Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 8 στ. 433-498
Είπε, κι η Αρήτη ευτύς επρόσταξε τις δούλες της να στήσουν,
χωρίς να χάσουν ώρα, τρίποδο πα στη φωτιά λεβέτι.
Κι αυτές το λουτρολέβετο έστησαν στη λαμπαδούσα φλόγα, 435
νερό το γέμισαν, κι ως άναψαν κάτω δαδιά, εσκεπάστη
του λεβετιού η κοιλιά απ᾽ το σύφλογο και το νερό ζεστάθη.
Η Αρήτη ωστόσο απ᾽ το κελάρι της μιαν όμορφη κασέλα
είπε και φέραν για τον ξένο της, και στοίβαζε τα δώρα
των Φαίακων τα τρανά, τα πάγκαλα ― τα ρούχα, το χρυσάφι. 440
Μαντί κι ωραίο χιτώνα τού ᾽βαλεν ακόμα απ᾽ τα δικά της,
κι έτσι γυρνώντας ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ατός σου κοίταξε το σκέπασμα, μετά σφιχτόδεσέ το,
μήπως κανένας στο ταξίδι σου βρεθεί και το πειράξει,
σε γλυκόν ύπνο αν γείρεις, στο άρμενο το μαύρο ως ταξιδεύεις.» 445
Τα λόγια τούτα ο θείος, πολύπαθος σαν άκουσε Οδυσσέας,
πήρε και σφάλισε το σκέπασμα και με πιδέξιο κόμπο,
που τού ᾽χε μάθει η Κίρκη κάποτε, μεμιάς το σφιχτοδένει.
Στην ώρα πάνω κι η κελάρισσα τον κάλεσε ν᾽ ανέβει
και να λουστεί· κι εκείνος χάρηκε ζεστά λουτρά σαν είδε· 450
τόση δεν είχε καλοπόρεψη συχνά μαθές, αφόντας
της Καλυψώς της καλοπλέξουδης παράτησε το σπίτι·
τι εκείνη σα θεό τον γνοιάζουνταν αλήθεια νύχτα μέρα.
Κι αφού τον λούσαν και τον άλειψαν με μύρο οι παρακόρες
και με πανέμορφη τον έντυσαν χλαμύδα και χιτώνα, 455
απ᾽ το λουτρό κινώντας τράβηξε να πάει στους κρασοπότες.
Κι η Ναυσικά, που απ᾽ τους αθάνατους την ομορφιά ειχε δώρο,
πλάι στου αντρωνίτη του καλόχτιστου τον παραστάτη εστάθη,
τον Οδυσσέα να ιδούν τα μάτια της και να τον καμαρώσει·
κι έτσι μιλώντας ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: 460
«Έχε γεια, ξένε! Στην πατρίδα σου σα φτάσεις κάποια μέρα,
μη μου ξεχνάς· πιο απ᾽ όλους τη χρωστάς σε μένα τη ζωή σου!»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Μακάρι, Ναυσικά, του αντρόκαρδου του Αλκίνου θυγατέρα,
να δώσει ο Δίας, ο κεραυνόχαρος της Ήρας άντρας, νά ᾽ρθω 465
στο σπίτι μου, τη μέρα κάποτε να ιδώ του γυρισμού μου!
Αν γύριζα, θα σου προσεύχομουν αδιάκοπα κει πέρα
σα σε θεά, τι εσύ μου χάρισες ζωή ξανά, παρθένα!»
Σαν είπε τούτα, πήγε κι έκατσε στο ρήγα Αλκίνοο δίπλα,
την ώρα που τα κρέατα μοίραζαν και το κρασί συγκέρνουν. 470
Κι ο κράχτης τον τρανό τούς έφερε τραγουδιστή, που ο κόσμος
τόνε τιμούσε, το Δημόδοκο, και μπρος σε μια κολόνα
ψηλή, για ν᾽ ακουμπάει, τον κάθισε, στους καλεσμένους μέσα.
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ασπροδοντάτου χοίρου
κόβει απ᾽ την πλάτη, που όλη γυάλιζε του πάχους, μια μερίδα 475
―την πιο μεγάλη πίσω αφήνοντας― και μίλησε του κράχτη:
«Νά, δώσε, κράχτη, στο Δημόδοκο να φάει το κρέας ετούτο,
για να του δείξω την αγάπη μου, κι ας νιώθω τόση πίκρα.
Όλοι οι θνητοί στους τραγουδάρηδες τιμή και σέβας δείχνουν,
γιατί είναι η Μούσα που τους έμαθε πολλούς σκοπούς, και πάντα 480
για τη γενιά των τραγουδάρηδων μεγάλη αγάπη νιώθει.»
Αυτά ειπε, κι ο διαλάλης τό ᾽φερε και τό ᾽βαλε στα χέρια
του ηρώου Δημόδοκου, που χάρηκε στα φρένα παίρνοντάς το.
Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια απλώσαν·
και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο, 485
γυρνώντας ο Οδυσσέας εμίλησε στον τραγουδάρη κι είπε:
«Απ᾽ όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, τιμώ περίσσια εσένα!
Ο Απόλλωνας γιά η Μούσα σ᾽ έμαθε, του γιου του Κρόνου η κόρη; ―
που τραγουδάς με τάξη κι όμορφα των Αχαιών τη μοίρα,
τί εκάμαν, τί έπαθαν, τί τράβηξαν μαθές οι Αργίτες ― όλα, 490
λες κι ήσουνα μπροστά γιά τ᾽ άκουσες από κανέναν άλλον.
Μα άλλαξε τώρα, το μαστόρεμα τραγούδα μας του αλόγου
του ξύλινου, ο Επειός πώς τό ᾽φτιασε μαζί με την Παλλάδα,
πώς ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος το ανέβασε στο κάστρο
της Τροίας, γεμάτο από πολέμαρχους, κι η πολιτεία κουρσεύτη. 495
Αν τούτα εσύ με τάξη κι όμορφα μας τα ιστορήσεις τώρα,
δε θα βρεθεί στον κόσμον άνθρωπος να μην του μολογήσω
θεός καλόγνωμος πως σού ᾽δωκε του τραγουδιού τη χάρη!»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀρήτη δὲ μετὰ δμῳῇσιν ἔειπεν
ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν ὅττι τάχιστα.
αἱ δὲ λοετροχόον τρίποδ᾽ ἕστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ, 435
ἐν δ᾽ ἄρ᾽ ὕδωρ ἔχεαν, ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον ἑλοῦσαι.
γάστρην μὲν τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, θέρμετο δ᾽ ὕδωρ.
τόφρα δ᾽ ἄρ᾽ Ἀρήτη ξείνῳ περικαλλέα χηλὸν
ἐξέφερεν θαλάμοιο, τίθει δ᾽ ἐνὶ κάλλιμα δῶρα,
ἐσθῆτα χρυσόν τε, τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν· 440
ἐν δ᾽ αὐτὴ φᾶρος θῆκεν καλόν τε χιτῶνα,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αὐτὸς νῦν ἴδε πῶμα, θοῶς δ᾽ ἐπὶ δεσμὸν ἴηλον,
μή τίς τοι καθ᾽ ὁδὸν δηλήσεται, ὁππότ᾽ ἂν αὖτε
εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον ἰὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ.» 445
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
αὐτίκ᾽ ἐπήρτυε πῶμα, θοῶς δ᾽ ἐπὶ δεσμὸν ἴηλε
ποικίλον, ὅν ποτέ μιν δέδαε φρεσὶ πότνια Κίρκη,
αὐτόδιον δ᾽ ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἀνώγει
ἔς ῥ᾽ ἀσάμινθον βάνθ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀσπασίως ἴδε θυμῷ 450
θερμὰ λοέτρ᾽, ἐπεὶ οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν,
ἐπεὶ δὴ λίπε δῶμα Καλυψοῦς ἠϋκόμοιο·
τόφρα δέ οἱ κομιδή γε θεῷ ὣς ἔμπεδος ἦεν.
τὸν δ᾽ ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν καὶ χρῖσαν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα, 455
ἔκ ῥ᾽ ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας
ἤϊε· Ναυσικάα δὲ θεῶν ἄπο κάλλος ἔχουσα
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
θαύμαζεν δ᾽ Ὀδυσῆα ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶσα,
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 460
«Χαῖρε, ξεῖν᾽, ἵνα καί ποτ᾽ ἐὼν ἐν πατρίδι γαίῃ
μνήσῃ ἐμεῖ᾽, ὅτι μοι πρώτῃ ζωάγρι᾽ ὀφέλλεις.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Ναυσικάα, θύγατερ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,
οὕτω νῦν Ζεὺς θείη, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης, 465
οἴκαδέ τ᾽ ἐλθέμεναι καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι·
τῶ κέν τοι καὶ κεῖθι θεῷ ὣς εὐχετοῴμην
αἰεὶ ἤματα πάντα· σὺ γάρ μ᾽ ἐβιώσαο, κούρη.»
Ἦ ῥα καὶ ἐς θρόνον ἷζε παρ᾽ Ἀλκίνοον βασιλῆα.
οἱ δ᾽ ἤδη μοίρας τ᾽ ἔνεμον κερόωντό τε οἶνον. 470
κῆρυξ δ᾽ ἐγγύθεν ἦλθεν ἄγων ἐρίηρον ἀοιδόν,
Δημόδοκον, λαοῖσι τετιμένον· εἷσε δ᾽ ἄρ᾽ αὐτὸν
μέσσῳ δαιτυμόνων, πρὸς κίονα μακρὸν ἐρείσας.
δὴ τότε κήρυκα προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς,
νώτου ἀποπροταμών, ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο, 475
ἀργιόδοντος ὑός, θαλερὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶς ἀλοιφή·
«Κῆρυξ, τῆ δή, τοῦτο πόρε κρέας, ὄφρα φάγῃσι,
Δημοδόκῳ, καί μιν προσπτύξομαι, ἀχνύμενός περ.
πᾶσι γὰρ ἀνθρώποισιν ἐπιχθονίοισιν ἀοιδοὶ
τιμῆς ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς, οὕνεκ᾽ ἄρα σφέας 480
οἴμας Μοῦσ᾽ ἐδίδαξε, φίλησε δὲ φῦλον ἀοιδῶν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, κῆρυξ δὲ φέρων ἐν χερσὶν ἔθηκεν
ἥρῳ Δημοδόκῳ· ὁ δ᾽ ἐδέξατο, χαῖρε δὲ θυμῷ.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, 485
δὴ τότε Δημόδοκον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Δημόδοκ᾽, ἔξοχα δή σε βροτῶν αἰνίζομ᾽ ἁπάντων·
ἢ σέ γε Μοῦσ᾽ ἐδίδαξε, Διὸς πάϊς, ἢ σέ γ᾽ Ἀπόλλων.
λίην γὰρ κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις,
ὅσσ᾽ ἔρξαν τ᾽ ἔπαθόν τε καὶ ὅσσ᾽ ἐμόγησαν Ἀχαιοί, 490
ὥς τέ που ἢ αὐτὸς παρεὼν ἢ ἄλλου ἀκούσας.
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον
δουρατέου, τὸν Ἐπειὸς ἐποίησεν σὺν Ἀθήνῃ,
ὅν ποτ᾽ ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀνδρῶν ἐμπλήσας οἳ Ἴλιον ἐξαλάπαξαν. 495
αἴ κεν δή μοι ταῦτα κατὰ μοῖραν καταλέξῃς,
αὐτίκ᾽ ἐγὼ πᾶσιν μυθήσομαι ἀνθρώποισιν
ὡς ἄρα τοι πρόφρων θεὸς ὤπασε θέσπιν ἀοιδήν.»