Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 24 στ. 477-548
Και τότε ο Δίας τής αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Γι᾽ αυτά ποιός λόγος που με ρώτησες, παιδί μου; τί γυρεύεις;
Δικιά σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
να πάρει απ᾽ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω; 480
Κάμε όπως θέλεις· όμως άκουσε και μένα, τί ταιριάζει:
Μια κι ο Οδυσσέας ο θείος εγδίκηση πια πήρε απ᾽ τους μνηστήρες,
φιλιάς ας κάνουν όρκους, ρήγας τους να μείνει εκείνος πάντα·
και για τ᾽ αδέρφια που σκοτώθηκαν και για τους γιους να πούμε
να πέσει λησμονιά, κι ως άλλοτε να βασιλέψει αγάπη, 485
κι όλοι και πλούτη πια να χαίρουνται κι ειρήνη αναμεσό τους.»
Αυτά ειπε, κι η Αθηνά, που τό ᾽θελε κι από τα πριν, πετάχτη
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω.
Ωστόσο του γλυκού θαράπευαν φαγιού τον πόθο εκείνοι·
τελειώνοντας ο θείος, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας: 490
«Κάποιος να βγεί να ιδεί μην έρχουνται κι εδώ κοντά βρισκόνται.»
Σαν είπε αυτά, ενας γιος σηκώθηκε του Δόλιου κι όξω βγήκε,
μα ως στάθη στο κατώφλι τρέχοντας, τους είδε που σιμώναν,
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στον Οδυσσέα με βιάση:
«Νά τοι, σιμώσαν! Δίχως άργητα κι εμείς ν᾽ αρματωθούμε!» 495
Είπε, κι εκείνοι ευτύς πετάχτηκαν και τ᾽ άρματα ζωστήκαν,
έξι του Δόλιου οι γιοι, και τέσσερεις στον Οδυσσέα τρογύρα.
Ακόμα κι ο Λαέρτης έβλεπες με το Δολίο, κι ας είχαν
ψαρά μαλλιά, ν᾽ αρματοζώνουνται, στρατιώτες της ανάγκης.
Κι αφού τα λιόφωτα χαλκάρματα ζωστήκαν στο κορμί τους, 500
τις πόρτες άνοιξαν, κι ως έβγαιναν, μπροστά ο Οδυσσέας τραβούσε.
Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη,
το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο.
Κι ως την αντίκρισε ο πολύπαθος, θείος Οδυσσέας, εχάρη,
κι είπε με βιάση στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο του: 505
«Δουλειά δική σου πια, Τηλέμαχε, την ώρα που θα μπαίνεις
εκεί που στήνουν οι άντρες πόλεμο κι οι πρώτοι ξεχωρίζουν,
να μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου, τι από καιρούς η αντρειά μας
έχει ακουστεί και το κουράγιο μας στην οικουμένη πάσα.»
Κι ο μυαλωμένος ο Τηλέμαχος γυρνώντας τού αποκρίθη: 510
«Αν θέλεις, θα με δεις, πατέρα μου, με τόση ορμή που νιώθω,
να μην ντροπιάζω εγώ στον πόλεμο την εδικολογιά σου!»
Αυτά ειπε, κι ο Λαέρτης φώναξε μες στη χαρά του κι είπε:
«Τί μέρα αυτή για μένα, αθάνατοι! Χαρά μεγάλη ετούτη,
γιος κι εγγονός να συνερίζουνται στην παλικαροσύνη!» 515
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμώνοντάς τον είπε:
«Του Αρκείσιου γιε, που απ᾽ τους συντρόφους μου πιο αγάπη σού ᾽χω πάντα,
στην Κόρη ευκήσου τη γλαυκόματη και στον πατέρα Δία,
και ρίξε ευτύς το μακρογίσκιωτο κοντάρι σου με φόρα.»
Είπε η Παλλάδα, και του φύσηξε στα στήθη ορμή μεγάλη· 520
κι αυτός, πριν ρίξει το μακρόισκιωτο κοντάρι του με φόρα,
απ᾽ όλους πρώτη ανακαλέστηκε του τρανού Δία την κόρη,
και πέτυχε στο χαλκομάγουλο του Ευπείθη κράνος πάνω·
κι αυτό δεν άντεξε, μόν᾽ διάβηκε μέσα ο χαλκός, κι εκείνος
βαρύς σωριάστη, κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του. 525
Τότε ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος χιμίξαν μες στους πρώτους
με τα σπαθιά και με τα δίμυτα χτυπώντας τους κοντάρια.
Θα τους σκοτώναν όλους, ένας τους να μη διαγείρει πίσω,
αν η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
φωνή δεν έσερνε, τη φόρα τους οι δυο στρατοί να κόψουν: 530
«Θιακοί, σταθείτε! Πια τον πόλεμο τον άγριο παρατάτε,
μιαν ώρα αρχύτερα αναιμάτωτα να χωριστείτε ως φίλοι!»
Είπε η Αθηνά, κι αυτούς ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα,
κι απ᾽ τον τρανό τους φόβο τ᾽ άρματα τους φεύγαν απ᾽ τα χέρια,
και στης θεϊκιάς λαλιάς το αντίφωνο στο χώμα πέφταν όλα· 535
κι ατοί τους για το κάστρο τό ᾽βαζαν στα πόδια, να γλιτώσουν.
Μα ως πάνω τους ο πολυβάσανος, θείος Οδυσσέας χιμούσε
χουγιάζοντας, σαν αιθερόλαμνος αϊτός που πήρε φόρα,
ίδια στιγμή αχνιστό αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος αφήκε,
κι ομπρός στη Γλαυκομάτα χτύπησε την τρανοκυρουδάτη. 540
Κι είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στον Οδυσσέα γυρνώντας:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
κρατήσου, σκόλασε τον πόλεμο και το φριχτό το απάλε,
ο Δίας μην οργιστεί, ο βροντόλαλος του Κρόνου υγιός, μαζί σου!»
Είπε η Αθηνά, κι αυτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του· 545
κι όρκους αγάπης έβαλε έπειτα να κάνουν η Παλλάδα
τις δυο μεριές, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
το Μέντορα στο λάλο μοιάζοντας και στου κορμιού το διώμα.
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«τέκνον ἐμόν, τί με ταῦτα διείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς;
οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή,
ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτίσεται ἐλθών; 480
ἔρξον ὅπως ἐθέλεις· ἐρέω δέ τοι ὡς ἐπέοικεν.
ἐπεὶ δὴ μνηστῆρας ἐτίσατο δῖος Ὀδυσσεύς,
ὅρκια πιστὰ ταμόντες ὁ μὲν βασιλευέτω αἰεί,
ἡμεῖς δ᾽ αὖ παίδων τε κασιγνήτων τε φόνοιο
ἔκλησιν θέωμεν· τοὶ δ᾽ ἀλλήλους φιλεόντων 485
ὡς τὸ πάρος, πλοῦτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω.»
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην,
βῆ δὲ κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν σίτοιο μελίφρονος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖς ἄρα μύθων ἄρχε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς· 490
«ἐξελθών τις ἴδοι μὴ δὴ σχεδὸν ὦσι κιόντες.»
ὣς ἔφατ᾽· ἐκ δ᾽ υἱὸς Δολίου κίεν, ὡς ἐκέλευε,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰών, τοὺς δὲ σχεδὸν ἔσιδε πάντας.
αἶψα δ᾽ Ὀδυσσῆα ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«οἵδε δὴ ἐγγὺς ἔασ᾽· ἀλλ᾽ ὁπλιζώμεθα θᾶσσον.» 495
ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ὄρνυντο καὶ ἐν τεύχεσσι δύοντο,
τέσσαρες ἀμφ᾽ Ὀδυσῆ᾽, ἓξ δ᾽ υἱεῖς οἱ Δολίοιο·
ἐν δ᾽ ἄρα Λαέρτης Δολίος τ᾽ ἐς τεύχε᾽ ἔδυνον,
καὶ πολιοί περ ἐόντες, ἀναγκαῖοι πολεμισταί.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν, 500
ὤϊξάν ῥα θύρας, ἐκ δ᾽ ἤϊον, ἄρχε δ᾽ Ὀδυσσεύς.
Τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
αἶψα δὲ Τηλέμαχον προσεφώνεεν ὃν φίλον υἱόν· 505
«Τηλέμαχ᾽, ἤδη μὲν τόδε γ᾽ εἴσεαι αὐτὸς ἐπελθών,
ἀνδρῶν μαρναμένων ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι,
μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος, οἳ τὸ πάρος περ
ἀλκῇ τ᾽ ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 510
«ὄψεαι, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα, πάτερ φίλε, τῷδ᾽ ἐπὶ θυμῷ
οὔ τι καταισχύνοντα τεὸν γένος, ὡς ἀγορεύεις.»
Ὣς φάτο, Λαέρτης δ᾽ ἐχάρη καὶ μῦθον ἔειπε·
«τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε, θεοὶ φίλοι; ἦ μάλα χαίρω·
υἱός θ᾽ υἱωνός τ᾽ ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσι.» 515
Τὸν δὲ παρισταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«ὦ Ἀρκεισιάδη, πάντων πολὺ φίλταθ᾽ ἑταίρων,
εὐξάμενος κούρῃ γλαυκώπιδι καὶ Διὶ πατρί,
αἶψα μάλ᾽ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος.»
Ὣς φάτο, καί ῥ᾽ ἔμπνευσε μένος μέγα Παλλὰς Ἀθήνη. 520
εὐξάμενος δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα Διὸς κούρῃ μεγάλοιο,
αἶψα μάλ᾽ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν Εὐπείθεα κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου.
ἡ δ᾽ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός·
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ. 525
ἐν δ᾽ ἔπεσον προμάχοις Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός,
τύπτον δὲ ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι.
καί νύ κε δὴ πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους,
εἰ μὴ Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
ἤϋσεν φωνῇ, κατὰ δ᾽ ἔσχεθε λαὸν ἅπαντα· 530
«ἴσχεσθε πτολέμου, Ἰθακήσιοι, ἀργαλέοιο,
ὥς κεν ἀναιμωτί γε διακρινθῆτε τάχιστα.»
Ὣς φάτ᾽ Ἀθηναίη, τοὺς δὲ χλωρὸν δέος εἷλε·
τῶν δ᾽ ἄρα δεισάντων ἐκ χειρῶν ἔπτατο τεύχεα,
πάντα δ᾽ ἐπὶ χθονὶ πῖπτε, θεᾶς ὄπα φωνησάσης· 535
πρὸς δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο·
σμερδαλέον δ᾽ ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ᾽ αἰετὸς ὑψιπετήεις.
καὶ τότε δὴ Κρονίδης ἀφίει ψολόεντα κεραυνόν,
κὰδ δ᾽ ἔπεσε πρόσθε γλαυκώπιδος ὀβριμοπάτρης. 540
δὴ τότ᾽ Ὀδυσσῆα προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιΐου πολέμοιο,
μή πώς τοι Κρονίδης κεχολώσεται εὐρύοπα Ζεύς.»
Ὣς φάτ᾽ Ἀθηναίη, ὁ δ᾽ ἐπείθετο, χαῖρε δὲ θυμῷ. 545
ὅρκια δ᾽ αὖ κατόπισθε μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔθηκε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.