Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 437-492
Είπε, κι αυτοί, καθώς τους γύρευε, τον όρκο εδώκαν όλοι·
τότε η γυναίκα, ως είδε κι άμοσαν και τέλεψαν τον όρκο,
πήρε ξανά και τους αρμήνευε κι αυτά τούς λέει τα λόγια:
“Τώρα μιλιά ! Το νου σας έχετε, κανείς να μη μου ανοίξει 440
κουβέντα απ᾽ όλους τους συντρόφους σας, στη βρύση γιά στη στράτα
αν με ανταμώσει· κάποιος βλέποντας μπορεί να το μηνύσει
του γέρου αφέντη· κακοβάνοντας εκείνος θα με ρίξει
σε ανήλεες άλυσες, και θάνατο για σας θα μελετήσει.
Το μυστικό κρατάτε, κάνετε γοργά τις αγορές σας, 445
κι από πραμάτειες το καράβι σας σα θά ᾽χει πια γεμίσει,
μηνάτε μού το δίχως άργητα στο αρχοντικό που μένω.
Θα κουβαλήσω εγώ και μάλαμα, στα χέρια μου όσο πέσει.
Κι άλλον ακόμα ναύλο, αν ήθελα, μπορούσα να πλερώσω·
εγώ το γιο ανασταίνω του άρχοντα μες στο παλάτι τώρα, 450
παιδί ξυπνό, που τρέχει πίσω μου, καθώς με ιδεί να βγαίνω.
Αυτόν τον φέρνω στο καράβι σας, να τον μοσκοπουλήστε,
όπου βρεθείτε ταξιδεύοντας σε αλλόγλωσσους ανθρώπους.”
Ως είπε αυτά, σηκώθη κι έφυγε για τ᾽ όμορφο παλάτι.
Κι εκείνοι μείναν χρόνο ολάκερο μαζί μας εκεί πέρα, 455
και βιος εσώριαζαν αρίφνητο στο βαθουλό καράβι.
Και σαν καλοφορτώθη τ᾽ άρμενο, για να μπορούν να φύγουν,
στείλαν μαντάτορα, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα·
ήρθε στο σπίτι ενας παμπόνηρος κι ένα γιορντάνι εκράτει,
που οι χάντρες του οι χρυσές συνάλλαζαν με τις κεχριμπαρένιες. 460
Κι όπως στο σπίτι μέσα οι δούλες μας κι η σεβαστή μου η μάνα
το ψαχουλεύαν με τα χέρια τους, το τρώγαν με τα μάτια
να το αγοράσουν παζαρεύοντας, κρυφά τής γνέφει εκείνος,
και μόλις έγνεψε, πισώστρεψε στο βαθουλό καράβι.
Κι αυτή με πήρε κι όξω μ᾽ έβγαλε, κρατώντας με απ᾽ το χέρι, 465
και στο χαγιάτι εβρήκε, ως διάβαινε, ποτήρια και τραπέζια ―
των καλεσμένων, πού ᾽χε ο κύρης μου για συβουλάτορές του·
κι ως είχαν φύγει για τη σύναξη και τη γεροντική τους,
με βιάση εκείνη πήρε κι έκρυψε στον κόρφο της τρεις κούπες
κι όξω τις έβγαλε, κι ακλούθηξα κι εγώ στην ξαστοχιά μου. 470
Και πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι,
κι εμείς οι δυο τρεχάτοι φτάσαμε στο ξακουστό λιμάνι,
κει που άραζε το γοργοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
Κι ως μας ανέβασαν κι ανέβηκαν κι αυτοί, με πρίμο αγέρα
σταλμένο από το Δία στης θάλασσας αρμένιζαν τις στράτες. 475
Μέρες κρατούσεν έξι ο δρόμος μας ακέριες, νύχτα μέρα,
μα στις εφτά, τη νέα σαν έφερε του Κρόνου ο γιος ημέρα,
σκοτώνει τη γυναίκα, ρίχνοντας, η Αρτέμιδα η δοξεύτρα,
κι εκείνη στου αμπαριού τ᾽ απόνερα γκρεμίστη, σαν το γλάρο.
Αυτήν στη θάλασσα την πέταξαν, οι φώκιες και τα ψάρια 480
για να τη φαν, και μένα μ᾽ άφηκαν μονάχο στον καημό μου.
Κι ως στην Ιθάκη τούς κουβάλησαν τα κύματα κι οι ανέμοι,
απ᾽ τα δικά του πλούτη δίνοντας με αγόρασε ο Λαέρτης.
Τ᾽ άκουσες τώρα πώς τα μάτια μου τον τόπο αυτό αντικρίσαν.»
Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος του απηλογήθη κι είπε: 485
«Εύμαιε, στα στήθη πώς ξεσήκωσες αλήθεια την καρδιά μου,
τις συφορές ανιστορώντας μου μια μια που σού ᾽χουν λάχει!
Μα ο Δίας κι ένα καλό σού εχάρισε κοντά στα βάσανά σου,
τι ο αφέντης που σε πήρε σπίτι του μετά από τόσα πάθη
είναι καλός και νά ᾽χεις γνοιάζεται φαγί, κρασί, οσο θέλεις, 490
κι είναι καλή η ζωή που χαίρεσαι· μα εγώ σε πολιτείες
πολλές εδώ κι εκεί παράδειρα, στα μέρη σας πριν φτάσω.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπόμνυον ὡς ἐκέλευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,
τοῖς δ᾽ αὖτις μετέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
“σιγῇ νῦν, μή τίς με προσαυδάτω ἐπέεσσιν 440
ὑμετέρων ἑτάρων, ξυμβλήμενος ἢ ἐν ἀγυιῇ
ἤ που ἐπὶ κρήνῃ· μή τις ποτὶ δῶμα γέροντι
ἐλθὼν ἐξείπῃ, ὁ δ᾽ ὀϊσάμενος καταδήσῃ
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ, ὑμῖν δ᾽ ἐπιφράσσετ᾽ ὄλεθρον.
ἀλλ᾽ ἔχετ᾽ ἐν φρεσὶ μῦθον, ἐπείγετε δ᾽ ὦνον ὁδαίων. 445
ἀλλ᾽ ὅτε κεν δὴ νηῦς πλείη βιότοιο γένηται,
ἀγγελίῃ μοι ἔπειτα θοῶς πρὸς δώμαθ᾽ ἱκέσθω·
οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅτις χ᾽ ὑποχείριος ἔλθῃ·
καὶ δέ κεν ἄλλ᾽ ἐπίβαθρον ἐγὼν ἐθέλουσά γε δοίην.
παῖδα γὰρ ἀνδρὸς ἐῆος ἐνὶ μεγάροις ἀτιτάλλω, 450
κερδαλέον δὴ τοῖον, ἅμα τροχόωντα θύραζε·
τόν κεν ἄγοιμ᾽ ἐπὶ νηός, ὁ δ᾽ ὑμῖν μυρίον ὦνον
ἄλφοι, ὅπῃ περάσητε κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους.”
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πρὸς δώματα καλά,
οἱ δ᾽ ἐνιαυτὸν ἅπαντα παρ᾽ ἡμῖν αὖθι μένοντες 455
ἐν νηῒ γλαφυρῇ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι,
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί.
ἤλυθ᾽ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρὸς
χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ᾽ ἠλέκτροισιν ἔερτο. 460
τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐν μεγάρῳ δμῳαὶ καὶ πότνια μήτηρ
χερσίν τ᾽ ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο,
ὦνον ὑπισχόμεναι· ὁ δὲ τῇ κατένευσε σιωπῇ.
ἦ τοι ὁ καννεύσας κοίλην ἐπὶ νῆα βεβήκει,
ἡ δ᾽ ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε. 465
εὗρε δ᾽ ἐνὶ προδόμῳ ἠμὲν δέπα ἠδὲ τραπέζας
ἀνδρῶν δαιτυμόνων, οἵ μευ πατέρ᾽ ἀμφεπένοντο.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐς θῶκον πρόμολον δήμοιό τε φῆμιν,
ἡ δ᾽ αἶψα τρί᾽ ἄλεισα κατακρύψασ᾽ ὑπὸ κόλπῳ
ἔκφερεν· αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀεσιφροσύνῃσι. 470
δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἡμεῖς δ᾽ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν ὦκα κιόντες·
ἔνθ᾽ ἄρα Φοινίκων ἀνδρῶν ἦν ὠκύαλος νηῦς.
οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,
νὼ ἀναβησάμενοι· ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν. 475
ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων,
τὴν μὲν ἔπειτα γυναῖκα βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
ἄντλῳ δ᾽ ἐνδούπησε πεσοῦσ᾽ ὡς εἰναλίη κήξ.
καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι 480
ἔκβαλον· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ·
τοὺς δ᾽ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ,
ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσι.»
Τὸν δ᾽ αὖ διογενὴς Ὀδυσεὺς ἠμείβετο μύθῳ· 485
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα δή μοι ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ὄρινας
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἄλγεα θυμῷ.
ἀλλ᾽ ἦ τοι σοὶ μὲν παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκε
Ζεύς, ἐπεὶ ἀνδρὸς δώματ᾽ ἀφίκεο πολλὰ μογήσας
ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε 490
ἐνδυκέως, ζώεις δ᾽ ἀγαθὸν βίον· αὐτὰρ ἐγώ γε
πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω.»