Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 19 στ. 476-553
Μιλώντας γύρισε τα μάτια της κατά την Πηνελόπη,
για να της γνέψει για τον άντρα της, πως βρίσκεται στο σπίτι·
μα αυτή μπροστά να δει δε δύνουνταν κι ουδέ να νιώσει, τι είχε
στρέψει η Παλλάδα σε άλλα πράματα το νου της· κι ο Οδυσσέας
τη γριά με το δεξιό του ψάχνοντας απ᾽ το λαρύγγι πιάνει, 480
με τ᾽ άλλο πάνω του την τράβηξε, κοντά του νά ᾽ρθει, κι είπε:
«Κυρούλα, το χαμό μου θέλησες; Δε μ᾽ έχεις θρέψει ατή σου
σ᾽ αυτό το στήθος; Τώρα διάγειρα στα είκοσι χρόνια απάνω
μετά από χίλια μύρια βάσανα στη γη την πατρική μου.
Μα αφού με γνώρισες και τό ᾽βαλε θεός στο νου σου, κράτα 485
κλειστό το στόμα σου, στο σπίτι μας κανείς να μην το μάθει.
Αλλιώς θα πώ ενα λόγο κι άκου τον, τι σίγουρα θα γένει:
Αν τους τρανούς μνηστήρες ο θεός μού δώσει ν᾽ αφανίσω,
δε θα γλιτώσεις, κι ας με βύζαξες, από το χέρι ετούτο,
σα θα σκοτώνω στο παλάτι μου τις άλλες μου τις δούλες.» 490
Κι η Ευρύκλεια τότε του αποκρίθηκε και τού ᾽πε, η μυαλωμένη:
«Ποιός λόγος, γιόκα μου, σου ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη;
Κατέχεις πόσο αμετασάλευτη κι αλύγιστη η ψυχή μου·
θα κρατηθώ καθώς το σίδερο, καθώς ο στέριος βράχος.
Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σού ᾽λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾽ το: 495
Αν τους τρανούς μνηστήρες ο θεός σού δώκει ν᾽ αφανίσεις,
θα σου μιλήσω για τις δούλες σου μια μια μες στο παλάτι,
ποιές απομείναν ακριμάτιστες και ποιές σε ξεψηφούνε.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Τί θα μου πεις εσύ, κυρούλα μου; Δεν είναι αυτό δουλειά σου! 500
Μια μια θα τις γνωρίσω μόνος μου και θα τις καταλάβω·
μόνο κλειστό το στόμα κράτησε και στους θεούς μπιστέψου.»
Αυτά ειπε, κι η γριά την κάμαρα προσδιάβη, για να φέρει
νερό, να πλύνει τα ποδάρια του, μια και το πρώτο εχύθη·
κι αφού του τά ᾽πλυνε και τ᾽ άλειψε με λάδι πλούσια, κείνος 505
ξανά με το σκαμνί του εσίμωσε να ζεσταθεί στο τζάκι,
κι είχε το νου του τα κουρέλια του να κρύβουν το σημάδι.
Το λόγο η Πηνελόπη η φρόνιμη ξανά κινούσε πρώτη:
«Ακόμα κάτι, ξένε, θά ᾽θελα μικρό να σε ρωτήσω·
της βλογημένης της ξεκούρασης η ώρα σε λίγο φτάνει 510
γι᾽ αυτόν που μ᾽ όλα του τα βάσανα σε ύπνο γλυκό απογέρνει·
όμως εμένα ο θεός σε αρίφνητα τυράννια μ᾽ έχει ρίξει·
τις μέρες γόζουμαι και δέρνουμαι, κι άλλη χαρά δεν έχω,
και μόνο τις δουλειές μου γνοιάζουμαι και πιστατώ τις δούλες.
Μα σαν πλακώσει η νύχτα κι οι άνθρωποι να ξαποστάσουν γέρνουν, 515
μονάχα εγώ στο στρώμα κείτουμαι, και την καρδιά μού τρώνε
έγνοιες ακοίμητες, ως μύρουμαι, βαριές, σπαράζοντάς τη.
Η κόρη του Πανδάρεου τ᾽ όμορφο τραγούδι πώς αρχίζει,
η Αηδόνα η χλωροπράσινη, άνοιξη σα φτάσει, μες στα φύλλα
των δέντρων τα πυκνά καθούμενη, κι αφήνει τη φωνή της 520
τη δυνατή ν᾽ απλώσει ολόγυρα, κι όλο σκοπούς αλλάζει,
και το παιδί της κλαίει τον Ίτυλο, του βασιλιά του Ζήθου
το γιο, που από αστοχιά της κάποτε τον είχε θανατώσει·
έτσι και μένα ο νους διχόγνωμος μια δω, μια κει με σέρνει·
τάχα κοντά στο γιο μου μένοντας τα πάντα ν᾽ αφεντεύω, 525
το βιος μου, το τρανό αψηλόροφο παλάτι και τις δούλες,
και να ντραπώ την κλίνη του άντρα μου και τις φωνές του κόσμου;
γιά ν᾽ ακλουθήξω τον τρανότερο, που πιο πολλά θα δώσει
απ᾽ όσους Αχαιούς γυναίκα τους γυρεύουν να με πάρουν;
Κι ο γιος μου, πρώτα που ήταν άπλερος, μωρό παιδί, στο σπίτι 530
του αντρός μου μ᾽ έδενε, δε μ᾽ άφηνε να παντρευτώ, να φύγω.
Μα τώρα πια που μου μεγάλωσε και γίνη παλικάρι,
θέλει να φύγω από το σπίτι μας, στα πατρικά να στρέψω·
το βιος μαθές του κακοφαίνεται που του το τρων οι Αργίτες.
Μα τώρα τ᾽ όνειρο ξεδιάλυνε που είδα στον ύπνο ― γρίκα! 535
Μες στην αυλή μου χήνες είκοσι το μουσκεμένο στάρι
μου τρώγαν, κι η καρδιά μου εχαίρουνταν που τις θωρούσα· ξάφνου
αϊτός απ᾽ το βουνό κατέβηκε, γιγάντιος, γαντζομύτης,
και το λαιμό ολωνώ τσακίζοντας νεκρές τις ρίχνει χάμου
σωρό μες στην αυλή, κι υψώθηκε μετά στο θείον αιθέρα. 540
Κι εγώ βογγούσα μέσα στ᾽ όνειρο, τα κλάματα με πνίγαν·
κι οι καλοπλέξουδες Αργίτισσες με ζώσαν, που θρηνούσα
γεμάτη πίκρα για τις χήνες μου, πού ᾽χεν ο αϊτός σκοτώσει.
Κι αυτός γυρνώντας πίσω κάθισε κατακορφής της στέγης,
και με λαλιά μιλούσε ανθρώπινη και με παρηγορούσε: 545
“Κόρη του Ικάριου του περίλαμπρου, κουράγιο! κι είναι αλήθεια
αυτά που βλέπεις, δεν είναι όνειρο, θα βγούν σωστά σε λίγο.
Ο αϊτός ο πού ᾽δες ήταν ο άντρας σου, κι οι χήνες οι μνηστήρες·
είμαι ο καλός σου, που ξανάγειρα στη γη την πατρική μου
και σ᾽ όλους τους μνηστήρες θάνατο κακό γοργά θα δώσω.” 550
Αυτά ειπε, κι ο γλυκός που μ᾽ έδενε μεμιάς μ᾽ αφήκεν ύπνος,
κι είδα, τα μάτια όπως κυκλόφερα, τις χήνες στην αυλή μου
να τρώνε δίπλα στο σκαφίδι τους, καθώς και πριν, το στάρι.»
Ἦ καὶ Πηνελόπειαν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσι,
πεφραδέειν ἐθέλουσα φίλον πόσιν ἔνδον ἐόντα.
ἡ δ᾽ οὔτ᾽ ἀθρῆσαι δύνατ᾽ ἀντίη οὔτε νοῆσαι·
τῇ γὰρ Ἀθηναίη νόον ἔτραπεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
χείρ᾽ ἐπιμασσάμενος φάρυγος λάβε δεξιτερῆφι, 480
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ἕθεν ἆσσον ἐρύσσατο φώνησέν τε·
«μαῖα, τίη μ᾽ ἐθέλεις ὀλέσαι; σὺ δέ μ᾽ ἔτρεφες αὐτὴ
τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ· νῦν δ᾽ ἄλγεα πολλὰ μογήσας
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἐφράσθης καί τοι θεὸς ἔμβαλε θυμῷ, 485
σίγα, μή τίς τ᾽ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισι πύθηται.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται·
εἴ χ᾽ ὑπ᾽ ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς,
οὐδὲ τροφοῦ οὔσης σεῦ ἀφέξομαι, ὁππότ᾽ ἂν ἄλλας
δμῳὰς ἐν μεγάροισιν ἐμοῖς κτείνωμι γυναῖκας.» 490
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Εὐρύκλεια·
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων.
οἶσθα μὲν οἷον ἐμὸν μένος ἔμπεδον οὐδ᾽ ἐπιεικτόν,
ἕξω δ᾽ ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος ἠὲ σίδηρος.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν· 495
εἴ χ᾽ ὑπὸ σοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς,
δὴ τότε τοι καταλέξω ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας,
αἵ τέ σ᾽ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλίτιδές εἰσι.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«μαῖα, τίη δὲ σὺ τὰς μυθήσεαι; οὐδέ τί σε χρή. 500
εὖ νυ καὶ αὐτὸς ἐγὼ φράσομαι καὶ εἴσομ᾽ ἑκάστην·
ἀλλ᾽ ἔχε σιγῇ μῦθον, ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσιν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
οἰσομένη ποδάνιπτρα· τὰ γὰρ πρότερ᾽ ἔκχυτο πάντα.
αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ᾽ ἐλαίῳ, 505
αὖτις ἄρ᾽ ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Ὀδυσσεὺς
θερσόμενος, οὐλὴν δὲ κατὰ ῥακέεσσι κάλυψε.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε περίφρων Πηνελόπεια·
«ξεῖνε, τὸ μέν σ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή·
καὶ γὰρ δὴ κοίτοιο τάχ᾽ ἔσσεται ἡδέος ὥρη, 510
ὅν τινά γ᾽ ὕπνος ἕλοι γλυκερός, καὶ κηδόμενόν περ.
αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ πένθος ἀμέτρητον πόρε δαίμων·
ἤματα μὲν γὰρ τέρπομ᾽ ὀδυρομένη γοόωσα,
ἔς τ᾽ ἐμὰ ἔργ᾽ ὁρόωσα καὶ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ·
αὐτὰρ ἐπὴν νὺξ ἔλθῃ, ἕλῃσί τε κοῖτος ἅπαντας, 515
κεῖμαι ἐνὶ λέκτρῳ, πυκιναὶ δέ μοι ἀμφ᾽ ἁδινὸν κῆρ
ὀξεῖαι μελεδῶναι ὀδυρομένην ἐρέθουσιν.
ὡς δ᾽ ὅτε Πανδαρέου κούρη, χλωρηῒς ἀηδών,
καλὸν ἀείδῃσιν ἔαρος νέον ἱσταμένοιο,
δενδρέων ἐν πετάλοισι καθεζομένη πυκινοῖσιν, 520
ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυδευκέα φωνήν,
παῖδ᾽ ὀλοφυρομένη Ἴτυλον φίλον, ὅν ποτε χαλκῷ
κτεῖνε δι᾽ ἀφραδίας, κοῦρον Ζήθοιο ἄνακτος,
ὣς καὶ ἐμοὶ δίχα θυμὸς ὀρώρεται ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἠὲ μένω παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσω, 525
κτῆσιν ἐμήν, δμῳάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα,
εὐνήν τ᾽ αἰδομένη πόσιος δήμοιό τε φῆμιν,
ἦ ἤδη ἅμ᾽ ἕπωμαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος
μνᾶται ἐνὶ μεγάροισι, πορὼν ἀπερείσια ἕδνα,
παῖς δ᾽ ἐμὸς ἧος ἔην ἔτι νήπιος ἠδὲ χαλίφρων, 530
γήμασθ᾽ οὔ μ᾽ εἴα πόσιος κατὰ δῶμα λιποῦσαν·
νῦν δ᾽ ὅτε δὴ μέγας ἐστὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνει,
καὶ δή μ᾽ ἀρᾶται πάλιν ἐλθέμεν ἐκ μεγάροιο,
κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τὸν ὄνειρον ὑπόκριναι καὶ ἄκουσον. 535
χῆνές μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν
ἐξ ὕδατος, καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα·
ἐλθὼν δ᾽ ἐξ ὄρεος μέγας αἰετὸς ἀγκυλοχείλης
πᾶσι κατ᾽ αὐχέν᾽ ἔαξε καὶ ἔκτανεν· οἱ δ᾽ ἐκέχυντο
ἀθρόοι ἐν μεγάροις, ὁ δ᾽ ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη. 540
αὐτὰρ ἐγὼ κλαῖον καὶ ἐκώκυον ἔν περ ὀνείρῳ,
ἀμφὶ δ᾽ ἔμ᾽ ἠγερέθοντο ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,
οἴκτρ᾽ ὀλοφυρομένην ὅ μοι αἰετὸς ἔκτανε χῆνας.
ἂψ δ᾽ ἐλθὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ,
φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε φώνησέν τε· 545
“θάρσει, Ἰκαρίου κούρη τηλεκλειτοῖο·
οὐκ ὄναρ, ἀλλ᾽ ὕπαρ ἐσθλόν, ὅ τοι τετελεσμένον ἔσται.
χῆνες μὲν μνηστῆρες, ἐγὼ δέ τοι αἰετὸς ὄρνις
ἦα πάρος, νῦν αὖτε τεὸς πόσις εἰλήλουθα,
ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω.” 550
ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμὲ μελιηδὴς ὕπνος ἀνῆκε·
παπτήνασα δὲ χῆνας ἐνὶ μεγάροισι νόησα
πυρὸν ἐρεπτομένους παρὰ πύελον, ἧχι πάρος περ.»