Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 8 στ. 499-586
Είπε, κι αυτός, θεοσυνέπαρτος, κινούσε το τραγούδι,
απ᾽ τη στιγμή που στα καλύβια τους βάλαν φωτιά και μπήκαν 500
στα καλοκούβερτα καράβια τους οι Αργίτες και κινήσαν.
Οι άλλοι, οι κρυμμένοι μέσα στο άλογο, στον Οδυσσέα τρογύρα
τον πολυδόξαστο, στη σύναξη των Τρώων βρισκόνταν κιόλας·
τι οι Τρώες ατοί τους τό ᾽χαν το άλογο στο κάστρο απάνω σύρει.
Εκεί στεκόταν τούτο· γύρα του καθούμενοι λαλούσαν 505
άκριτα λόγια οι Τρώες, κι οι γνώμες τους τριώ λογιώ ακουγόνταν:
Το κούφιο ξύλο γιά με ανέσπλαχνο χαλκό να κομματιάσουν,
γιά στην κορφή ψηλά τραβώντας το στα βράχια να το ρίξουν,
γιά να το αφήσουν, στους αθάνατους, για να γλυκαίνει η οργή τους,
χαρίζοντάς το. Τούτο κι έγινε· τι είχε γραμμένα η μοίρα 510
να χαλαστεί το κάστρο, απ᾽ τη στιγμή που εντός του θα δεχόταν
το γιγαντένιο ξύλινο άλογο, που οι πρώτοι Αργίτες μέσα
καθόνταν φέρνοντας το θάνατο και το χαμό στους Τρώες.
Έψαλλε ακόμα, οι γιοι των Αχαιών απ᾽ το άλογο πώς βγήκαν
τον κούφιο τους κρυψώνα αφήνοντας, πώς πάτησαν το κάστρο 515
το απόγκρεμο και πώς το ρήμαξαν ολούθε δώθε κείθε,
πώς τέλος ο Οδυσσέας εκίνησε, παρόμοιος με τον Άρη,
να πάει με το Μενέλαο τρέχοντας στου Δήφοβου το σπίτι·
κι έλεγε, ο πιο βαρύς του πόλεμος πως στάθη εκείνος τότε,
και νίκησε με παραστάτισσα την αντρειανή Παλλάδα. 520
Αυτά ετραγούδα ο πολυδόξαστος τραγουδιστής· ωστόσο
έλιωνε εκείνος, και του μούσκευαν τα μάγουλα απ᾽ τα δάκρυα.
Πώς μια γυναίκα κλαίει τον άντρα της, πεσμένη πάνωθέ του,
που ομπρός στους άλλους και στο κάστρο του σκοτώθη, για να διώξει
απ᾽ τα παιδιά του και την πόλη του την ανελέητη μέρα· 525
κι αυτή να σπαρταράει θωρώντας τον και να πεθαίνει ομπρός της
σκούζει βαριά, χυμένη γύρα του· κι οι οχτροί με τα κοντάρια
στην πλάτη και στους ώμους πίσωθε χτυπώντας τη στο δρόμο
τη σπρώχνουν της σκλαβιάς, ασήκωτους καημούς και θλίψες νά ᾽χει,
κι από τον πόνο τον πικρότατο τα μάγουλά της λιώνουν· 530
όμοια πικρά τα δάκρυα στάλαζαν απ᾽ του Οδυσσέα τα μάτια.
Κανείς δεν τό ᾽χε νιώσει πού ᾽κλαιγεν από τους άλλους όλους·
ο Αλκίνοος μοναχά τον πρόσεξε και τον νογήθη, δίπλα
καθώς καθόταν, και τον άκουσε να βαριαναστενάζει.
Ευτύς στους Φαίακες, τους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες: 535
«Ακούστε, Φαίακες πρωτοστράτορες και πρωτοκεφαλάδες !
Πια την ψιλόφωνη ο Δημόδοκος κιθάρα του ας σκολάσει·
δε μοιάζει αλήθεια το τραγούδι του χαρά να δίνει σε όλους·
από την ώρα που στο δείπνο μας ο θείος ο τραγουδάρης
ασκώθη, μια στιγμή δεν έπαψε να κλαίει και να θρηνάται 540
ο ξένος μας· βαριά τα φρένα του θα βασανίζει πίκρα.
Λοιπόν ας πάψει ο τραγουδάρης μας, χαρά να νιώθουμε όλοι,
κι εμείς, τον ξένο που φιλεύουμε, κι ο ξένος μας· δεν έχει
κάλλιο απ᾽ αυτό. Και μη δε δίνουμε στο σεβαστό μας ξένο
τώρα απ᾽ αγάπη και προβόδισμα και τιμημένα δώρα; 545
Τον ξένο, τον ικέτη, πού ᾽πεσε στα πόδια σου, τον νιώθεις
ίδια αδερφό, και λίγο αν έτυχε νά ᾽χεις μυαλό. Για τούτο
και συ δε θέλω να μου κρύβεσαι· σε ό,τι ρωτώ αποκρίσου
πια δίχως δόλο· το καλύτερο θαρρώ ειναι να μιλήσεις.
Πες τ᾽ όνομά σου! Πώς σε φώναζαν η μάνα σου κι ο κύρης 550
κι οι άλλοι κει πέρα, μες στο κάστρο σας, κι ολόγυρα οι γειτόνοι;
Κανείς δεν έμεινε ανομάτιστος ποτέ από τους ανθρώπους,
καν αχαμνόσογος καν άρχοντας, στον κόσμο μια και βρέθη.
Μόλις παιδιά οι γονιοί γεννήσουνε, τα νοματίζουν όλα.
Κι ακόμα πες μου, ποιά ειν᾽ η χώρα σου κι η πόλη κι ο λαός σου, 555
για να σε πάνε τα καράβια μας με τους διαλογισμούς τους·
τι εμείς οι Φαίακες στα καράβια μας δε θέμε καπετάνιους
κι ουδέ τιμόνια, σαν που βρίσκουνται στων άλλων τα καράβια·
ό,τι λογιάζουμε, ό,τι θέλουμε μονάχα τους το βρίσκουν,
και των ανθρώπων όλων ξέροντας και καρπερά χωράφια 560
και πολιτείες, γοργά της θάλασσας τα πλάτη διαπερνούνε
συντυλιγμένα μες σε σύγνεφο και καταχνιά, κι ουδ᾽ έχουν
φόβο ποτέ τους να βουλιάξουνε κι ουδέ ζημιά να πάθουν.
Ακούστε όμως και τούτο: ο κύρης μου, χρόνια παλιά, ο Ναυσίθος,
θυμούμαι πού ᾽λεγε πως κάποτε θα θύμωνε μαζί μας 565
ο Ποσειδώνας, τι όλους σπίτια τους γερούς τούς προβοδάμε·
κι ένα καράβι μας καλόφτιαστο, την ώρα που θα ᾽ρχόταν
από προβόδισμα, θα τό ᾽σπαζε στο αχνό το πέλαο μέσα,
και με βουνό τρανό θα σκέπαζε την πολιτεία μας γύρα.
Τέτοια ιστορούσε τότε ο γέροντας· μα αυτά θα τα τελέψει 570
γιά θα τ᾽ αφήσει ο θεός ατέλευτα, καθώς μαθές του αρέσει.
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσ᾽ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
Πώς ταξιδεύτης και παράδειρες; σε ποιές εδιάβης χώρες;
σε ποιούς ανθρώπους; σε πολύψυχες ποιές πολιτείες εβρέθης;
ποιοί τους είναι άνομοι κι ανέσπλαχνοι και δεν ψηφούν το δίκιο, 575
και ποιοί αγαπούν τον ξένο νιώθοντας και του θεού το φόβο;
Κι ακόμα γιατί κλαις και δέρνεσαι, κάθε που ακούς, γιά πες μου,
της Τροίας τα πάθη κι όσα τράβηξαν οι Δαναοί κι οι Αργίτες;
Είναι οι θεοί που τους τα μοίρασαν και χαλασμό συγκλώσαν
τόσων ανθρώπων ― στους μελλούμενους για να γενούν τραγούδι! 580
Μήπως μπροστά στην Τροία σκοτώθηκε κανείς απ᾽ τους δικούς σου,
γαμπρός γιά πεθερός αντρόψυχος; τι αυτοί μαθές απ᾽ όλους,
μετά απ᾽ το σόι μας και το γαίμα μας, οι πιο δικοί μας είναι.
Γιά κι έχεις χάσει κάποιο σύντροφο που σού ᾽χε αγάπη κι ήταν
αντρόψυχος; Κανείς δεν έβαλε πιο κάτω απ᾽ αδερφό του 585
ποτέ το σύντροφο, που βρέθηκε μυαλό και γνώση νά ᾽χει.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ ὁρμηθεὶς θεοῦ ἄρχετο, φαῖνε δ᾽ ἀοιδήν,
ἔνθεν ἑλών ὡς οἱ μὲν ἐϋσσέλμων ἐπὶ νηῶν 500
βάντες ἀπέπλειον, πῦρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες,
Ἀργεῖοι, τοὶ δ᾽ ἤδη ἀγακλυτὸν ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα
ἥατ᾽ ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ κεκαλυμμένοι ἵππῳ·
αὐτοὶ γάρ μιν Τρῶες ἐς ἀκρόπολιν ἐρύσαντο.
ὣς ὁ μὲν ἑστήκει, τοὶ δ᾽ ἄκριτα πόλλ᾽ ἀγόρευον 505
ἥμενοι ἀμφ᾽ αὐτόν· τρίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή,
ἠὲ διατμῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέϊ χαλκῷ,
ἢ κατὰ πετράων βαλέειν ἐρύσαντας ἐπ᾽ ἄκρης,
ἢ ἐάαν μέγ᾽ ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι,
τῇ περ δὴ καὶ ἔπειτα τελευτήσεσθαι ἔμελλεν· 510
αἶσα γὰρ ἦν ἀπολέσθαι, ἐπὴν πόλις ἀμφικαλύψῃ
δουράτεον μέγαν ἵππον, ὅθ᾽ ἥατο πάντες ἄριστοι
Ἀργείων Τρώεσσι φόνον καὶ κῆρα φέροντες.
ἤειδεν δ᾽ ὡς ἄστυ διέπραθον υἷες Ἀχαιῶν
ἱππόθεν ἐκχύμενοι, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες. 515
ἄλλον δ᾽ ἄλλῃ ἄειδε πόλιν κεραϊζέμεν αἰπήν,
αὐτὰρ Ὀδυσσῆα προτὶ δώματα Δηϊφόβοιο
βήμεναι, ἠΰτ᾽ Ἄρηα, σὺν ἀντιθέῳ Μενελάῳ.
κεῖθι δὴ αἰνότατον πόλεμον φάτο τολμήσαντα
νικῆσαι καὶ ἔπειτα διὰ μεγάθυμον Ἀθήνην. 520
Ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
τήκετο, δάκρυ δ᾽ ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς.
ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα,
ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν,
ἄστεϊ καὶ τεκέεσσιν ἀμύνων νηλεὲς ἦμαρ· 525
ἡ μὲν τὸν θνῄσκοντα καὶ ἀσπαίροντα ἰδοῦσα
ἀμφ᾽ αὐτῷ χυμένη λίγα κωκύει· οἱ δέ τ᾽ ὄπισθε
κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους
εἴρερον εἰσανάγουσι, πόνον τ᾽ ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν·
τῆς δ᾽ ἐλεεινοτάτῳ ἄχεϊ φθινύθουσι παρειαί· 530
ὣς Ὀδυσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ᾽ ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν.
ἔνθ᾽ ἄλλους μὲν πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων,
Ἀλκίνοος δέ μιν οἶος ἐπεφράσατ᾽ ἠδ᾽ ἐνόησεν,
ἥμενος ἄγχ᾽ αὐτοῦ, βαρὺ δὲ στενάχοντος ἄκουσεν.
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα· 535
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
Δημόδοκος δ᾽ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα λίγειαν·
οὐ γάρ πως πάντεσσι χαριζόμενος τάδ᾽ ἀείδει.
ἐξ οὗ δορπέομέν τε καὶ ὤρορε θεῖος ἀοιδός,
ἐκ τοῦδ᾽ οὔ πω παύσατ᾽ ὀϊζυροῖο γόοιο 540
ὁ ξεῖνος· μάλα πού μιν ἄχος φρένας ἀμφιβέβηκεν.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ὁ μὲν σχεθέτω, ἵν᾽ ὁμῶς τερπώμεθα πάντες
ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως·
εἵνεκα γὰρ ξείνοιο τάδ᾽ αἰδοίοιο τέτυκται,
πομπὴ καὶ φίλα δῶρα, τὰ οἱ δίδομεν φιλέοντες. 545
ἀντὶ κασιγνήτου ξεῖνός θ᾽ ἱκέτης τε τέτυκται
ἀνέρι, ὅς τ᾽ ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσι.
τῶ νῦν μηδὲ σὺ κεῦθε νοήμασι κερδαλέοισιν
ὅττι κέ σ᾽ εἴρωμαι· φάσθαι δέ σε κάλλιόν ἐστιν.
εἴπ᾽ ὄνομ᾽, ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, 550
ἄλλοι θ᾽ οἳ κατὰ ἄστυ καὶ οἳ περιναιετάουσιν.
οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ᾽ ἀνθρώπων,
οὐ κακὸς οὐδὲ μὲν ἐσθλός, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται,
ἀλλ᾽ ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες.
εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε, 555
ὄφρα σε τῇ πέμψωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες.
οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν,
οὐδέ τι πηδάλι᾽ ἐστί, τά τ᾽ ἄλλαι νῆες ἔχουσιν·
ἀλλ᾽ αὐταὶ ἴσασι νοήματα καὶ φρένας ἀνδρῶν,
καὶ πάντων ἴσασι πόλιας καὶ πίονας ἀγροὺς 560
ἀνθρώπων, καὶ λαῖτμα τάχισθ᾽ ἁλὸς ἐκπερόωσιν
ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμέναι· οὐδέ ποτέ σφιν
οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος οὔτ᾽ ἀπολέσθαι.
ἀλλὰ τόδ᾽ ὥς ποτε πατρὸς ἐγὼν εἰπόντος ἄκουσα
Ναυσιθόου, ὃς ἔφασκε Ποσειδάων᾽ ἀγάσεσθαι 565
ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.
φῆ ποτὲ Φαιήκων ἀνδρῶν εὐεργέα νῆα
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ
ῥαίσεσθαι, μέγα δ᾽ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν.
ὣς ἀγόρευ᾽ ὁ γέρων· τὰ δέ κεν θεὸς ἢ τελέσειεν, 570
ἤ κ᾽ ἀτέλεστ᾽ εἴη, ὥς οἱ φίλον ἔπλετο θυμῷ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ὅππῃ ἀπεπλάγχθης τε καὶ ἅς τινας ἵκεο χώρας
ἀνθρώπων, αὐτούς τε πόλιάς τ᾽ εὖ ναιεταούσας,
ἠμὲν ὅσοι χαλεποί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, 575
οἵ τε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.
εἰπὲ δ᾽ ὅ τι κλαίεις καὶ ὀδύρεαι ἔνδοθι θυμῷ
Ἀργείων Δαναῶν ἠδὲ Ἰλίου οἶτον ἀκούων.
τὸν δὲ θεοὶ μὲν τεῦξαν, ἐπεκλώσαντο δ᾽ ὄλεθρον
ἀνθρώποις, ἵνα ᾖσι καὶ ἐσσομένοισιν ἀοιδή. 580
ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφθιτο Ἰλιόθι πρὸ
ἐσθλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενθερός, οἵ τε μάλιστα
κήδιστοι τελέθουσι μεθ᾽ αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν;
ἦ τίς που καὶ ἑταῖρος ἀνὴρ κεχαρισμένα εἰδώς,
ἐσθλός; ἐπεὶ οὐ μέν τι κασιγνήτοιο χερείων 585
γίγνεται ὅς κεν ἑταῖρος ἐὼν πεπνυμένα εἰδῇ.»