Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 354-397
Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος τον άκουσε ο αντρειωμένος,
και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν: 355
«Μην τον χτυπάς με το κοντάρι σου, κι είναι άφταιγος! Κρατήσου!
Μα και το Μέδοντα να σώσουμε τον κράχτη, τι με γνοιάστη
από παιδί με αγάπη πάντα του στο αρχοντικό μας μέσα·
ξον ο Φιλοίτιος αν τον σκότωσε, γιά κι ο Εύμαιος, γιά κι ατός σου,
αν βρέθηκε μπροστά σου, ως χίμιζες στο αρχονταρίκι μέσα.» 360
Είπε, κι ο Μέδοντας τον άκουσεν ο μυαλωμένος, τι είχε
ζαρώσει κάτω από ᾽να κάθισμα και κείτουνταν χωμένος
σε νιόγδαρτο αγελαδοτόμαρο, του Χάρου να γλιτώσει.
Μεμιάς ξεπρόβαλε απ᾽ το κάθισμα κι εγδύθη το τομάρι,
κι έτρεξε αμέσως στου Τηλέμαχου τα γόνατα να πέσει, 365
και λόγια τού ᾽λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια:
«Εδώ ειμαι! Την ορμή σου κράτησε, καλέ, και του κυρού σου
μίλησε, μη μου δώσει θάνατο στην πλήθια δύναμή του
με κοφτερό χαλκό, μανιάζοντας που ρήμαξαν το βιος του
στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες οι άμυαλοι, και σένα σε αψηφούσαν.» 370
Αχνογελώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
«Τούτος σού στάθηκε και γλίτωσες· κάνε λοιπόν κουράγιο,
για να κατέχεις πια στα φρένα σου, νά ᾽χεις να λες και σ᾽ άλλους,
παρά κακό πόσο καλύτερο να κάνεις καλοσύνες.
Μα τώρα στην αυλή να κάτσετε, κι εσύ κι ο φουμισμένος 375
τραγουδιστής, μακριά απ᾽ τα γαίματα κι από το αρχονταρίκι,
ως να τελέψω μες στο σπίτι μου το πού ᾽ναι χρεία να γένει.»
Είπε, κι αυτοί κινώντας γρήγορα το αρχονταρίκι αφήκαν
και στου τρανού του Δία καθίσανε πλάι το βωμό, κι ολούθε
τα μάτια γύριζαν, προσμένοντας κάθε στιγμή το Χάρο. 380
Μα κι ο Οδυσσέας τα μάτια εγύριζε στο αρχονταρίκι ολούθε,
κανένας ζωντανός μην κρύβουνταν, του Χάρου να γλιτώσει.
Κι όλους ως πέρα μες στα γαίματα τους είδε και στις σκόνες
πεσμένους πλήθος, ψάρια θά ᾽λεγες που τά ᾽συραν ψαράδες
στο βαθουλό γιαλό απ᾽ τη θάλασσα την αφροκυματούσα 385
μέσα στα δίχτυα τα χιλιότρυπα, και τά ᾽ριξαν στον άμμο·
κι αυτά, απλωμένα εκεί, του πέλαγου το κύμα λαχταρούνε,
ως τη στιγμή που ο γήλιος λάμποντας το θάνατο τους δώσει.
Παρόμοια κι οι μνηστήρες κείτουνταν ο ένας απά στον άλλο.
Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος μιλώντας στον υγιό του: 390
«Τη βάγια την Ευρύκλεια κράξε μου, Τηλέμαχε, εδώ πέρα·
κάτι εχω να της πω, που μέσα μου πολύ το συλλογιέμαι.»
Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο,
κι αυτά στη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, χτυπώντας της την πόρτα:
«Σήκω, πολύχρονη γερόντισσα, που πιστατείς τις σκλάβες 395
γυναίκες μέσα στο παλάτι μας, καιρός πια νά ᾽ρθεις μέσα·
σε φώναξε μαθές ο κύρης μου, να σου μιλήσει κάτι.»
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ ἤκουσ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο,
αἶψα δ᾽ ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα· 355
«ἴσχεο μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ.
καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος,
εἰ δὴ μή μιν ἔπεφνε Φιλοίτιος ἠὲ συβώτης,
ἠὲ σοὶ ἀντεβόλησεν ὀρινομένῳ κατὰ δῶμα.» 360
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ ἤκουσε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς·
πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ θρόνον, ἀμφὶ δὲ δέρμα
ἕστο βοὸς νεόδαρτον, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν.
αἶψα δ᾽ ὑπὸ θρόνου ὦρτο, βοὸς δ᾽ ἀπέδυνε βοείην,
Τηλέμαχον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα προσαΐξας λάβε γούνων 365
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλ᾽, ἐγὼ μὲν ὅδ᾽ εἰμί, σὺ δ᾽ ἴσχεο· εἰπὲ δὲ πατρί,
μή με περισθενέων δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ,
ἀνδρῶν μνηστήρων κεχολωμένος, οἵ οἱ ἔκειρον
κτήματ᾽ ἐνὶ μεγάρῳ, σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον.» 370
Τὸν δ᾽ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«θάρσει, ἐπεὶ δή σ᾽ οὗτος ἐρύσατο καὶ ἐσάωσεν,
ὄφρα γνῷς κατὰ θυμόν, ἀτὰρ εἴπῃσθα καὶ ἄλλῳ,
ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ᾽ ἀμείνων.
ἀλλ᾽ ἐξελθόντες μεγάρων ἕζεσθε θύραζε 375
ἐκ φόνου εἰς αὐλήν, σύ τε καὶ πολύφημος ἀοιδός,
ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι ὅττεό με χρή.»
Ὣς φάτο, τὼ δ᾽ ἔξω βήτην μεγάροιο κιόντε,
ἑζέσθην δ᾽ ἄρα τώ γε Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν,
πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί. 380
Πάπτηνεν δ᾽ Ὀδυσεὺς καθ᾽ ἑὸν δόμον, εἴ τις ἔτ᾽ ἀνδρῶν
ζωὸς ὑποκλοπέοιτο, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν.
τοὺς δὲ ἴδεν μάλα πάντας ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι
πεπτεῶτας πολλούς, ὥς τ᾽ ἰχθύας, οὕς θ᾽ ἁλιῆες
κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης 385
δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ· οἱ δέ τε πάντες
κύμαθ᾽ ἁλὸς ποθέοντες ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται·
τῶν μέν τ᾽ Ἠέλιος φαέθων ἐξείλετο θυμόν·
ὣς τότ᾽ ἄρα μνηστῆρες ἐπ᾽ ἀλλήλοισι κέχυντο·
δὴ τότε Τηλέμαχον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 390
«Τηλέμαχ᾽, εἰ δ᾽ ἄγε μοι κάλεσον τροφὸν Εὐρύκλειαν,
ὄφρα ἔπος εἴπωμι τό μοι καταθύμιόν ἐστιν.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί,
κινήσας δὲ θύρην προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν·
«δεῦρο δὴ ὄρσο, γρηῢ παλαιγενές, ἥ τε γυναικῶν 395
δμῳάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρ᾽ ἡμετεράων·
ἔρχεο· κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός, ὄφρα τι εἴπῃ.»