Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 20 στ. 345-394
Είπε ο Τηλέμαχος, και σήκωσε τότε η Αθηνά Παλλάδα 345
μες στους μνηστήρες γέλιο ακράτητο και θόλωσε το νου τους.
Λες κι ήταν ξένα τα σαγόνια τους που πήραν να γελούνε·
αίμα το κρέας που ετρώγαν στάλαζε, και πλημμυρίσαν δάκρυα
τα δυο τους μάτια, και τους έρχουνταν σε θρήνους να ξεσπάσουν.
Το λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης: 350
«Σαν τί κακό σάς δέρνει, δύστυχοι, κι έχουν ζωστεί με νύχτα
και οι κεφαλές σας και τα πρόσωπα και χαμηλά τα γόνα;
κι άναψε σύθρηνο, και γέμισαν τα μάγουλά σας δάκρυα,
και ραντισμένοι οι τοίχοι μ᾽ αίματα και τα ώρια μεσοδόκια·
ίσκιους πλημμύρισε κι η αυλόπορτα, κι η αυλή πλημμύρισε ίσκιους, 355
που ξεκινούν στα μαύρα Τρίσκοτα να κατεβούν, κι ο γήλιος
από τα ουράνια εχάθη, κι άπλωσε βαριά κατάχνια ολούθε!»
Αυτά ειπε, και μαζί του γέλασαν με την καρδιά τους όλοι·
κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, το λόγο πήρε κι είπε:
«Χαμένα τά ᾽χει ο ξένος, πού ᾽φτασε χτες το πρωί απ᾽ αλλούθε. 360
Γιά συνεβγάλτε τον οι νιούτσικοι, να φύγει και να τρέξει
στην αγορά, μια και του φάνηκεν εδώ πως είναι νύχτα!»
Και του αποκρίθη ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
«Δε σου ζητώ κανένα, Ευρύμαχε, για να με συνεβγάλει!
Έχω τ᾽ αφτιά μου και τα μάτια μου, κι έχω τα δυο μου πόδια, 365
κι έχω και νου γερό στα στήθη μου, που όλα σωστά τα κρίνει.
Με αυτά θα φύγω· βλέπω πάνω σας τη συφορά να φτάνει.
Να φύγει απ᾽ το κακό δε δύνεται και να γλιτώσει ούτ᾽ ένας
μνηστήρας ― σεις που δε λογιάζετε κανέναν μες στο σπίτι
του ισόθεου του Οδυσσέα και σε άνομα δουλεύει ο νους σας έργα!» 370
Αυτά σαν είπε, απ᾽ το καλόχτιστο γοργά παλάτι εβγήκε,
κι ήρθε στου Πείραιου, που τον δέχτηκε με αγάπη. Κι οι μνηστήρες
ο ένας τον άλλο τότε κοίταξαν και ν᾽ αναμπαίζουν πήραν
όλοι τους ξένους του Τηλέμαχου, να τον αγκυλοχέψουν·
κι έτσι φωνάζαν απ᾽ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι: 375
«Ξένους χειρότερους, Τηλέμαχε, κανείς δεν πέτυχε άλλος!
Γιά ιδές και τούτον τον κατάλερο, που τριγυρνάει τον κόσμο
και μόνο τρώει και πίνει αχόρταγα, κι από δουλιές δεν ξέρει
κι ουδέ από μάχες· ανωφέλευτος τη γη βαραίνει μόνο!
Κι ο άλλος ― τον είδες που σηκώθηκε το μάντη να μας κάνει! 380
Μα αν να με ακούσεις θες ― και θά ᾽σουνα πολύ πιο κερδεμένος ―
τους ξένους τούτους σε πολύσκαρμο να ρίξουμε καράβι,
στους Σικελούς να τους πουλήσουμε, και δε θα βγείς χαμένος!»
Τέτοια οι μνηστήρες λόγια τού ᾽λεγαν, μα εκείνος τ᾽ αψηφούσε·
βουβός κοιτούσε τον πατέρα του και πρόσμενε την ώρα 385
που στους μνηστήρες τους αδιάντροπους θά ᾽βαζε εκείνος χέρι.
Η Πηνελόπη ωστόσο, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
στο αρχονταρίκι αντίκρυ πάγκαλο θρονί είχε πει να στήσουν,
κι εκεί καθούμενη αφουγκράζουνταν του κάθε αντρός τα λόγια.
Όλοι με γέλια τότε σύνταζαν το γιόμα, κι η ψυχή τους 390
είχε ό,τι νόστιμο λαχτάριζε, τι τα σφαχτά ηταν πλήθια.
Μα δείπνο πιο άχαρο δε στάθηκε και πιο πικρό τραπέζι
καθώς αυτό που θα τους έστρωνε τώρα κοντά η Παλλάδα
κι ο άφοβος άντρας· όμως το άδικο τό ᾽χαν εκείνοι αρχίσει.
Ὣς φάτο Τηλέμαχος· μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη 345
ἄσβεστον γέλω ὦρσε, παρέπλαγξεν δὲ νόημα.
οἱ δ᾽ ἤδη γναθμοῖσι γελώων ἀλλοτρίοισιν,
αἱμοφόρυκτα δὲ δὴ κρέα ἤσθιον· ὄσσε δ᾽ ἄρα σφέων
δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾽ ὠΐετο θυμός.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής· 350
«ἆ δειλοί, τί κακὸν τόδε πάσχετε; νυκτὶ μὲν ὑμέων
εἰλύαται κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα,
οἰμωγὴ δὲ δέδηε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,
αἵματι δ᾽ ἐρράδαται τοῖχοι καλαί τε μεσόδμαι·
εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή, 355
ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον· ἠέλιος δὲ
οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ᾽ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.
τοῖσιν δ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἄρχ᾽ ἀγορεύειν·
«ἀφραίνει ξεῖνος νέον ἄλλοθεν εἰληλουθώς. 360
ἀλλά μιν αἶψα, νέοι, δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε
εἰς ἀγορὴν ἔρχεσθαι, ἐπεὶ τάδε νυκτὶ ἐΐσκει.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής·
«Εὐρύμαχ᾽, οὔ τί σ᾽ ἄνωγα ἐμοὶ πομπῆας ὀπάζειν·
εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα καὶ πόδες ἄμφω 365
καὶ νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος οὐδὲν ἀεικής·
τοῖς ἔξειμι θύραζε, ἐπεὶ νοέω κακὸν ὔμμιν
ἐρχόμενον, τό κεν οὔ τις ὑπεκφύγοι οὐδ᾽ ἀλέαιτο
μνηστήρων, οἳ δῶμα κατ᾽ ἀντιθέου Ὀδυσῆος
ἀνέρας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανάασθε.» 370
Ὣς εἰπὼν ἐξῆλθε δόμων εὖ ναιεταόντων,
ἵκετο δ᾽ ἐς Πείραιον, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο.
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες
Τηλέμαχον ἐρέθιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες·
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων· 375
«Τηλέμαχ᾽, οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος·
οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην,
σίτου καὶ οἴνου κεχρημένον, οὐδέ τι ἔργων
ἔμπαιον οὐδὲ βίης, ἀλλ᾽ αὔτως ἄχθος ἀρούρης.
ἄλλος δ᾽ αὖτέ τις οὗτος ἀνέστη μαντεύεσθαι. 380
ἀλλ᾽ εἴ μοί τι πίθοιο, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη·
τοὺς ξείνους ἐν νηῒ πολυκληῗδι βαλόντες
ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι.»
Ὣς ἔφασαν μνηστῆρες· ὁ δ᾽ οὐκ ἐμπάζετο μύθων,
ἀλλ᾽ ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί, 385
ὁππότε δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει.
Ἡ δὲ κατ᾽ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια,
ἀνδρῶν ἐν μεγάροισιν ἑκάστου μῦθον ἄκουε.
δεῖπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο 390
ἡδύ τε καὶ μενοεικές, ἐπεὶ μάλα πόλλ᾽ ἱέρευσαν·
δόρπου δ᾽ οὐκ ἄν πως ἀχαρίστερον ἄλλο γένοιτο,
οἷον δὴ τάχ᾽ ἔμελλε θεὰ καὶ καρτερὸς ἀνὴρ
θησέμεναι· πρότεροι γὰρ ἀεικέα μηχανόωντο.