Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 9 στ. 436-499
Έτσι προσμέναμε στενάζοντας τη θείαν Αυγή να φέξει.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
για τη βοσκή με ορμή ξεχύθηκαν τ᾽ αρσενικά να βγούνε.
Με σπαργωμένα τα μαστάρια τους, ανάρμεχτα, στις μάντρες
τα θηλυκά βελάζαν άπαυτα· κι ο αφέντης τους, σε πόνους 440
μέσα ανημέρωτους, ψαχούλευε των κριαριών τις πλάτες,
ορθά ως διαβαίναν· τούτο ο ανέμυαλος δεν ένιωσε, πως ήταν
κάτω απ᾽ τα στήθη των δασόμαλλων αρνιών δεμένοι εκείνοι!
Στερνός, ολόστερνος ετράβηξε να βγεί ο κριγιός ο μέγας,
τι το μαλλί κι εγώ τον βάραιναν, πού ᾽χα σκεφτεί το δόλο. 445
Κι αυτά ειπε ο δυνατός Πολύφημος, καθώς τον ψαχουλούσε:
“Κριάρι μου καλό, τί μού ᾽παθες και βγαίνεις απ᾽ το σπήλιο
έτσι στερνό; Δε μένεις άλλοτε ξοπίσω απ᾽ το κοπάδι·
πρώτο κινάς γοργά στ᾽ ολόδροσο γρασίδι να βοσκήσεις,
πρώτο τη στράτα παίρνεις τρέχοντας στου ποταμού το ρέμα, 450
και πρώτο να γυρίσεις βιάζεσαι το δειλινό στη μάντρα.
Τώρα κινάς στερνό κι ολόστερνο! Του αφέντη σου το μάτι
μην κλαις και συ, που του το τύφλωσε με πίβουλους συντρόφους
ένας κιοτής, το νου του παίρνοντας με το κρασί; ― ο Κανένας!
Όμως ακόμα λέω δεν ξέφυγε κι αυτός το χαλασμό του! 455
Τα ίδια με μένα τώρα αν ένιωθες και μπόρειες να μιλήσεις,
να μου φανέρωνες πού κρύβεται και φεύγει την οργή μου,
θα τον ετσάκιζα βροντώντας τον στο χώμα, τα μυαλά του
να σκορπιστούν στο σπήλιο ολόγυρα, ν᾽ αλάφρωνε η καρδιά μου,
τόσα ο Κανένας που μου φόρτωσε τυράννια ο τιποτένιος!” 460
Σαν είπε τούτα, αφήκε λεύτερο να φύγει το κριάρι.
Μόλις το σπήλιο πίσω αφήκαμε και την αυλή του, πρώτος
λύθηκα εγώ και καταπιάστηκα να λύσω και τους άλλους·
μετά με βιάση τα λιγνόποδα, καλόθρεφτα κριάρια,
όλο ξοπίσω μας κοιτάζοντας, λαλούμε ως το καράβι. 465
Κει πέρα φτάνοντας μας δέχτηκαν χαρούμενοι οι συντρόφοι
για όσους γλιτώσαμε απ᾽ το θάνατο, και κλαίγαν για τους άλλους.
Μα εγώ τους έγνεφα σηκώνοντας τα φρύδια πια να πάψουν
να κλαιν, μόν᾽ τα πολλά καλότριχα κριάρια να βιαστούνε
στο πλοίο να μπάσουν, πια να φύγουμε πα στ᾽ αρμυρά πελάγη. 470
Κι αυτοί ανεβήκαν δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Μα σύντας τόσο αλάργα βρέθηκα, που να μου ακούν το λάλο,
με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντάς του:
“Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες 475
με αγριότη ανήμερη τους σύντροφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
Οι τόσες αδικιές σου, ανέσπλαχνε, θα σ᾽ έβρισκαν μια μέρα ―
συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι
να φας· γι᾽ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σού το πλερώσαν.”
Είπα, κι ως πιότερο του φούντωσε στα στήθη η οργή, ξεκόβει 480
ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει·
κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι
καταστεριάς το πλοίο μας τό ᾽σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας, 485
κι απ᾽ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητά μας.
Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντάς τους
με το κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα·
κι αυτοί μπροστά ριχτήκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν. 490
Μα σύντας πια το κύμα σκίζοντας διπλιάσαμε το δρόμο,
ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι συντρόφοι
άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντάς με:
“Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τί θες κι αγγρίζεις άντρα;
Πριν λίγο βράχο μάς σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω 495
καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
μ᾽ ένα αγκαθόβραχο που θά ᾽ριχνε, τόσο που πάει, δικό μας
κεφάλι δε θ᾽ απόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!”
ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
καὶ τότ᾽ ἔπειτα νομόνδ᾽ ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα,
θήλειαι δ᾽ ἐμέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς·
οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο. ἄναξ δ᾽ ὀδύνῃσι κακῇσι 440
τειρόμενος πάντων ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα
ὀρθῶν ἑσταότων· τὸ δὲ νήπιος οὐκ ἐνόησεν,
ὥς οἱ ὑπ᾽ εἰροπόκων ὀΐων στέρνοισι δέδεντο.
ὕστατος ἀρνειὸς μήλων ἔστειχε θύραζε,
λάχνῳ στεινόμενος καὶ ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι. 445
τὸν δ᾽ ἐπιμασσάμενος προσέφη κρατερὸς Πολύφημος·
«Κριὲ πέπον, τί μοι ὧδε διὰ σπέος ἔσσυο μήλων
ὕστατος; οὔ τι πάρος γε λελειμμένος ἔρχεαι οἰῶν,
ἀλλὰ πολὺ πρῶτος νέμεαι τέρεν᾽ ἄνθεα ποίης
μακρὰ βιβάς, πρῶτος δὲ ῥοὰς ποταμῶν ἀφικάνεις, 450
πρῶτος δὲ σταθμόνδε λιλαίεαι ἀπονέεσθαι
ἑσπέριος· νῦν αὖτε πανύστατος. ἦ σὺ ἄνακτος
ὀφθαλμὸν ποθέεις, τὸν ἀνὴρ κακὸς ἐξαλάωσε
σὺν λυγροῖς ἑτάροισι, δαμασσάμενος φρένας οἴνῳ,
Οὖτις, ὃν οὔ πώ φημι πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον. 455
εἰ δὴ ὁμοφρονέοις ποτιφωνήεις τε γένοιο
εἰπεῖν ὅππῃ κεῖνος ἐμὸν μένος ἠλασκάζει·
τῷ κέ οἱ ἐγκέφαλός γε διὰ σπέος ἄλλυδις ἄλλῃ
θεινομένου ῥαίοιτο πρὸς οὔδεϊ, κὰδ δέ κ᾽ ἐμὸν κῆρ
λωφήσειε κακῶν, τά μοι οὐτιδανὸς πόρεν Οὖτις.» 460
Ὣς εἰπὼν τὸν κριὸν ἀπὸ ἕο πέμπε θύραζε.
ἐλθόντες δ᾽ ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους τε καὶ αὐλῆς
πρῶτος ὑπ᾽ ἀρνειοῦ λυόμην, ὑπέλυσα δ᾽ ἑταίρους.
καρπαλίμως δὲ τὰ μῆλα ταναύποδα, πίονα δημῷ,
πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, ὄφρ᾽ ἐπὶ νῆα 465
ἱκόμεθ᾽· ἀσπάσιοι δὲ φίλοις ἑτάροισι φάνημεν,
οἳ φύγομεν θάνατον· τοὺς δὲ στενάχοντο γοῶντες.
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐκ εἴων, ἀνὰ δ᾽ ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ,
κλαίειν· ἀλλ᾽ ἐκέλευσα θοῶς καλλίτριχα μῆλα
πόλλ᾽ ἐν νηῒ βαλόντας ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ. 470
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον·
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
ἀλλ᾽ ὅτε τόσσον ἀπῆν ὅσσον τε γέγωνε βοήσας,
καὶ τότ᾽ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων κερτομίοισι·
«Κύκλωψ, οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες ἀνάλκιδος ἀνδρὸς ἑταίρους 475
ἔδμεναι ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ κρατερῆφι βίηφι.
καὶ λίην σέ γ᾽ ἔμελλε κιχήσεσθαι κακὰ ἔργα,
σχέτλι᾽, ἐπεὶ ξείνους οὐχ ἅζεο σῷ ἐνὶ οἴκῳ
ἐσθέμεναι· τῷ σε Ζεὺς τίσατο καὶ θεοὶ ἄλλοι.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾽ ἔπειτα χολώσατο κηρόθι μᾶλλον· 480
ἧκε δ᾽ ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο,
κὰδ δ᾽ ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο
τυτθόν, ἐδεύησεν δ᾽ οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι.
ἐκλύσθη δὲ θάλασσα κατερχομένης ὑπὸ πέτρης·
τὴν δ᾽ αἶψ᾽ ἤπειρόνδε παλιρρόθιον φέρε κῦμα, 485
πλημυρὶς ἐκ πόντοιο, θέμωσε δὲ χέρσον ἱκέσθαι.
αὐτὰρ ἐγὼ χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντὸν
ὦσα παρέξ· ἑτάροισι δ᾽ ἐποτρύνας ἐκέλευσα
ἐμβαλέειν κώπῃς, ἵν᾽ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν,
κρατὶ κατανεύων· οἱ δὲ προπεσόντες ἔρεσσον. 490
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν,
καὶ τότ᾽ ἐγὼ Κύκλωπα προσηύδων· ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἐρήτυον ἄλλοθεν ἄλλος·
«Σχέτλιε, τίπτ᾽ ἐθέλεις ἐρεθιζέμεν ἄγριον ἄνδρα;
ὃς καὶ νῦν πόντονδε βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα 495
αὖτις ἐς ἤπειρον, καὶ δὴ φάμεν αὐτόθ᾽ ὀλέσθαι.
εἰ δὲ φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος ἄκουσε,
σύν κεν ἄραξ᾽ ἡμέων κεφαλὰς καὶ νήϊα δοῦρα
μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών· τόσσον γὰρ ἵησιν.»