Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 2 στ. 371-434
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει:
«Νένα, κουράγιο! και δεν έγινε χωρίς θεός να θέλει
ο λογισμός αυτός· μα ορκίσου μου πως λόγο δε θα κάνεις
στη μάνα μου, πριν μέρες έντεκα καν δώδεκα περάσουν,
ξον αν το μάθει πως εμίσεψα και με γυρέψει ατή της· 375
δε θέλω τ᾽ όμορφό της πρόσωπο με θρήνους ν᾽ αφανίζει.»
Αυτά ειπε, κι άμοσε η γερόντισσα τον όρκο το μεγάλο
στους αναιώνιους· κι όπως άμοσε και τέλεψε τον όρκο,
χωρίς καιρό να χάσει τού ᾽βαλε κρασί στις στάμνες μέσα,
και κριθαράλευρο σε δέρματα καλοραμμένα βάνει. 380
Κινούσε ωστόσο κι ο Τηλέμαχος να σμίξει τους μνηστήρες.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε·
πήρε την όψη του Τηλέμαχου και κίνησε να τρέχει,
κι όσους στο κάστρο μέσα αντάμωνε τους έσπρωχνε έναν έναν,
βραδιάζοντας στο γοργοτάξιδο να μαζωχτούν καράβι. 385
Κι απ᾽ το Νοήμονα, τον έμνοστο του Φρόνιου γιο, ζητούσε
γοργό καράβι, κι ολοπρόθυμα της τό ᾽ταξεν εκείνος.
Κι ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ισκιώσαν όλοι οι δρόμοι,
το πλοίο το γρήγορο στη θάλασσα τραβώντας τό αρματώνει
με όσα τα πλοία τα καλοκούβερτα για ν᾽ αρμενίσουν θέλουν· 390
μετά το δένει στο ακρολίμανο· κι οι αρχοντικοί συντρόφοι
σε λίγο εκεί μονοσυνάχτηκαν απ᾽ τη θεά σπρωγμένοι.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε·
γοργά για το παλάτι εκίνησε του θεϊκού Οδυσσέα
και τους μνηστήρες, καθώς έπιναν, πλανεύει χύνοντάς τους 395
ύπνο γλυκό, κι από τα χέρια τους οι κούπες χάμω επέσαν.
Κι αυτοί πολληώρα δεν εκάθισαν· να κοιμηθούν κινούσαν
στο κάστρο εδώ κι εκεί· τους έκλεινε μαθές τα μάτια ο γύπνος.
Αμέσως η Αθηνά η γλαυκόματη την όψη και το λάλο
πήρε του Μέντορα, και φώναξεν απ᾽ το καλοχτισμένο 400
το αρχοντικό να βγεί ο Τηλέμαχος, κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Κιόλα οι συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, καθόνται στα κουπιά τους
κι ώρα την ώρα το ξεκίνημα προσμένουν το δικό σου.
Πάμε λοιπόν, απ᾽ το ταξίδι μας να μη χασομερούμε.»
Έτσι η Αθηνά Παλλάδα εμίλησε και μπήκε ομπρός στο δρόμο 405
γοργά, κι αυτός ξοπίσω ακλούθηξε των θείων ποδιών τ᾽ αχνάρια.
Κι αφού κατέβηκαν στη θάλασσα και στο καράβι, βρήκαν
στο ακρόγιαλο τους μακρομάλληδες να καρτερούν συντρόφους.
Και τότε ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε:
«Συντρόφοι, ομπρός, να κουβαλήσουμε τις ζωθροφές· στο σπίτι 410
όλες είναι έτοιμες· δεν τό ᾽μαθε μηδέ κι η μάνα μου η ίδια,
κι από τις δούλες μιά ειναι που άκουσε το λόγο αυτό μονάχα.»
Ως είπε τούτα, ομπρός ετράβηξε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν·
κι όλα μετά στο καλοκούβερτο καράβι κουβαλώντας
τ᾽ απίθωσαν, ο γιος ως πρόσταζε του αντρόκαρδου Οδυσσέα. 415
Κι ανέβη στο άρμενο ο Τηλέμαχος την Αθηνά ακλουθώντας·
στου πλοίου την πρύμνη εκείνη εκάθισε, κι ως κάθισε κοντά της
κι ο θείος Τηλέμαχος, οι σύντροφοι ξελύσαν τις πρυμάτσες.
Μετά κι εκείνοι απάνω πήδησαν και στα ζυγά καθίσαν
και πρίμο αγέρα η γαλανόματη τους έστελνε Παλλάδα, 420
πονέντε δυνατό, στο πέλαγο που αχούσε το κρασάτο.
Τότε ο Τηλέμαχος τους σύντροφους φωνάζοντας προστάζει
τα σύνεργα να πιάσουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι·
το ελάτινο κατάρτι εστύλωσαν, στο τρύπιο μεσοδόκι
ορθό περνώντας το, κι ως τό ᾽δεσαν με τα σκοινιά στην πλώρη, 425
το άσπρο πανί με τα καλόστριφτα λουριά ψηλά εσηκώσαν.
Κι ο αγέρας το πανί τους φούσκωνε, και στην καρένα γύρα
του πλοίου που επέτα αλικοπόρφυρο το κύμα βαριαχούσε·
κι αυτό πετούσε απά στα κύματα, τελεύοντας τη στράτα.
Κι ως δέσαν τα πανιά στο γρήγορο, το μελανό καράβι, 430
πήραν κροντήρια τότε κι έστησαν, κρασί ξεχειλισμένα,
και χύναν στάλες στους αθάνατους θεούς, τους αναιώνιους,
και πάνω απ᾽ όλους στη γλαυκόματη του Δία τη θυγατέρα.
Κι όλη τη νύχτα και τ᾽ αχάραγα δρομούσε το καράβι.
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«θάρσει, μαῖ᾽, ἐπεὶ οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή.
ἀλλ᾽ ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι,
πρίν γ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἑνδεκάτη τε δυωδεκάτη τε γένηται,
ἢ αὐτὴν ποθέσαι καὶ ἀφορμηθέντος ἀκοῦσαι, 375
ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτῃ.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπόμνυ.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον,
αὐτίκ᾽ ἔπειτά οἱ οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσεν,
ἐν δέ οἱ ἄλφιτα χεῦεν ἐϋρραφέεσσι δοροῖσι· 380
Τηλέμαχος δ᾽ ἐς δώματ᾽ ἰὼν μνηστῆρσιν ὁμίλει.
Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
Τηλεμάχῳ ἐϊκυῖα κατὰ πτόλιν οἴχετο πάντῃ,
καί ῥα ἑκάστῳ φωτὶ παρισταμένη φάτο μῦθον,
ἑσπερίους δ᾽ ἐπὶ νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει. 385
ἡ δ᾽ αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν
ᾔτεε νῆα θοήν· ὁ δέ οἱ πρόφρων ὑπέδεκτο.
Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
καὶ τότε νῆα θοὴν ἅλαδ᾽ εἴρυσε, πάντα δ᾽ ἐν αὐτῇ
ὅπλ᾽ ἐτίθει, τά τε νῆες ἐΰσσελμοι φορέουσι. 390
στῆσε δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ λιμένος, περὶ δ᾽ ἐσθλοὶ ἑταῖροι
ἀθρόοι ἠγερέθοντο· θεὰ δ᾽ ὄτρυνεν ἕκαστον.
Ἔνθ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι πρὸς δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο·
ἔνθα μνηστήρεσσιν ἐπὶ γλυκὺν ὕπνον ἔχευε, 395
πλάζε δὲ πίνοντας, χειρῶν δ᾽ ἔκβαλλε κύπελλα.
οἱ δ᾽ εὕδειν ὄρνυντο κατὰ πτόλιν, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
ἥατ᾽, ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν.
αὐτὰρ Τηλέμαχον προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη
ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων εὖ ναιεταόντων, 400
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν·
«Τηλέμαχ᾽, ἤδη μέν τοι ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι
ἥατ᾽ ἐπήρετμοι, τὴν σὴν ποτιδέγμενοι ὁρμήν·
ἀλλ᾽ ἴομεν, μὴ δηθὰ διατρίβωμεν ὁδοῖο.»
Ὣς ἄρα φωνήσασ᾽ ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη 405
καρπαλίμως· ὁ δ᾽ ἔπειτα μετ᾽ ἴχνια βαῖνε θεοῖο.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
εὗρον ἔπειτ᾽ ἐπὶ θινὶ κάρη κομόωντας ἑταίρους.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο·
«Δεῦτε, φίλοι, ἤϊα φερώμεθα· πάντα γὰρ ἤδη 410
ἀθρό᾽ ἐνὶ μεγάρῳ· μήτηρ δ᾽ ἐμοὶ οὔ τι πέπυσται,
οὐδ᾽ ἄλλαι δμῳαί, μία δ᾽ οἴη μῦθον ἄκουσεν.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο.
οἱ δ᾽ ἄρα πάντα φέροντες ἐϋσσέλμῳ ἐπὶ νηῒ
κάτθεσαν, ὡς ἐκέλευσεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός. 415
ἂν δ᾽ ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν᾽, ἄρχε δ᾽ Ἀθήνη,
νηῒ δ᾽ ἐνὶ πρύμνῃ κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· ἄγχι δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῆς
ἕζετο Τηλέμαχος· τοὶ δὲ πρυμνήσι᾽ ἔλυσαν,
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βάντες ἐπὶ κληῗσι καθῖζον.
τοῖσιν δ᾽ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη, 420
ἀκραῆ Ζέφυρον, κελάδοντ᾽ ἐπὶ οἴνοπα πόντον.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν
ὅπλων ἅπτεσθαι· τοὶ δ᾽ ὀτρύνοντος ἄκουσαν.
ἱστὸν δ᾽ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης
στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν, 425
ἕλκον δ᾽ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσιν.
ἔπρησεν δ᾽ ἄνεμος μέσον ἱστίον, ἀμφὶ δὲ κῦμα
στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾽ ἴαχε νηὸς ἰούσης·
ἡ δ᾽ ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον.
δησάμενοι δ᾽ ἄρα ὅπλα θοὴν ἀνὰ νῆα μέλαιναν 430
στήσαντο κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο,
λεῖβον δ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσ᾽ αἰειγενέτῃσιν,
ἐκ πάντων δὲ μάλιστα Διὸς γλαυκώπιδι κούρῃ.
παννυχίη μέν ῥ᾽ ἥ γε καὶ ἠῶ πεῖρε κέλευθον.