Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 16 στ. 434-481
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, της αποκρίθη κι είπε:
«Κουράγιο, Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα! 435
Θέλω για τούτα να μη γνοιάζεσαι καθόλου στην καρδιά σου·
άντρας δεν είναι κι ουδέ βρίσκεται κι ουδέ ποτέ θα γένει,
που χέρι απάνω στον Τηλέμαχο θ᾽ απλώσει, τον υγιό σου,
εγώ όσο ζω κι όσο τα μάτια μου τη γης θωρούν ετούτη.
Το λόγο που θα πω αφουγκράσου τον, τι σίγουρα θα γένει: 440
ευτύς θ᾽ αναβρυσίσει το αίμα του τρογύρα απ᾽ το δικό μου
κοντάρι· τι κι εγώ στα γόνατα του καστροπολεμίτη
έχω Οδυσσέα καθίσει, ως μού ᾽βαζε ψητό στα χέρια κρέας,
και κόκκινο στα χείλη μού ᾽φερνε κρασί να πιω· για τούτο
πιότερο απ᾽ όλους τον Τηλέμαχο μες στην καρδιά τον έχω. 445
Κι ουδέ και νά ᾽χει φόβο, θάνατο πως θά ᾽βρει απ᾽ τους μνηστήρες·
μα αν είναι νά ᾽ρθει απ᾽ τους αθάνατους, αυτόν δεν τον ξεφεύγει.»
Έτσι την γκάρδιωνε, κι ας έκλωθε μονάχος του το φόνο.
Κι αυτή γυρνώντας κι ανεβαίνοντας στα λιόφωτα τ᾽ ανώγια
τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου 450
της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκό στα μάτια γύπνο.
Είχε βραδιάσει, ο θείος σαν έφτασε χοιροβοσκός να σμίξει
τον Οδυσσέα και τον Τηλέμαχο, που σύνταζαν το δείπνο,
μονοχρονιάρη χοίρο σφάζοντας. Κι ήρθε η Αθηνά η Παλλάδα
και στου Λαέρτη δίπλα εστάθηκε το γιο, τον Οδυσσέα, 455
και τον ξανάκανε, χτυπώντας τον με το ραβδί της, γέρο,
και ρούχα στο κορμί τού φόρεσε λερά, ο χοιροβοσκός του
να μη τον δει κι ανανογιώντας τον το μυστικό δεν κρύψει,
μονάχα τρέξει και στη φρόνιμη το πει την Πηνελόπη.
Και πρώτα μίλησε ο Τηλέμαχος κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε: 460
«Καλώς το θείο τον Εύμαιο! Γρίκησες κανένα νέο στη χώρα;
Οι πέρφανοι μνηστήρες διάγειραν απ᾽ το καρτέρι τάχα,
γιά ακόμα τριγυρνούν φυλάγοντας ποιάν ώρα θα γυρίσω;»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και τού πες:
«Γι᾽ αυτά που τώρα λες δε γνοιάστηκα διαβαίνοντας το κάστρο 465
κανέναν να ρωτήσω· μ᾽ έβιαζε μαθές πολύ η ψυχή μου
μιαν ώρα αρχύτερα το μήνυμα να πάω και να διαγείρω.
Μα κάποιον βρήκα απ᾽ τους συντρόφους σου γοργό μαντατοφόρο,
τον κράχτη, πού ᾽φερε στη μάνα σου το μήνυμά σου πρώτος.
Κι ακόμα κάτι, με τα μάτια μου που τό ᾽χω δεί, κατέχω· 470
καθώς γυρνούσα πίσω, βρέθηκα στου Ερμή που λεν το λόφο,
πάνω απ᾽ την πόλη, κι ως αγνάντεψα, θωρώ καράβι ξάφνου
γοργό να μπαίνει στο λιμάνι μας με πλήθος άντρες μέσα,
και νά ᾽ναι φορτωμένο δίμυτα κοντάρια και σκουτάρια·
και τότε αυτοί πως είναι απείκασα, μα σίγουρος δεν είμαι.» 475
Αυτά ειπε, κι ο αντρειανός Τηλέμαχος γυρνάει με χαμογέλιο,
κρυφά απ᾽ τον Εύμαιο, στον πατέρα του, κοιτώντας τον στα μάτια.
Κι απ᾽ τις δουλειές τους μόλις σκόλασαν κι ετοίμασαν τις τάβλες,
ετρώγαν, κι είχαν, ως εταίριαζε, καθείς το μερτικό του.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο, 480
στην κλίνη επλάγιασαν και φράθηκαν την άγια του ύπνου χάρη.
Τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα·
«κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια, 435
θάρσει· μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.
οὐκ ἔσθ᾽ οὗτος ἀνὴρ οὐδ᾽ ἔσσεται οὐδὲ γένηται,
ὅς κεν Τηλεμάχῳ σῷ υἱέϊ χεῖρας ἐποίσει
ζώοντός γ᾽ ἐμέθεν καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται· 440
αἶψά οἱ αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρὶ
ἡμετέρῳ, ἐπεὶ ἦ καὶ ἐμὲ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς
πολλάκι γούνασιν οἷσιν ἐφεσσάμενος κρέας ὀπτὸν
ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν ἐπέσχε τε οἶνον ἐρυθρόν.
τῷ μοι Τηλέμαχος πάντων πολὺ φίλτατός ἐστιν 445
ἀνδρῶν, οὐδέ τί μιν θάνατον τρομέεσθαι ἄνωγα
ἔκ γε μνηστήρων· θεόθεν δ᾽ οὐκ ἔστ᾽ ἀλέασθαι.»
Ὣς φάτο θαρσύνων, τῷ δ᾽ ἤρτυεν αὐτὸς ὄλεθρον.
ἡ μὲν ἄρ᾽ εἰσαναβᾶσ᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον 450
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
Ἑσπέριος δ᾽ Ὀδυσῆϊ καὶ υἱέϊ δῖος ὑφορβὸς
ἤλυθεν· οἱ δ᾽ ἄρα δόρπον ἐπισταδὸν ὁπλίζοντο,
σῦν ἱερεύσαντες ἐνιαύσιον. αὐτὰρ Ἀθήνη
ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα 455
ῥάβδῳ πεπληγυῖα πάλιν ποίησε γέροντα,
λυγρὰ δὲ εἵματα ἕσσε περὶ χροΐ, μή ἑ συβώτης
γνοίη ἐσάντα ἰδὼν καὶ ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ
ἔλθοι ἀπαγγέλλων μηδὲ φρεσὶν εἰρύσσαιτο.
Τὸν καὶ Τηλέμαχος πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπεν· 460
«ἦλθες, δῖ᾽ Εὔμαιε. τί δὴ κλέος ἔστ᾽ ἀνὰ ἄστυ;
ἦ ῥ᾽ ἤδη μνηστῆρες ἀγήνορες ἔνδον ἔασιν
ἐκ λόχου, ἦ ἔτι μ᾽ αὖθ᾽ εἰρύαται οἴκαδ᾽ ἰόντα;»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι 465
ἄστυ καταβλώσκοντα· τάχιστά με θυμὸς ἀνώγει
ἀγγελίην εἰπόντα πάλιν δεῦρ᾽ ἀπονέεσθαι.
ὡμήρησε δέ μοι παρ᾽ ἑταίρων ἄγγελος ὠκύς,
κῆρυξ, ὃς δὴ πρῶτος ἔπος σῇ μητρὶ ἔειπεν.
ἄλλο δέ τοι τό γε οἶδα· τὸ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν. 470
ἤδη ὑπὲρ πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν,
ἦα κιών, ὅτε νῆα θοὴν ἰδόμην κατιοῦσαν
ἐς λιμέν᾽ ἡμέτερον· πολλοὶ δ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐν αὐτῇ,
βεβρίθει δὲ σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι·
καί σφεας ὠΐσθην τοὺς ἔμμεναι, οὐδέ τι οἶδα.» 475
Ὣς φάτο, μείδησεν δ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο
ἐς πατέρ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἰδών, ἀλέεινε δ᾽ ὑφορβόν.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα,
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, 480
κοίτου τε μνήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.