Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 11 στ. 465-540
Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας, 465
βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα.
Κι ήρθε η ψυχή και μας αντάμωσε του ξακουστού Αχιλλέα,
Κι ήταν μαζί οι ψυχές του Πάτροκλου και του άψεγου Αντιλόχου,
και του Αίαντα, που όλους και στο ανάριμμα νικούσε και στο διώμα
τους Δαναούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα. 470
Κι ως η ψυχή του γοργοπόδαρου με γνώρισε Αχιλλέα,
μέσα σε κλάματα ανεμάρπαστα μου συντυχαίνει λόγια:
“Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
απόκοτε! σαν τί τρανότερο θα στοχαστείς ακόμα;
Αλήθεια, πώς το αποδυνάστηκες να κατεβείς στον Άδη, 475
όπου οι νεκροί διανεύουν άπραγοι, των πεθαμένων οι ίσκιοι;”
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά τού δίνω:
“Γιε του Πηλέα, που ο πιο λιοντόκαρδος στους Αχαιούς λογιόσουν,
ήταν ανάγκη εδώ που μ᾽ έφερε, να πάρω την ορμήνια
του Τειρεσία, στην κακοτράχαλη το πώς θα φτάσω Ιθάκη. 480
Τη χώρα ακόμα την αργίτισσα δε ζύγωσα, τη γη μου
δεν πάτησα· τυράννια ατέλειωτα με δέρνουν. Μα από σένα
άλλος αλήθεια πιο καλότυχος μήτε έγινε, Αχιλλέα,
μήτε θα γίνει· σε δοξάζαμε σαν τους θεούς οι Αργίτες,
όσο που ζούσες· τώρα ξέχωρα μες στους νεκρούς ορίζεις, 485
εδώ που βρίσκεσαι· μη θλίβεσαι λοιπόν για το χαμό σου.”
Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι αυτά μού απηλογήθη:
“Άσ᾽ τα, Οδυσσέα τρανέ, κι ο θάνατος δεν παίρνει παρηγόρια!
Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος
σε αφέντη πού ᾽χασε τον κλήρο του κι είναι το βιος του λίγο, 490
παρά ολωνών εδώ των άψυχων νεκρών ο ρήγας νά ᾽μαι.
Για τον υγιό μου τον περίλαμπρο γιά πες μου τώρα κάτι·
ήρθε κι αυτός ν᾽ ανοίξει πόλεμο στους πρώτους πρώτους μέσα,
γιά κι όχι; Ακόμα για τον άψεγο Πηλέα τί ξέρεις πες μου·
και τώρα τιμημένος βρίσκεται στους πλήθιους Μυρμιδόνες, 495
γιά πια δεν τον ψηφούν ολόγυρα στη Φθία και στην Ελλάδα,
πού ᾽χει γεράσει και του κόπηκαν τα χέρια και τα πόδια;
τι εγώ πια δεν του παραστέκουμαι, δε ζω στο φως του γήλιου
και νά ᾽μαι ως τότε, στην απλόχωρη την Τροία που πολεμούσα
και σκότωνα αντρειανούς, το θάνατο να διώξω απ᾽ τους Αργίτες. 500
Τέτοιος και μια στιγμή να γύριζα στο πατρικό παλάτι,
κάποιοι θα τρόμαζαν τη λύσσα μου, τ᾽ ανίκητά μου χέρια,
όσοι ζητούν το βασιλίκι του μεβιάς να του στερήσουν.”
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά τού δίνω:
“Τίποτε αλήθεια για τον άψεγο Πηλέα δεν έχω ακούσει· 505
μονάχα για το Νεοπτόλεμο, τον ακριβό το γιο σου,
την πάσα αλήθεια, ως μου το γύρεψες, θα μολογήσω τώρα:
Ατός μου πα στο καλοζύγιαστο, το βαθουλό καράβι
στους Αχαιούς τους λιονταρόψυχους τον έφερα απ᾽ τη Σκύρο.
Και κάθε που βουλές κινούσαμε στης Τροίας το κάστρο γύρα, 510
πρώτος μιλώντας πάντα θά ᾽βρισκε τον ταιριασμένο λόγο·
μονάχα απ᾽ τον ισόθεο Νέστορα νικιόταν κι από μένα.
Μα σα χτυπιόμαστε συνάρματοι στων Τρώων τον κάμπο κάτω,
μες στο σωρό ποτέ δεν έμενε και στο στρατό τον πλήθιο,
μόν᾽ μπρος τραβούσε και δεν άφηνε κανείς να τον περάσει. 515
Κι ήταν περίσσιοι αυτοί που σκότωσε στην άγρια μάχη μέσα·
όλο το πλήθος είναι αβόλετο να πω, να νοματίσω,
πού ᾽χει σκοτώσει παραστέκοντας τους Δαναούς ο γιος σου.
Τί ήταν εκείνος που απ᾽ το χάλκινο κοντάρι του εσωριάστη,
ο γιος του Τήλεφου, ο λιοντόκαρδος Ευρύπυλος! Και πλήθος 520
Κητιώτες γύρω του σκοτώνουνταν ― για τα γυναίκεια δώρα!
Πιο όμορφο, εξόν το θείο το Μέμνονα, δεν έχω ιδεί από κείνον.
Κι όντας μες στο άλογο χωνόμασταν, πού ᾽χε ο Επειός σκαρώσει,
οι πιο αντρειωμένοι Αργίτες, κι όριζα τα πάντα εγώ, το στέριο
πότε ν᾽ ανοίξω τον κρυψώνα μας και πότε να τον κλείσω, 525
των Αχαιών οι επίλοιποι άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες
τα δάκρυα τους σφουγγίζαν, κι έτρεμαν του καθενός τα γόνα.
Το γιο σου μοναχά τα μάτια μου δεν είδαν να χλωμιάζει
καθόλου στο πανώριο πρόσωπο κι από τα μάγουλά του
τα δάκρυα να σφουγγάει, μόν᾽ γύρευε με χίλια παρακάλια 530
να βγεί από τ᾽ άλογο, κι ακράγγιζε τη φούχτα του σπαθιού του
και το χαλκόβαρο κοντάρι του, κακά στους Τρώες λογιώντας.
Μα ως το καστρί του Πρίαμου πήραμε το απόγκρεμο, κινούσε
μαζί το μερτικό του παίρνοντας και πλούσιο αρχοντομοίρι,
ύγιος κι απείραχτος· δε βρέθηκε μακριάθε να τον κρούσει 535
γιά από κοντά με τα χαλκάρματα κανένας, σε πολέμους
ως γίνεται συχνά, κι αδιάλεχτα ξανάβει του Άρη η λύσσα.”
Έτσι μιλούσα· του γοργόποδου τότε η ψυχή Αχιλλέα
με δρασκελιές μεγάλες κίνησε στο ασφοδελό λιβάδι
χαρούμενη να φεύγει, ως άκουσε για την αντρειά του γιου του. 540
Νῶϊ μὲν ὣς ἐπέεσσιν ἀμειβομένω στυγεροῖσιν 465
ἕσταμεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες·
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
καὶ Πατροκλῆος καὶ ἀμύμονος Ἀντιλόχοιο
Αἴαντός θ᾽, ὃς ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλείωνα. 470
ἔγνω δὲ ψυχή με ποδώκεος Αἰακίδαο,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
σχέτλιε, τίπτ᾽ ἔτι μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μήσεαι ἔργον;
πῶς ἔτλης Ἄϊδόσδε κατελθέμεν, ἔνθα τε νεκροὶ 475
ἀφραδέες ναίουσι, βροτῶν εἴδωλα καμόντων;»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
ἦλθον Τειρεσίαο κατὰ χρέος, εἴ τινα βουλὴν
εἴποι, ὅπως Ἰθάκην ἐς παιπαλόεσσαν ἱκοίμην· 480
οὐ γάρ πω σχεδὸν ἦλθον Ἀχαιΐδος οὐδέ πω ἁμῆς
γῆς ἐπέβην, ἀλλ᾽ αἰὲν ἔχω κακά· σεῖο δ᾽, Ἀχιλλεῦ,
οὔ τις ἀνὴρ προπάροιθε μακάρτερος οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὀπίσσω.
πρὶν μὲν γάρ σε ζωὸν ἐτίομεν ἶσα θεοῖσιν
Ἀργεῖοι, νῦν αὖτε μέγα κρατέεις νεκύεσσιν 485
ἐνθάδ᾽ ἐών· τῷ μή τι θανὼν ἀκαχίζευ, Ἀχιλλεῦ.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ᾽ Ὀδυσσεῦ.
βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρὶ παρ᾽ ἀκλήρῳ, ᾧ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, 490
ἢ πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τοῦ παιδὸς ἀγαυοῦ μῦθον ἐνίσπες,
ἢ ἕπετ᾽ ἐς πόλεμον πρόμος ἔμμεναι ἦε καὶ οὐκί.
εἰπὲ δέ μοι Πηλῆος ἀμύμονος εἴ τι πέπυσσαι,
ἢ ἔτ᾽ ἔχει τιμὴν πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν, 495
ἦ μιν ἀτιμάζουσιν ἀν᾽ Ἑλλάδα τε Φθίην τε,
οὕνεκά μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε.
οὐ γὰρ ἐγὼν ἐπαρωγὸς ὑπ᾽ αὐγὰς ἠελίοιο,
τοῖος ἐὼν οἷός ποτ᾽ ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ
πέφνον λαὸν ἄριστον, ἀμύνων Ἀργείοισιν. 500
εἰ τοιόσδ᾽ ἔλθοιμι μίνυνθά περ ἐς πατέρος δῶ,
τῷ κέ τεῳ στύξαιμι μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους,
οἳ κεῖνον βιόωνται ἐέργουσίν τ᾽ ἀπὸ τιμῆς.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«ἦ τοι μὲν Πηλῆος ἀμύμονος οὔ τι πέπυσμαι, 505
αὐτάρ τοι παιδός γε Νεοπτολέμοιο φίλοιο
πᾶσαν ἀληθείην μυθήσομαι, ὥς με κελεύεις·
αὐτὸς γάρ μιν ἐγὼ κοίλης ἐπὶ νηὸς ἐΐσης
ἤγαγον ἐκ Σκύρου μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
ἦ τοι ὅτ᾽ ἀμφὶ πόλιν Τροίην φραζοίμεθα βουλάς, 510
αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων·
Νέστωρ δ᾽ ἀντίθεος καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω.
αὐτὰρ ὅτ᾽ ἐν πεδίῳ Τρώων μαρναίμεθ᾽ Ἀχαιοί,
οὔ ποτ᾽ ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν οὐδ᾽ ἐν ὁμίλῳ,
ἀλλὰ πολὺ προθέεσκε, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων· 515
πολλοὺς δ᾽ ἄνδρας ἔπεφνεν ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι.
πάντας δ᾽ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾽ ὀνομήνω,
ὅσσον λαὸν ἔπεφνεν ἀμύνων Ἀργείοισιν,
ἀλλ᾽ οἷον τὸν Τηλεφίδην κατενήρατο χαλκῷ,
ἥρω᾽ Εὐρύπυλον· πολλοὶ δ᾽ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι 520
Κήτειοι κτείνοντο γυναίων εἵνεκα δώρων.
κεῖνον δὴ κάλλιστον ἴδον μετὰ Μέμνονα δῖον.
αὐτὰρ ὅτ᾽ εἰς ἵππον κατεβαίνομεν, ὃν κάμ᾽ Ἐπειός,
Ἀργείων οἱ ἄριστοι, ἐμοὶ δ᾽ ἐπὶ πάντ᾽ ἐτέταλτο,
ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν λόχον ἠδ᾽ ἐπιθεῖναι· 525
ἔνθ᾽ ἄλλοι Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες
δάκρυά τ᾽ ὠμόργνυντο, τρέμον θ᾽ ὑπὸ γυῖα ἑκάστου·
κεῖνον δ᾽ οὔ ποτε πάμπαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσιν
οὔτ᾽ ὠχρήσαντα χρόα κάλλιμον οὔτε παρειῶν
δάκρυ᾽ ὀμορξάμενον· ὁ δέ με μάλα πόλλ᾽ ἱκέτευεν 530
ἱππόθεν ἐξέμεναι, ξίφεος δ᾽ ἐπεμαίετο κώπην
καὶ δόρυ χαλκοβαρές, κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν,
μοῖραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν
ἀσκηθής, οὔτ᾽ ἂρ βεβλημένος ὀξέϊ χαλκῷ 535
οὔτ᾽ αὐτοσχεδίην οὐτασμένος, οἷά τε πολλὰ
γίγνεται ἐν πολέμῳ· ἐπιμὶξ δέ τε μαίνεται Ἄρης.»
Ὣς ἐφάμην, ψυχὴ δὲ ποδώκεος Αἰακίδαο
φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ᾽ ἀσφοδελὸν λειμῶνα,
γηθοσύνη, ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι. 540