματα καθούμενοι όλη μέρα
με πλήθος κρέατα και με ολόγλυκο κρασί φραινόμαστε όλοι.
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
σε ύπνο απογείραμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη, 560
γοργά τους σύντροφούς μου επρόσταζα και τους παρακινούσα,
μόλις ανέβουν στα πλεούμενα, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Κι ανοίξαμε πανιά να φύγουμε με πικραμένα σπλάχνα, 565
εμείς γλιτώνοντας το θάνατο ― χωρίς τους σύντροφούς μας.
Ὣς φάσαν, ἀλλ᾽ οὐ πεῖθον ἐμὸν μεγαλήτορα θυμόν, 500
ἀλλά μιν ἄψορρον προσέφην κεκοτηότι θυμῷ·
«Κύκλωψ, αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν,
φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι,
υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾽ ἔχοντα.» 505
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾽ ἱκάνει.
ἔσκε τις ἐνθάδε μάντις ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε,
Τήλεμος Εὐρυμίδης, ὃς μαντοσύνῃ ἐκέκαστο
καὶ μαντευόμενος κατεγήρα Κυκλώπεσσιν· 510
ὅς μοι ἔφη τάδε πάντα τελευτήσεσθαι ὀπίσσω,
χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς.
ἀλλ᾽ αἰεί τινα φῶτα μέγαν καὶ καλὸν ἐδέγμην
ἐνθάδ᾽ ἐλεύσεσθαι, μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν·
νῦν δέ μ᾽ ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς 515
ὀφθαλμοῦ ἀλάωσεν, ἐπεί μ᾽ ἐδαμάσσατο οἴνῳ.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρ᾽, Ὀδυσεῦ, ἵνα τοι πὰρ ξείνια θείω,
πομπήν τ᾽ ὀτρύνω δόμεναι κλυτὸν ἐννοσίγαιον·
τοῦ γὰρ ἐγὼ πάϊς εἰμί, πατὴρ δ᾽ ἐμὸς εὔχεται εἶναι.
αὐτὸς δ᾽, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσ᾽, ἰήσεται, οὐδέ τις ἄλλος 520
οὔτε θεῶν μακάρων οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«αἲ γὰρ δὴ ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε δυναίμην
εὖνιν ποιήσας πέμψαι δόμον Ἄϊδος εἴσω,
ὡς οὐκ ὀφθαλμόν γ᾽ ἰήσεται οὐδ᾽ ἐνοσίχθων.» 525
Ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾽ ἔπειτα Ποσειδάωνι ἄνακτι
εὔχετο, χεῖρ᾽ ὀρέγων εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα·
«Κλῦθι, Ποσείδαον γαιήοχε κυανοχαῖτα·
εἰ ἐτεόν γε σός εἰμι, πατὴρ δ᾽ ἐμὸς εὔχεαι εἶναι,
δὸς μὴ Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι 530
υἱὸν Λαέρτεω, Ἰθάκῃ ἔνι οἰκί᾽ ἔχοντα.
ἀλλ᾽ εἴ οἱ μοῖρ᾽ ἐστὶ φίλους ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν,
ὀψὲ κακῶς ἔλθοι, ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους,
νηὸς ἐπ᾽ ἀλλοτρίης, εὕροι δ᾽ ἐν πήματα οἴκῳ.» 535
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε κυανοχαίτης.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἐξαῦτις πολὺ μείζονα λᾶαν ἀείρας
ἧκ᾽ ἐπιδινήσας, ἐπέρεισε δὲ ἶν᾽ ἀπέλεθρον,
κὰδ δ᾽ ἔβαλεν μετόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο
τυτθόν, ἐδεύησεν δ᾽ οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι. 540
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης·
τὴν δὲ πρόσω φέρε κῦμα, θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφικόμεθ᾽, ἔνθα περ ἄλλαι
νῆες ἐΰσσελμοι μένον ἁθρόαι, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
ἥατ᾽ ὀδυρόμενοι, ἡμέας ποτιδέγμενοι αἰεί, 545
νῆα μὲν ἔνθ᾽ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν,
ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
μῆλα δὲ Κύκλωπος γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες
δασσάμεθ᾽, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
ἀρνειὸν δ᾽ ἐμοὶ οἴῳ ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι 550
μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα· τὸν δ᾽ ἐπὶ θινὶ
Ζηνὶ κελαινεφέϊ Κρονίδῃ, ὃς πᾶσιν ἀνάσσει,
ῥέξας μηρί᾽ ἔκαιον· ὁ δ᾽ οὐκ ἐμπάζετο ἱρῶν,
ἀλλ᾽ ἄρα μερμήριζεν ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι
νῆες ἐΰσσελμοι καὶ ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι. 555
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ᾽ ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ·
ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
δὴ τότε κοιμήθημεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, 560
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
αὐτούς τ᾽ ἀμβαίνειν ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
Ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ, 565
ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους.