Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 21 στ. 386-434
Είπε, κι ο λόγος του δεν έφυγε του κάκου· τρέχει η βάγια
και του αντρωνίτη δίχως άργητα του στέριου κλειει την πόρτα.
Μαζί ο Φιλοίτιος όξω πήδηξε δίχως μιλιά απ᾽ το σπίτι
και της αυλής της γυροτοίχιστης μαντάλωσε τις πόρτες·
και με κανάβινο ως τις έδεσε σκοινί, που στο χαγιάτι 390
βρήκε από πλοίο γερακομύτικο, στον αντρωνίτη μπήκε
και στο σκαμνί, ούθε ασκώθη, κάθισε ξανά, τον Οδυσσέα
κοιτάζοντας. Κι αυτός γυρόφερνε μια δω, μια κει το τόξο
κι απ᾽ όλες τις μεριές το ξέταζε, τα κέρατά του ο σκόρος
μην είχε φάει τυχόν, ο αφέντης του σα χρόνιζε στα ξένα. 395
Κι οι άλλοι μιλούσαν, ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Πώς το κοιτάζει έτσι παράξενα· κάτι σκαρώνει πάλε!
Θά ᾽χει κι αυτός μαθές στο σπίτι του δοξάρια σαν και τούτο,
γιά και να φτιάξει διαλογίζεται! Γιά δες τον πώς ολούθε
το γυροφέρνει ο κακορίζικος, χαμένος διακονιάρης!» 400
Και λέγαν άλλοι από τους νιούτσικους τους φαντασμένους τέτοια:
«Τόσο καλό να ιδεί κι αργότερα τούτος εδώ, μακάρι,
όσο μαθές θα βρεί τη δύναμη το τόξο να τανύσει!»
Έτσι μιλούσαν· ο πολύβουλος στο μεταξύ Οδυσσέας,
το μέγα του δοξάρι ως φούχτωσε και τό ᾽δε ολούθε γύρα, 405
σαν τραγουδάρης, πού ᾽ναι η τέχνη του να παίζει την κιθάρα
και δένει από τις δυο τις άκρες της αρνιού στριμμένη κόρδα
και στο καινούργιο της την τάνυσε στριφτάρι δίχως κόπο,
όμοια ο Οδυσσέας ετάνυσε εύκολα το μέγα του δοξάρι·
μετά την κόρδα του δοκίμασε με το δεξιό του χέρι, 410
κι εκείνη αχό γλυκόν ανάδωκε, σα νά ᾽ταν χελιδόνα.
Αγκούσα τους μνηστήρες πλάκωσε και χλώμιασε η θωριά τους·
κι ο Δίας βαριά ψηλάθε βρόντηξε, για τους θνητούς σημάδι·
κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος το χάρηκε Οδυσσέας,
που ο γιος του Κρόνου του δολόπλοκου σημάδι τού ᾽χε στείλει, 415
και τη σαγίτα αρπάει, που δίπλα του βρισκόταν στο τραπέζι
γυμνή· τι οι επίλοιπες απόμεναν στο σαϊτολόγο ακόμα ―
κι αυτές σε λίγο θα τις ένιωθαν οι Αργίτες στο κορμί τους·
κι ως το δοξάρι του μεσόπιασε, χορδή κι αγκίδια σέρνει,
κι απ᾽ το θρονί του, σημαδεύοντας γραμμή μπροστά, τη ρίχνει 420
καθούμενος· κι ούτ᾽ ένα ξέσφαλε πελέκι, από την πρώτη
τρύπα περνώντας, η χαλκόβαρη σαγίτα, μόν᾽ τα διάβη
μιαν άκρη ως άλλη· στον Τηλέμαχο μιλούσε τότε εκείνος:
«Δε σε ντροπιάζει ο ξένος, σπίτι σου, Τηλέμαχε, που εδέχτης·
δεν τον ελάθεψα το στόχο μου, κι ουδέ και το δοξάρι 425
να το τανύσω βασανίστηκα· το λέει η καρδιά μου ακόμα!
Την καταφρόνια δεν την άξιζα που μού ᾽χαν οι μνηστήρες.
Ωστόσο ειναι ώρα να συντάξουμε και δείπνο στους Αργίτες,
όσο που φέγγει, και ξεφάντωση να γίνει με τραγούδι
και με κιθάρα· τα τραπέζια μας αυτά ειναι που πρεπίζουν.» 430
Είπε, και με τα φρύδια τού ᾽γνεψε· κι εκείνος, του Οδυσσέα
ο γιος του αρχοντικού, ο Τηλέμαχος, το κοφτερό του εζώστη
σπαθί, κι αρπώντας το κοντάρι του, στον κύρη δίπλα εστάθη,
πλάι στο θρονί του, μες στη λιόφωτη, χαλκήν αρματωσιά του.
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τῇ δ᾽ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος,
κλήϊσεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων.
Σιγῇ δ᾽ ἐξ οἴκοιο Φιλοίτιος ἆλτο θύραζε,
κλήϊσεν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα θύρας εὐερκέος αὐλῆς.
κεῖτο δ᾽ ὑπ᾽ αἰθούσῃ ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης 390
βύβλινον, ᾧ ῥ᾽ ἐπέδησε θύρας, ἐς δ᾽ ἤϊεν αὐτός·
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἐπὶ δίφρον ἰών, ἔνθεν περ ἀνέστη,
εἰσορόων Ὀδυσῆα. ὁ δ᾽ ἤδη τόξον ἐνώμα
πάντῃ ἀναστρωφῶν, πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα,
μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος. 395
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ἦ τις θηητὴρ καὶ ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων·
ἤ ῥά νύ που τοιαῦτα καὶ αὐτῷ οἴκοθι κεῖται,
ἢ ὅ γ᾽ ἐφορμᾶται ποιησέμεν, ὡς ἐνὶ χερσὶ
νωμᾷ ἔνθα καὶ ἔνθα κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης.» 400
Ἄλλος δ᾽ αὖ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«αἲ γὰρ δὴ τοσσοῦτον ὀνήσιος ἀντιάσειεν
ὡς οὗτός ποτε τοῦτο δυνήσεται ἐντανύσασθαι.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν μνηστῆρες· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,
αὐτίκ᾽ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντῃ, 405
ὡς ὅτ᾽ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,
ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,
ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.
δεξιτερῇ δ᾽ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς· 410
ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
μνηστῆρσιν δ᾽ ἄρ᾽ ἄχος γένετο μέγα, πᾶσι δ᾽ ἄρα χρὼς
ἐτράπετο. Ζεὺς δὲ μεγάλ᾽ ἔκτυπε σήματα φαίνων·
γήθησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ὅττι ῥά οἱ τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω· 415
εἵλετο δ᾽ ὠκὺν ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ
γυμνός· τοὶ δ᾽ ἄλλοι κοίλης ἔντοσθε φαρέτρης
κείατο, τῶν τάχ᾽ ἔμελλον Ἀχαιοὶ πειρήσεσθαι.
τόν ῥ᾽ ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε,
αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος, ἧκε δ᾽ ὀϊστὸν 420
ἄντα τιτυσκόμενος, πελέκεων δ᾽ οὐκ ἤμβροτε πάντων
πρώτης στειλειῆς, διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἦλθε θύραζε
ἰὸς χαλκοβαρής· ὁ δὲ Τηλέμαχον προσέειπε·
«Τηλέμαχ᾽, οὔ σ᾽ ὁ ξεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει
ἥμενος, οὐδέ τι τοῦ σκοποῦ ἤμβροτον οὐδέ τι τόξον 425
δὴν ἔκαμον τανύων· ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν,
οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται.
νῦν δ᾽ ὥρη καὶ δόρπον Ἀχαιοῖσιν τετυκέσθαι
ἐν φάει, αὐτὰρ ἔπειτα καὶ ἄλλως ἑψιάασθαι
μολπῇ καὶ φόρμιγγι· τὰ γάρ τ᾽ ἀναθήματα δαιτός.» 430
Ἦ καὶ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσεν· ὁ δ᾽ ἀμφέθετο ξίφος ὀξὺ
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἀμφὶ δὲ χεῖρα φίλην βάλεν ἔγχεϊ, ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτοῦ
πὰρ θρόνον ἑστήκει κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ.