Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 10 στ. 496-574
Στα λόγια της θεάς μού εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
και στο κλινάρι της καθούμενος θρηνούσα· πια η ψυχή μου
δεν ήθελε να ζει, να χαίρεται το φως του ηλιού στον κόσμο.
Μα σαν πια απόκαμα να μύρουμαι και να στρουφοκυλιούμαι,
γυρνώντας στη θεά, την έκραξα κι αυτά τής συντυχαίνω: 500
“Κίρκη, και ποιός θ᾽ ανέβει στο άρμενο, το δρόμο να μου δείξει;
Με το καράβι του δεν έφτασε κανείς στον Άδη ακόμα!”
Είπα, κι εκείνη ευτύς, η αρχόντισσα θεά, μου απηλογήθη:
“Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
μην το γνοιαστείς αν στο πλεούμενο σου λείψει ο κυβερνήτης! 505
Μόν᾽ στήσε το κατάρτι κι άπλωσε τ᾽ άσπρα πανιά και κάθου,
κι εκείνο απ᾽ του Βοριά το φύσημα μονάχο θ᾽ αρμενίζει.
Μα σύντας πια με το καράβι σου τον Ωκεανό περάσεις,
στη χέρσα ακρογιαλιά το πάναγνο της Περσεφόνης δάσο
θα βρείς, γεμάτο λεύκες τρίψηλες κι ιτιές καρπορημάχτρες. 510
Και σαν αράξεις το καράβι σου στο βαθιορεματάρη
τον Ωκεανό, στον Άδη κίνησε να πας το μουχλιασμένο.
Χύνουνται εκεί ο Πυριφλεγέθοντας κι ο Κωκυτός, που βγαίνει
από τη Στύγα, στον Αχέροντα· τα δυο ποτάμια σμίγουν
λίγο πιο πάνω τα βροντόλαλα· στη μέση κι ένας βράχος. 515
Κει πέρα φτάνοντας, αντρόκαρδε, καθώς σου ορίζω τώρα,
λάκκο ως μια πήχη πάρε κι άνοιξε του μάκρους και του φάρδους,
και πρόσφερε χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους·
πρώτα μελόγαλα και δεύτερα κρασί γλυκό να χύσεις,
νερό στο τέλος, και πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω. 520
Και κάνε στων νεκρών παράκληση τ᾽ ανέψυχα κεφάλια,
και τάξε, στην Ιθάκη φτάνοντας την πιο τρανή σου στέρφα
γελάδα να τους σφάξεις, καίγοντας μαζί περίσσια δώρα.
Του Τειρεσία να τάξεις ξέχωρα κριγιό, γι᾽ αυτόν μονάχα,
μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά σου μέσα. 525
Κι ως στων νεκρών των πολυδόξαστων δεηθείς τα πλήθη πρώτα,
μια προβατίνα σφάξε ολόμαυρη κι έναν κριγιό, στα σκότη
γυρνώντας τα· μα εσύ τα μάτια σου πέρα μεριά να στρέψεις,
στου ποταμού μαθές τα ρέματα· σε λίγο θ᾽ αντικρίσεις
πλήθος ψυχές νεκρών που εχάθηκαν να φτάνουν μαζεμένες. 530
Πρόσταξε τότε τους συντρόφους σου να γδάρουν τα σφαγάρια,
που θα κειτόνται απ᾽ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα,
και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν,
στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη.
Και συ καθούμενος ανάσυρε το κοφτερό απ᾽ τη μέση 535
σπαθί, και των νεκρών τ᾽ ανέψυχα κεφάλια μην αφήνεις
κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση σου δώσει ο Τειρεσίας.
Σε μια στιγμή το μάντη νά ᾽ρχεται, ρηγάρχη, θ᾽ αντικρίσεις,
που θα σου πει ποιός θά ᾽ναι ο δρόμος σου, της στράτας σου το μάκρος,
και πώς τα ψαροθρόφα πέλαγα περνώντας θα διαγείρεις.” 540
Τέτοια τη νύχτα εκείνη μού ᾽λεγε, κι ως πρόβαλε σε λίγο
η Αυγή η χρυσόθρονη, μου φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα,
κι ατή της η ξωθιά χιονόθωρο μακρύ μαντί φορούσε,
ψιλό, χαριτωμένο, κι έβαλε στη μέση της ζωνάρι
ώριο, χρυσό, και στο κεφάλι της απάνω μια μαντίλα. 545
Κι εγώ τις κάμαρες διαβαίνοντας τους σύντροφούς μου σμίγω,
και με γλυκόλογα τους γκάρδιωνα μιλώντας σ᾽ έναν έναν:
“Πια μην κοιμάστε στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο,
κι η σεβαστή θεά μού αρμήνεψε το δρόμο ― μόνο πάμε!”
Έτσι τους μίλησα κι η πέρφανη καρδιά τους τ᾽ αποδέχτη. 550
Μήτε και δώθε πήρα ανέβλαβους τους σύντροφούς μου ωστόσο·
κάποιος Ελπήνορας, πιο νιούτσικος απ᾽ όλους, που μεγάλη
δεν είχε δείξει αντρειά στον πόλεμο κι ουδ᾽ έκοβεν ο νους του,
τούτος δροσιά ζητώντας, τράβηξε, βαρύς απ᾽ το μεθύσι,
να ξαπλωθεί μακριά απ᾽ τους σύντροφους ψηλά στο ανώι της Κίρκης. 555
Ξάφνου, ως εφεύγαν οι άλλοι, αγρίκησε φωνές και ποδολάτι,
κι ορθός πετάχτη· μα λησμόνησε στου νου την παραζάλη
την αψηλήν οπούθε ανέβηκε να κατεβεί τη σκάλα,
κι απ᾽ τη σκεπή γραμμή γκρεμίστηκε, κι ως βγήκε απ᾽ τα σφοντύλια
κι έσπασε ο σβέρκος του, κατέβηκε στον Άδη κι η ψυχή του. 560
Κι ως μαζευτήκαν οι άλλοι, εκίνησα τα λόγια και τους είπα:
“Θα λέτε τώρα για τα σπίτια μας, τη γη την πατρική μας
κινάμε· ωστόσο μας αρμήνεψε μιαν άλλη στράτα η Κίρκη,
στης Περσεφόνης της ανήμερης και στου Άδη τα παλάτια,
χρησμό από την ψυχή να πάρουμε του Τειρεσία του μάντη.” 565
Αυτά ειπα, κι εκεινών εράγισε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
και κάθισαν στη γη και γόζουνταν, τραβώντας τα μαλλιά τους,
μα δίχως όφελος ― τί κέρδιζαν αλήθεια από τους θρήνους;
Κι ως για το ακρόγιαλο κινούσαμε και το γοργό καράβι
βαριά θλιμμένοι, και τα μάτια μας πλημμύριζαν στο κλάμα, 570
έτρεξε η Κίρκη προσπερνώντας μας, και δίπλα στο άρμενό μας
έδεσε, δίχως να τη νιώσουμε, τη μαύρη προβατίνα
και τον κριγιό. Θνητός ποιός δύνεται να ιδεί θεό να φτάνει,
γιά και να φεύγει, με τα μάτια του, χωρίς να θέλει εκείνος;
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ·
κλαῖον δ᾽ ἐν λεχέεσσι καθήμενος, οὐδέ νύ μοι κῆρ
ἤθελ᾽ ἔτι ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο.
αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενός τ᾽ ἐκορέσθην,
καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπον· 500
«Ὦ Κίρκη, τίς γὰρ ταύτην ὁδὸν ἡγεμονεύσει;
εἰς Ἄϊδος δ᾽ οὔ πώ τις ἀφίκετο νηῒ μελαίνῃ.»
Ὣς ἐφάμην, ἡ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμείβετο δῖα θεάων·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ παρὰ νηῒ μελέσθω, 505
ἱστὸν δὲ στήσας ἀνά θ᾽ ἱστία λευκὰ πετάσσας
ἧσθαι· τὴν δέ κέ τοι πνοιὴ Βορέαο φέρῃσιν.
ἀλλ᾽ ὁπότ᾽ ἂν δὴ νηῒ δι᾽ Ὠκεανοῖο περήσῃς,
ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης,
μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι, 510
νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ,
αὐτὸς δ᾽ εἰς Ἀΐδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα.
ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσι
Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ,
πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων· 515
ἔνθα δ᾽ ἔπειθ᾽, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε κελεύω,
βόθρον ὀρύξαι ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσι,
πρῶτα μελικρήτῳ, μετέπειτα δὲ ἡδέϊ οἴνῳ,
τὸ τρίτον αὖθ᾽ ὕδατι· ἐπὶ δ᾽ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν. 520
πολλὰ δὲ γουνοῦσθαι νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
ἐλθὼν εἰς Ἰθάκην στεῖραν βοῦν, ἥ τις ἀρίστη,
ῥέξειν ἐν μεγάροισι πυρήν τ᾽ ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν,
Τειρεσίῃ δ᾽ ἀπάνευθεν ὄϊν ἱερευσέμεν οἴῳ
παμμέλαν᾽, ὃς μήλοισι μεταπρέπει ὑμετέροισιν. 525
αὐτὰρ ἐπὴν εὐχῇσι λίσῃ κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν,
ἔνθ᾽ ὄϊν ἀρνειὸν ῥέζειν θῆλύν τε μέλαιναν
εἰς Ἔρεβος στρέψας, αὐτὸς δ᾽ ἀπονόσφι τραπέσθαι
ἱέμενος ποταμοῖο ῥοάων· ἔνθα δὲ πολλαὶ
ψυχαὶ ἐλεύσονται νεκύων κατατεθνηώτων. 530
δὴ τότ᾽ ἔπειθ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι
μῆλα, τὰ δὴ κατάκειτ᾽ ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ,
δείραντας κατακῆαι, ἐπεύξασθαι δὲ θεοῖσιν,
ἰφθίμῳ τ᾽ Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ Περσεφονείῃ·
αὐτὸς δὲ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ 535
ἧσθαι, μηδὲ ἐᾶν νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα
αἵματος ἆσσον ἴμεν πρὶν Τειρεσίαο πυθέσθαι.
ἔνθα τοι αὐτίκα μάντις ἐλεύσεται, ὄρχαμε λαῶν,
ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου
νόστον θ᾽, ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα.» 540
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς.
ἀμφὶ δέ με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα ἕσσεν·
αὐτὴ δ᾽ ἀργύφεον φᾶρος μέγα ἕννυτο νύμφη,
λεπτὸν καὶ χαρίεν, περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ
καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην. 545
αὐτὰρ ἐγὼ διὰ δώματ᾽ ἰὼν ὄτρυνον ἑταίρους
μειλιχίοις ἐπέεσσι παρασταδὸν ἄνδρα ἕκαστον·
«Μηκέτι νῦν εὕδοντες ἀωτεῖτε γλυκὺν ὕπνον,
ἀλλ᾽ ἴομεν· δὴ γάρ μοι ἐπέφραδε πότνια Κίρκη.»
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾽ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ. 550
οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
Ἐλπήνωρ δέ τις ἔσκε νεώτατος, οὔτε τι λίην
ἄλκιμος ἐν πολέμῳ οὔτε φρεσὶν ᾗσιν ἀρηρώς,
ὅς μοι ἄνευθ᾽ ἑτάρων ἱεροῖς ἐν δώμασι Κίρκης
ψύχεος ἱμείρων, κατελέξατο οἰνοβαρείων· 555
κινυμένων δ᾽ ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας
ἐξαπίνης ἀνόρουσε καὶ ἐκλάθετο φρεσὶν ᾗσιν
ἄψορρον καταβῆναι ἰὼν ἐς κλίμακα μακρήν,
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν· ἐκ δέ οἱ αὐχὴν
ἀστραγάλων ἐάγη, ψυχὴ δ᾽ Ἄϊδόσδε κατῆλθεν. 560
ἐρχομένοισι δὲ τοῖσιν ἐγὼ μετὰ μῦθον ἔειπον·
«Φάσθε νύ που οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
ἔρχεσθ᾽· ἄλλην δ᾽ ἧμιν ὁδὸν τεκμήρατο Κίρκη
εἰς Ἀΐδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης
ψυχῇ χρησομένους θηβαίου Τειρεσίαο.» 565
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ,
ἑζόμενοι δὲ κατ᾽ αὖθι γόων τίλλοντό τε χαίτας·
ἀλλ᾽ οὐ γάρ τις πρῆξις ἐγίγνετο μυρομένοισιν.
Ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐπὶ νῆα θοὴν καὶ θῖνα θαλάσσης
ᾔομεν ἀχνύμενοι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες, 570
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰχομένη Κίρκη παρὰ νηῒ μελαίνῃ
ἀρνειὸν κατέδησεν ὄϊν θῆλύν τε μέλαιναν,
ῥεῖα παρεξελθοῦσα· τίς ἂν θεὸν οὐκ ἐθέλοντα
ὀφθαλμοῖσιν ἴδοιτ᾽ ἢ ἔνθ᾽ ἢ ἔνθα κιόντα;