Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 18 στ. 394-428
Σαν είπε αυτά, σκαμνί στα χέρια του φουχτώνει, μα ο Οδυσσέας
γοργά στου Δουλιχιώτη Αμφίνομου τα γόνατα καθίζει, 395
καθώς φοβήθη τον Ευρύμαχο· κι αυτός τον κεραστή τους
στο δεξιό χέρι βρίσκει, κι έπεσε με βρόντο το λαγήνι,
κι ο κεραστής σωριάστη βόγγοντας τ᾽ ανάσκελα στη σκόνη.
Και βάλαν οι μνηστήρες τις φωνές στον ισκιερό αντρωνίτη,
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας: 400
«Ο ξένος άμποτε να χάνουνταν, ως γύρναε σ᾽ άλλα μέρη,
πριν φτάσει εδώ, σε ανακατώματα να μη μας ρίχνει· τώρα
για τους ζητιάνους συχυζόμαστε, και μήτε θα χαρούμε
γλυκό ψωμί· μ᾽ αυτά που γίνουνται σαν τί καλό προσμένεις;»
Γυρνώντας ο αντρειανός Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε: 405
«Σάλεψε ο νους σας, δόλιοι! Βάρυνε με το φαγί το πλήθιο
και τα πιοτά η καρδιά σας· σίγουρα σας ξεσηκώνει κάποιος
απ᾽ τους θεούς· όμως στα σπίτια σας, όποια στιγμή σάς δόξει,
γυρνάτε, αφού καλοχορτάσατε· δε διώχνω εγώ κανέναν!»
Αυτά ειπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι 410
απ᾽ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκια.
Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος κι αναμεσό τους είπε,
ο έμνοστος γιος του Νίσου του άρχοντα και του Άρητου τ᾽ αγγόνι:
«Δίκιος αν είναι ο λόγος που άκουσε, πρεπό δεν είναι, φίλοι,
κανείς ν᾽ ανάβει και πικρόχολα ν᾽ αντιμιλά στον άλλον. 415
Τον ξένο πια μην τον παιδεύετε μηδέ τους άλλους σκλάβους,
που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα.
Ελάτε, ο κεραστής τις κούπες μας να πάρει να γεμίσει,
κι ως κάνουμε σπονδή, στα σπίτια μας να κοιμηθούμε πάμε.
Όμως τον ξένο, ας τον αφήσουμε στο σπίτι του Οδυσσέα, 420
τι ως ήρθε ικέτης στου Τηλέμαχου, θα τον κοιτάξει τούτος.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι πρόθυμα στα λόγια του συγκλίναν.
Πήρε κι ο Μούλιος, το παιδόπουλο του Αμφίνομου, ο διαλάλης
απ᾽ το Δουλίχιο, και συγκέρασε κρασί μες στο κροντήρι,
και σ᾽ όλους μοίρασε ζυγώνοντας· κι εκείνοι στους μακάριους 425
θεούς ως στάλαξαν μελόγλυκο κρασί στο χώμα, επίναν·
κι αφού σταλάξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
να φύγουν κίνησαν, στο σπίτι του καθένας να πλαγιάσει.
Ὣς ἄρα φωνήσας σφέλας ἔλλαβεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
Ἀμφινόμου πρὸς γοῦνα καθέζετο Δουλιχιῆος, 395
Εὐρύμαχον δείσας. ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οἰνοχόον βάλε χεῖρα
δεξιτερήν· πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα,
αὐτὰρ ὅ γ᾽ οἰμώξας πέσεν ὕπτιος ἐν κονίῃσι.
μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα,
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον· 400
«αἴθ᾽ ὤφελλ᾽ ὁ ξεῖνος ἀλώμενος ἄλλοθ᾽ ὀλέσθαι
πρὶν ἐλθεῖν· τῶ κ᾽ οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε.
νῦν δὲ περὶ πτωχῶν ἐριδαίνομεν, οὐδέ τι δαιτὸς
ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.»
Τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο· 405
«δαιμόνιοι, μαίνεσθε καὶ οὐκέτι κεύθετε θυμῷ
βρωτὺν οὐδὲ ποτῆτα· θεῶν νύ τις ὔμμ᾽ ὀροθύνει.
ἀλλ᾽ εὖ δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ᾽ ἰόντες,
ὁππότε θυμὸς ἄνωγε· διώκω δ᾽ οὔ τιν᾽ ἐγώ γε.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες 410
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε
Νίσου φαίδιμος υἱός, Ἀρητιάδαο ἄνακτος·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι· 415
μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν᾽ ἄλλον
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο.
ἀλλ᾽ ἄγε, οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν,
ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ᾽ ἰόντες·
τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος 420
Τηλεμάχῳ μελέμεν· τοῦ γὰρ φίλον ἵκετο δῶμα.»
Ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπε.
τοῖσιν δὲ κρητῆρα κεράσσατο Μούλιος ἥρως,
κῆρυξ Δουλιχιεύς· θεράπων δ᾽ ἦν Ἀμφινόμοιο·
νώμησεν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπισταδόν· οἱ δὲ θεοῖσι 425
λείψαντες μακάρεσσι πίον μελιηδέα οἶνον.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
βάν ῥ᾽ ἴμεναι κείοντες ἑὰ πρὸς δώμαθ᾽ ἕκαστος.