Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 477-540
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Κάτσε και τρώγε, ξένε, αμίλητος, γιά τράβα αλλού, απ᾽ το πόδι
γιά από το χέρι μες στις κάμαρες οι νιοι να μη σε σύρουν,
και ξεγδαρμένος βγεις ολόκληρος, με αυτά που ξεστομίζεις.» 480
Αυτά ειπε, και τους άλλους άμετρος θυμός τούς συνεπήρε,
κι αυτά φωνάζαν απ᾽ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
«Δεν έκανες καλά τον άμοιρο που χτύπησες ζητιάνο!
Πού ξέρεις αν δεν είναι, δύστυχε, κανείς θεός ουράνιος;
Συχνά οι θεοί, την όψη αλλάζοντας λογής λογής, παρόμοιοι 485
με αλλόξενους θνητούς, αγνώριστοι τις πολιτείες γυρνούνε,
να δουν μαθές ποιοί ανθρώποι ειναι άνομοι και ποιοί κρατούν το δίκιο.»
Τέτοια οι μνηστήρες λόγια τού ᾽λεγαν, μα κείνος τ᾽ αψηφούσε.
Με πικραμένα κι ο Τηλέμαχος στεκόταν σπλάχνα, ως είδε
να τον χτυπούν, μα από τα μάτια του δε βγήκε δάκρυ, μόνο 490
την κεφαλή του εκίνησε άλαλος, λογιώντας το χαμό τους.
Η Πηνελόπη πάλι η φρόνιμη, σαν έφτασε στ᾽ αφτιά της
στο αρχονταρίκι πως τον χτύπησαν, μιλούσε με τις σκλάβες:
«Και σένα ας ρίξει, θε μου, ο Απόλλωνας ο τρανοσαγιτάρης!»
Γυρνώντας τότε κι η κελάρισσα της μίλησε Ευρυνόμη: 495
«Αλήθεια, αν ήταν οι κατάρες μας να πιάναν, από τούτους
ως την Αυγή την ομορφόθρονη ποιός θά ᾽χε πια απομείνει;»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Όλοι κακά μάς κλώθουν, μάνα μου, και τους οχτρεύουμαι όλους,
μα μόνο τον Αντίνοο μίσησα σαν του χαμού τη Λάμια! 500
Δω μέσα κάποιος ξένος άμοιρος τον έχει σπρώξει η ανέχεια
και τριγυρίζει ζητιανεύοντας απ᾽ τους μνηστήρες κάτι·
όλοι τού δώκαν και τον γέμισαν δοσίματα, μονάχα
αυτός με το σκαμνί τον χτύπησε δεξιά μεριά στον ώμο.»
Όση ώρα εκείνη με τις σκλάβες της μιλούσε καθισμένη 505
στο γυναικίτη, ο αρχοντογέννητος γιομάτιζε Οδυσσέας·
κι αυτή το θείο κοντά της κάλεσε χοιροβοσκό και τού ᾽πε:
«Εύμαιε, γιά σύρε, αρχοντογέννητε, και πες του ξένου νά ᾽ρθει,
για να του πω το καλωσόρισες και να ρωτήσω αν έχει
μαθές ακούσει, ο καρτερόψυχος πού βρίσκεται Οδυσσέας, 510
γιά κι αν τον είδε ατός του· φαίνεται πολυταξιδεμένος.»
Εύμαιε, και συ γυρνώντας έπειτα, χοιροβοσκέ, της είπες:
«Αχ, νά ᾽ταν οι Αχαιοί, βασίλισσα, για λίγο να σωπαίναν!
Και τί δεν ιστορεί! Θα γήτευε στα στήθη την καρδιά σου!
Μες στο καλύβι μου τον κράτησα τρεις νύχτες και τρεις μέρες, 515
τι ήρθε σε μένα πρώτα, φεύγοντας κρυφά από τ᾽ άρμενό του·
κι ωστόσο δε μου αποδηγήθηκε τα τόσα βάσανά του.
Στον τραγουδάρη πώς τα μάτια σου στυλώνεις, πού ᾽χει μάθει
τραγούδια απ᾽ τους θεούς πανέμορφα και ψάλλει στους ανθρώπους,
και λαχταράς ν᾽ ακούς ατέλειωτα, σαν πιάσει το τραγούδι· 520
παρόμοια κι εκεινού με γήτευαν τα λόγια στο μαντρί μου.
Ήταν στην Κρήτη λέει το σπίτι του, στου Μίνωα την πατρίδα,
και φίλος γονικός μού πέτουνταν πως είναι του Οδυσσέα,
κι ως νά ᾽ρθει εδώ χιλιοπαράδειρε και χιλιοβασανίστη.
Να λέει δε σταματάει πως άκουσε για το θεϊκό Οδυσσέα 525
πως βρίσκεται κοντά, στων Θεσπρωτών τη μυριοπλούσια χώρα,
και ζει και κουβαλά αξετίμητα πολλά μαζί του πλούτη.»
Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«Σύρε και πες του νά ᾽ρθει, μόνος του να μου τα πει, και τούτοι
ας ξεφαντώνουν στις αυλόπορτες απόξω καθισμένοι 530
γιά μες στο σπίτι, αφού χαρούμενη νογούνε την καρδιά τους ―
πώς όχι; αφού κρατιέται απείραχτο το βιος στ᾽ αρχοντικά τους
κι απ᾽ το κρασί και το σιτάρι τους μονάχα οι δούλοι τρώνε,
κι ατοί τους κάθε μέρα βρίσκουνται στο σπίτι το δικό μας
τ᾽ αρνιά μας σφάζοντας, τα βόδια μας και τις παχιές μας γίδες, 535
χαροκοπώντας, το φλογόμαυρο ξοδιάζοντας κρασί μας,
ανέγνοιοι· κι όλα εδώ ασωτεύουνται, κι άντρας κανείς δεν είναι,
ως ο Οδυσσέας, από το σπίτι μας το χαλασμό να διώξει.
Μα αν ο Οδυσσέας ερχόταν κι έφτανε στη γη την πατρική του,
με τον υγιό του θα γδικιώνουνταν γοργά τις ανομιές τους.» 540
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«ἔσθι᾽ ἕκηλος, ξεῖνε, καθήμενος, ἢ ἄπιθ᾽ ἄλλῃ,
μή σε νέοι διὰ δώματ᾽ ἐρύσσωσ᾽, οἷ᾽ ἀγορεύεις,
ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός, ἀποδρύψωσι δὲ πάντα.» 480
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως νεμέσησαν·
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«Ἀντίνο᾽, οὐ μὲν κάλ᾽ ἔβαλες δύστηνον ἀλήτην,
οὐλόμεν᾽, εἰ δή πού τις ἐπουράνιος θεός ἐστι.
καί τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες ἀλλοδαποῖσι, 485
παντοῖοι τελέθοντες, ἐπιστρωφῶσι πόληας,
ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες, ὁ δ᾽ οὐκ ἐμπάζετο μύθων.
Τηλέμαχος δ᾽ ἐν μὲν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε
βλημένου, οὐδ᾽ ἄρα δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν, 490
ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
Τοῦ δ᾽ ὡς οὖν ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια
βλημένου ἐν μεγάρῳ, μετ᾽ ἄρα δμῳῇσιν ἔειπεν·
«αἴθ᾽ οὕτως αὐτόν σε βάλοι κλυτότοξος Ἀπόλλων.»
τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρυνόμη ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν· 495
«εἰ γὰρ ἐπ᾽ ἀρῇσιν τέλος ἡμετέρῃσι γένοιτο·
οὐκ ἄν τις τούτων γε ἐΰθρονον Ἠῶ ἵκοιτο.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«μαῖ᾽, ἐχθροὶ μὲν πάντες, ἐπεὶ κακὰ μηχανόωνται·
Ἀντίνοος δὲ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικε. 500
ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα
ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει·
ἔνθ᾽ ἄλλοι μὲν πάντες ἐνέπλησάν τ᾽ ἔδοσάν τε,
οὗτος δὲ θρήνυι πρυμνὸν βάλε δεξιὸν ὦμον.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς ἀγόρευε μετὰ δμῳῇσι γυναιξίν, 505
ἡμένη ἐν θαλάμῳ· ὁ δ᾽ ἐδείπνει δῖος Ὀδυσσεύς.
ἡ δ᾽ ἐπὶ οἷ καλέσασα προσηύδα δῖον ὑφορβόν·
«ἔρχεο, δῖ᾽ Εὔμαιε, κιὼν τὸν ξεῖνον ἄνωχθι
ἐλθέμεν, ὄφρα τί μιν προσπτύξομαι ἠδ᾽ ἐρέωμαι
εἴ που Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠὲ πέπυσται 510
ἢ ἴδεν ὀφθαλμοῖσι· πολυπλάγκτῳ γὰρ ἔοικε.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«εἰ γάρ τοι, βασίλεια, σιωπήσειαν Ἀχαιοί·
οἷ᾽ ὅ γε μυθεῖται, θέλγοιτό κέ τοι φίλον ἦτορ.
τρεῖς γὰρ δή μιν νύκτας ἔχον, τρία δ᾽ ἤματ᾽ ἔρυξα 515
ἐν κλισίῃ· πρῶτον γὰρ ἔμ᾽ ἵκετο νηὸς ἀποδράς·
ἀλλ᾽ οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀοιδὸν ἀνὴρ ποτιδέρκεται, ὅς τε θεῶν ἒξ
ἀείδῃ δεδαὼς ἔπε᾽ ἱμερόεντα βροτοῖσι,
τοῦ δ᾽ ἄμοτον μεμάασιν ἀκουέμεν, ὁππότ᾽ ἀείδῃ· 520
ὣς ἐμὲ κεῖνος ἔθελγε παρήμενος ἐν μεγάροισι.
φησὶ δ᾽ Ὀδυσσῆος ξεῖνος πατρώϊος εἶναι,
Κρήτῃ ναιετάων, ὅθι Μίνωος γένος ἐστίν.
ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ᾽ ἵκετο πήματα πάσχων,
προπροκυλινδόμενος· στεῦται δ᾽ Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι 525
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,
ζωοῦ· πολλὰ δ᾽ ἄγει κειμήλια ὅνδε δόμονδε.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«ἔρχεο, δεῦρο κάλεσσον, ἵν᾽ ἀντίον αὐτὸς ἐνίσπῃ.
οὗτοι δ᾽ ἠὲ θύρῃσι καθήμενοι ἑψιαάσθων 530
ἢ αὐτοῦ κατὰ δώματ᾽, ἐπεί σφισι θυμὸς ἐΰφρων.
αὐτῶν μὲν γὰρ κτήματ᾽ ἀκήρατα κεῖτ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
σῖτος καὶ μέθυ ἡδύ· τὰ μὲν οἰκῆες ἔδουσιν,
οἱ δ᾽ εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα,
βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας, 535
εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον
μαψιδίως· τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται· οὐ γὰρ ἔπ᾽ ἀνήρ,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι.
εἰ δ᾽ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾽ ἐς πατρίδα γαῖαν,
αἶψά κε σὺν ᾧ παιδὶ βίας ἀποτίσεται ἀνδρῶν.» 540