Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 3 στ. 385-429
Με τέτοια λόγια εκείνος δέουνταν, και σύγκλινε η Παλλάδα· 385
κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας ―πίσω οι γαμπροί κι οι γιοι του―
πήραν το δρόμο στο παλάτι τους ν᾽ ανέβουν το πανώριο.
Και σύντας φτάσαν πια στο ξακουστό του βασιλιά παλάτι,
αράδα πάνω σε καθίσματα και σε θρονιά καθίσαν.
Και τότε ο Νέστορας για χάρη τους συγκέρναε σε κροντήρι 390
κρασί γλυκόπιοτο· του το άνοιξε στα έντεκα χρόνια απάνω
τώρα η κελάρισσα ξεσφίγγοντας την κεφαλόδεσή του.
Τούτο ως συγκέρασεν ο γέροντας, κάνει σπονδή κι ευχόταν
στην Αθηνά, του βροντοσκούταρου του Δία τη θυγατέρα·
και σα σταλάξαν κι ήπιαν όλοι τους όσο η καρδιά ποθούσε, 395
ευτύς κινήσαν για το σπίτι του καθένας να πλαγιάσει.
Μα του Οδυσσέα του αρχοντογέννητου τον άξιο γιο κει πέρα
ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας σε καλοτρυπημένη
κλίνη τον κοίμισε, στο αχόλαλο το σκεπαστό του μέσα·
κι έβαλε πλάι του τον Πεισίστρατο τον αντρειανό να πέσει, 400
που από τους γιους του ακόμα ανύπαντρος καθόταν στο παλάτι·
ατός του στου αψηλού κοιμήθηκε του παλατιού το βάθος,
εκεί που τού ᾽στρωνε το ταίρι του και πλάγιαζε μαζί του.
Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας από την κλίνη ασκώθη, 405
κι ως βγήκεν έξω, πήγε κι έκατσε στα μαγλινά πεζούλια,
που ήταν χτισμένα απ᾽ έξω απ᾽ τις ψηλές του παλατιού του πόρτες
κατάσπρα, κι απ᾽ το λάδι ξάστραφταν· σε τούτα κι ο Νηλέας
παλιά εκαθόταν, που σοζύγιαζε με των θεών ο νους του.
Μα αυτόν τον είχε πάρει ο θάνατος κι είχε διαβεί στον Άδη. 410
Εκεί καθόταν τώρα ο Νέστορας, των Αχαιών ο πύργος,
κρατώντας το βασιλοράβδι του· τρογύρα εμαζωχτήκαν
όλοι του οι γιοι, την κλίνη αφήνοντας, ο Στράτης κι ο Περσέας
κι ο Εχέφρονας, ξοπίσω κι ο Άρητος κι ο ισόθεος Θρασυμήδης·
στερνός εσίμωσε ο Πεισίστρατος· φέραν μετά και βάλαν 415
και το θεόμορφο Τηλέμαχο να κάτσει στο πλευρό του·
κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας το λόγο επήρε πρώτος:
«Παιδιά μου αγαπημένα, γρήγορα να γένει η πεθυμιά μου,
για να γλυκάνω απ᾽ τους αθάνατους την Αθηνά πιο πρώτα,
που πρόβαλε μπροστά στα μάτια μου στο θείο λαμπρό τραπέζι. 420
Ομπρός, ας πάει στον κάμπο κάποιος σας για τη δαμάλα, νά ᾽ρθει
μιαν ώρα αρχύτερα, κι ως έρχεται, να τη λαλεί ο βουκόλος.
Άλλος στου αντρόκαρδου Τηλέμαχου το μελανό καράβι
να πάει να φέρει τους συντρόφους του, και δυο ν᾽ αφήσει μόνο.
Το χρυσικό Λαέρκη κάποιος σας ακόμα να φωνάξει, 425
να χύσει μάλαμα στα κέρατα τρογύρα της δαμάλας.
Οι επίλοιποι κοντά μου μείνετε, και μες στο αρχοντικό μας
πέστε στις δούλες το περίλαμπρο να μας γνοιαστούνε γιόμα,
κι άλλες νερό να φέρουν γάργαρο, κι άλλες θρονιά και ξύλα.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε Παλλὰς Ἀθήνη. 385
τοῖσιν δ᾽ ἡγεμόνευε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
υἱάσι καὶ γαμβροῖσιν, ἑὰ πρὸς δώματα καλά.
ἀλλ᾽ ὅτε δώμαθ᾽ ἵκοντο ἀγακλυτὰ τοῖο ἄνακτος,
ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,
τοῖς δ᾽ ὁ γέρων ἐλθοῦσιν ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν 390
οἴνου ἡδυπότοιο, τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ
ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσε·
τοῦ ὁ γέρων κρητῆρα κεράσσατο, πολλὰ δ᾽ Ἀθήνῃ
εὔχετ᾽ ἀποσπένδων, κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός, 395
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος,
τὸν δ᾽ αὐτοῦ κοίμησε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
Τηλέμαχον, φίλον υἱὸν Ὀδυσσῆος θείοιο,
τρητοῖς ἐν λεχέεσσιν, ὑπ᾽ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ,
πὰρ δ᾽ ἄρ᾽ ἐϋμμελίην Πεισίστρατον, ὄρχαμον ἀνδρῶν, 400
ὅς οἱ ἔτ᾽ ἠΐθεος παίδων ἦν ἐν μεγάροισιν·
αὐτὸς δ᾽ αὖτε καθεῦδε μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο,
τῷ δ᾽ ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὄρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆφι Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ, 405
ἐκ δ᾽ ἐλθὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐπὶ ξεστοῖσι λίθοισιν,
οἵ οἱ ἔσαν προπάροιθε θυράων ὑψηλάων
λευκοί, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος· οἷσ᾽ ἔπι μὲν πρὶν
Νηλεὺς ἵζεσκεν, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἤδη κηρὶ δαμεὶς Ἄϊδόσδε βεβήκει, 410
Νέστωρ αὖ τότ᾽ ἐφῖζε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν,
σκῆπτρον ἔχων. περὶ δ᾽ υἷες ἀολλέες ἠγερέθοντο
ἐκ θαλάμων ἐλθόντες, Ἐχέφρων τε Στρατίος τε
Περσεύς τ᾽ Ἄρητός τε καὶ ἀντίθεος Θρασυμήδης.
τοῖσι δ᾽ ἔπειθ᾽ ἕκτος Πεισίστρατος ἤλυθεν ἥρως, 415
πὰρ δ᾽ ἄρα Τηλέμαχον θεοείκελον εἷσαν ἄγοντες.
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«Καρπαλίμως μοι, τέκνα φίλα, κρηήνατ᾽ ἐέλδωρ,
ὄφρ᾽ ἦ τοι πρώτιστα θεῶν ἱλάσσομ᾽ Ἀθήνην,
ἥ μοι ἐναργὴς ἦλθε θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν. 420
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ὁ μὲν πεδίονδ᾽ ἐπὶ βοῦν ἴτω, ὄφρα τάχιστα
ἔλθῃσιν, ἐλάσῃ δὲ βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ·
εἷς δ᾽ ἐπὶ Τηλεμάχου μεγαθύμου νῆα μέλαιναν
πάντας ἰὼν ἑτάρους ἀγέτω, λιπέτω δὲ δύ᾽ οἴους·
εἷς δ᾽ αὖ χρυσοχόον Λαέρκεα δεῦρο κελέσθω 425
ἐλθεῖν, ὄφρα βοὸς χρυσὸν κέρασιν περιχεύῃ.
οἱ δ᾽ ἄλλοι μένετ᾽ αὐτοῦ ἀολλέες, εἴπατε δ᾽ εἴσω
δμῳῇσιν κατὰ δώματ᾽ ἀγακλυτὰ δαῖτα πένεσθαι,
ἕδρας τε ξύλα τ᾽ ἀμφὶ καὶ ἀγλαὸν οἰσέμεν ὕδωρ.»