Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 398-445
Είπε ο Τηλέμαχος, κι ο λόγος του δεν πήγε κατ᾽ ανέμου·
βγήκεν η βάγια απ᾽ του καλόφτιαστου την πόρτα γυναικίτη
και τράβηξε, με τον Τηλέμαχο μπροστά, στο αρχονταρίκι. 400
Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισε στους σκοτωμένους μέσα
στο λύθρο και στο γαίμα ολάκερο λουσμένο ― σαν το λιόντα,
που κοπαδιού γελάδα ως σπάραξε, κινάει να φύγει, κι είναι
το στήθος του όλο και τα μάγουλα ζερβά δεξιά στο γαίμα
λουσμένα, κι όποιος τον αντίκρισε, τον παραλυεί η τρομάρα. 405
Όμοια κι εκείνος αίμα στάλαζε, χέρια ψηλά και πόδια.
Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα,
τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει
από χαρά, μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντάς της,
και κράζοντάς την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της: 410
«Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις·
δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!
Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ᾽ άνομά τους έργα
τους δάμασαν, τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ᾽ τους ανθρώπους
τρανό, αχαμνό ― κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος, 415
κι άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν από τις αδικιές τους.
Μόν᾽ έλα τώρα εσύ, μαρτύρα μου για του σπιτιού τις δούλες.
ποιές απομείναν ακριμάτιστες και ποιές με ξεψηφούσαν.»
Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:
«Για τούτα, γιε μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια: 420
Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες
σκλάβες· αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν,
να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους.
Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντροπιά μεγάλη,
μήτε και μένα πια λογάριαζαν μηδέ και την κυρά τους 425
την Πηνελόπη. Κι ο Τηλέμαχος πριν λίγο εγίνηκε άντρας,
και δεν τον άφηνε η μητέρα του τις σκλάβες ν᾽ αφεντεύει.
Τώρα στο ανώι γοργά το λιόφωτο, στο ταίρι σου θ᾽ ανέβω,
να της τα πω, τι ένας αθάνατος την έχει σ᾽ ύπνο ρίξει.»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη: 430
«Μην τη ξυπνάς ακόμα· πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα
εδώ να ᾽ρθούν ― αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν σκαρώναν.»
Αυτά τής είπε, κι η γερόντισσα το αρχονταρίκι αφήκε,
στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει νά ᾽ρθουν.
Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του 435
και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:
«Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν·
οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια
με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν.
Κι ως θά ᾽χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει, 440
τις δούλες όξω απ᾽ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι,
και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη
τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ᾽ όλες
να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν,
που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.» 445
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τῇ δ᾽ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος,
ὤϊξεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων,
βῆ δ᾽ ἴμεν· αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾽ ἡγεμόνευεν. 400
εὗρεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν
αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα,
ὅς ῥά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται ἀγραύλοιο·
πᾶν δ᾽ ἄρα οἱ στῆθός τε παρήϊά τ᾽ ἀμφοτέρωθεν
αἱματόεντα πέλει, δεινὸς δ᾽ εἰς ὦπα ἰδέσθαι· 405
ὣς Ὀδυσεὺς πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.
ἡ δ᾽ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον ἔσιδεν αἷμα,
ἴθυσέν ῥ᾽ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα ἔσιδεν ἔργον·
ἀλλ᾽ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένην περ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 410
«ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο μηδ᾽ ὀλόλυζε·
οὐχ ὁσίη κταμένοισιν ἐπ᾽ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι.
τούσδε δὲ μοῖρ᾽ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα·
οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο· 415
τῶ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον,
αἵ τέ μ᾽ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλίτιδές εἰσιν.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω. 420
πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες
δμῳαί, τὰς μὲν ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι,
εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι·
τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν,
οὔτ᾽ ἐμὲ τίουσαι οὔτ᾽ αὐτὴν Πηνελόπειαν. 425
Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ
σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐγὼν ἀναβᾶσ᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα
εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 430
«μή πω τήνδ᾽ ἐπέγειρε· σὺ δ᾽ ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν
ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην 435
εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας·
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε, 440
δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων
ψυχὰς ἐξαφέλησθε, καὶ ἐκλελάθωντ᾽ Ἀφροδίτης,
τὴν ἄρ᾽ ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ.» 445