Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 17 στ. 409-476
Μιλώντας το σκαμνί τού ακρόδειξε, που κάτω απ᾽ το τραπέζι
τό ᾽χε ν᾽ απλώνει στις ξεφάντωσες τ᾽ αστραφτερά του πόδια. 410
Όμως οι επίλοιποι όλοι τού ᾽διναν· σε λίγο ειχε γεμίσει
ψωμιά και κρέατα το σακούλι του· μα στο κατώφλι ως γύρνα,
των Αχαιών εκεί καθούμενος να φάει τ᾽ αποδοσίδια,
πλάι στον Αντίνοο ξάφνου στάθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
«Φίλε, δε δείχνεις ο αχαμνότερος μες στους Αργίτες νά ᾽σαι· 415
με ρήγα μοιάζεις κι είσαι ο κάλλιος τους· γι᾽ αυτό να δώσεις κάτι!
Πρεπό ᾽ναι το δικό σου χάρισμα των άλλων τα δοσίδια
να ξεπερνάει, κι εγώ στην άμετρη τη γη θα σε δοξάζω.
Ήταν καιρός που σε αρχοντόσπιτο κι εγώ στον κόσμο ζούσα,
και πλούτη αφέντευα και χάριζα συχνά στο διακονιάρη, 420
όποιος κι αν λάχαινε στην πόρτα μου κι όποια κι αν είχε ανάγκη.
Κι ακόμα σκλάβους είχα αρίφνητους κι άλλα αγαθά περίσσια,
όσά ᾽χει αυτός που ζει περίκαλα και πλούσιο τόνε κράζουν.
Μα ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, τ᾽ αφάνισε, τέτοια η βουλή του θά ᾽ταν·
να φύγω με κουρσάρους μ᾽ έσπρωξε πολυταξιδεμένους, 425
να πάω πολύ μακριά, στην Αίγυπτο, για νά ᾽βρω το χαμό μου.
Στον ποταμό το Νείλο τ᾽ άραξα τα δρεπανόγυρτά μας
πλεούμενα, κι ευτύς παράγγελνα στους γκαρδιακούς συντρόφους
στ᾽ άρμενα πλάι να μένουν, τ᾽ άρμενα στο νου τους πάντα νά ᾽χουν,
και βίγλες τις κορφές επρόσταξα να πιάσουν ένα γύρο. 430
Μα αυτοί το παραπήραν πάνω τους, και στην αποκοτιά τους
των Αιγυπτίων τα πλούσια χτήματα κινούσαν να πατήσουν,
και σέρναν σκλάβες τις γυναίκες τους και τα μικρά παιδιά τους,
και σκότωναν κι αυτούς. Μα ως έφτασε γοργά η βοή στην πόλη,
εκείνοι, ακούγοντας το κάλεσμα, χαράματα προφτάσαν, 435
κι ευτύς ο κάμπος όλος γέμισε πεζούς κι αμαξολάτες,
και τα χαλκένια αστράφταν άρματα. Στους σύντροφούς μου τότε
φύτεψε ο Δίας ο κεραυνόχαρος δείλια κακιά, κι ούτ᾽ ένας
μπρος στον οχτρό εκρατήθη, τι ο χαμός μάς είχε ζώσει ολούθε.
Εκεί πολλούς δικούς μας σκότωσαν με τα χαλκά κοντάρια, 440
τους άλλους ζωντανούς τούς έσερναν, να τους δουλεύουν σκλάβοι.
Μένα με δώκαν σ᾽ έναν ξένο τους, που έτυχε εκεί, στου Γιάσου
το γιο το Δμήτορα, τον άρχοντα της Κύπρος· απ᾽ την Κύπρο
τώρα εχω φτάσει εδώ στα μέρη σας πολυβασανισμένος.»
Κι ο Αντίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε: 445
«Τέτοιο κακό σαν ποιός μάς τό ᾽στειλε θεός, να μας χαλάσει
το γιόμα τώρα; Απ᾽ το τραπέζι μου μακριά! Στη μέση στάσου,
μη βρείς μιαν άλλη Κύπρο κι Αίγυπτο πικρή να σε προσμένει,
τέτοιος αδιάντροπος κι απόκοτος που δείχνεις ψωμοζήτης!
Σε όλους γραμμή περνώντας στέκεσαι, και δίνουν οι μνηστήρες 450
αλόγιαστα· το βιος ποιός γνοιάζεται, ποιός το πονεί το ξένο;
γι᾽ αυτό και το χαρίζει ανέμελα, τι έχει όσα θέλει ομπρός του.»
Πισωδρομώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
«Ωχού, τα κάλλη κι αν δε σού ᾽λειψαν, όμως μυαλό δεν έχεις!
Αλάτι λέω σπυρί δε θά ᾽δινες απ᾽ το δικό σου σε άλλον, 455
αφού σε ξένο εδώ καθούμενος τραπέζι να μου δώκεις
ψωμί η καρδιά σου δεν το βάσταξε, κι ας έχεις τόσα ομπρός σου.»
Αυτά ειπε, και του Αντίνοου σύγκλυσε πιο ακόμα οργή τα φρένα,
και λόγια τού ᾽λεγε ανεμάρπαστα ταυροκοιτάζοντάς τον:
«Το αρχονταρίκι δε φαντάζουμαι γερός ν᾽ αφήσεις τώρα 460
και νά ᾽βγεις όξω, μια και βάλθηκες να μας αγκυλοχέψεις.»
Είπε, και ρίχνοντας τον πέτυχε στο δεξιόν ώμο απάνω
με το σκαμνί, στην πλάτη ακρόκορφα, μα εκείνος στάθη ως βράχος
και τη ριξιά του Αντίνοου δέχτηκε χωρίς να ξεσαλέψει·
την κεφαλή του εκίνησε άλαλος μονάχα, μελετώντας 465
κακά στα φρένα, κι όπως κάθισε γυρνώντας στο κατώφλι,
τ᾽ ολόγιομο σακούλι απίθωσε και στους μνηστήρες είπε:
«Ακούστε μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες,
το τί η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω·
καημό δε νιώθει ουδέ παράπονο κανείς στα φρένα, αν τύχει 470
να τον χτυπήσουν, καθώς πάσκιζε το βιος του ν᾽ αφεντέψει,
για να γλιτώσει γιά τα βόδια του γιά τ᾽ άσπρα πρόβατά του.
Όμως ο Αντίνοος τώρα μού ᾽ριξε για την κοιλιά την έρμη,
ανάθεμά τη! Πόσα βάσανα γι᾽ αυτή δε σέρνει ο κόσμος!
Μα αν έχουν κι οι ζητιάνοι και θεούς δικούς τους κι Ερινύες, 475
αντίς για γάμο ο Αντίνοος θάνατο κακό να βρεί, μακάρι!»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν ὑπέφηνε τραπέζης
κείμενον, ᾧ ῥ᾽ ἔπεχεν λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων. 410
οἱ δ᾽ ἄλλοι πάντες δίδοσαν, πλῆσαν δ᾽ ἄρα πήρην
σίτου καὶ κρειῶν· τάχα δὴ καὶ ἔμελλεν Ὀδυσσεὺς
αὖτις ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν·
στῆ δὲ παρ᾽ Ἀντίνοον, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«δός, φίλος· οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν 415
ἔμμεναι, ἀλλ᾽ ὤριστος, ἐπεὶ βασιλῆϊ ἔοικας.
τῷ σε χρὴ δόμεναι καὶ λώϊον ἠέ περ ἄλλοι
σίτου· ἐγὼ δέ κέ σε κλείω κατ᾽ ἀπείρονα γαῖαν.
καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον
ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ 420
τοίῳ, ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι·
ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι ἄλλα τε πολλὰ
οἷσίν τ᾽ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.
ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων ―ἤθελε γάρ που―
ὅς μ᾽ ἅμα ληϊστῆρσι πολυπλάγκτοισιν ἀνῆκεν 425
Αἴγυπτόνδ᾽ ἰέναι, δολιχὴν ὁδόν, ὄφρ᾽ ἀπολοίμην.
στῆσα δ᾽ ἐν Αἰγύπτῳ ποταμῷ νέας ἀμφιελίσσας.
ἔνθ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
αὐτοῦ πὰρ νήεσσι μένειν καὶ νῆα ἔρυσθαι,
ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὄτρυνα νέεσθαι. 430
οἱ δ᾽ ὕβρει εἴξαντες, ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ,
αἶψα μάλ᾽ Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς
πόρθεον, ἐκ δὲ γυναῖκας ἄγον καὶ νήπια τέκνα,
αὐτούς τ᾽ ἔκτεινον· τάχα δ᾽ ἐς πόλιν ἵκετ᾽ ἀϋτή.
οἱ δὲ βοῆς ἀΐοντες ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφιν 435
ἦλθον· πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων
χαλκοῦ τε στεροπῆς· ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος
φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν, οὐδέ τις ἔτλη
στῆναι ἐναντίβιον· περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη.
ἔνθ᾽ ἡμέων πολλοὺς μὲν ἀπέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ, 440
τοὺς δ᾽ ἄναγον ζωούς, σφίσιν ἐργάζεσθαι ἀνάγκῃ.
αὐτὰρ ἔμ᾽ ἐς Κύπρον ξείνῳ δόσαν ἀντιάσαντι,
Δμήτορι Ἰασίδῃ, ὃς Κύπρου ἶφι ἄνασσεν·
ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ᾽ ἵκω πήματα πάσχων.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε· 445
«τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην;
στῆθ᾽ οὕτως ἐς μέσσον, ἐμῆς ἀπάνευθε τραπέζης,
μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι·
ὥς τις θαρσαλέος καὶ ἀναιδής ἐσσι προΐκτης.
ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι· οἱ δὲ διδοῦσι 450
μαψιδίως, ἐπεὶ οὔ τις ἐπίσχεσις οὐδ᾽ ἐλεητὺς
ἀλλοτρίων χαρίσασθαι, ἐπεὶ πάρα πολλὰ ἑκάστῳ.»
Τὸν δ᾽ ἀναχωρήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὢ πόποι, οὐκ ἄρα σοί γ᾽ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν·
οὐ σύ γ᾽ ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ᾽ ἅλα δοίης, 455
ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης
σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι· τὰ δὲ πολλὰ πάρεστιν.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀντίνοος δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«νῦν δή σ᾽ οὐκέτι καλὰ διὲκ μεγάροιό γ᾽ ὀΐω 460
ἂψ ἀναχωρήσειν, ὅτε δὴ καὶ ὀνείδεα βάζεις.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν βάλε δεξιὸν ὦμον,
πρυμνότατον κατὰ νῶτον· ὁ δ᾽ ἐστάθη ἠΰτε πέτρη
ἔμπεδον, οὐδ᾽ ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Ἀντινόοιο,
ἀλλ᾽ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων. 465
ἂψ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, κὰδ δ᾽ ἄρα πήρην
θῆκεν ἐϋπλείην, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπε·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,
ὄφρ᾽ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.
οὐ μὰν οὔτ᾽ ἄχος ἐστὶ μετὰ φρεσὶν οὔτε τι πένθος, 470
ὁππότ᾽ ἀνὴρ περὶ οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι
βλήεται, ἢ περὶ βουσὶν ἢ ἀργεννῇς ὀΐεσσιν·
αὐτὰρ ἔμ᾽ Ἀντίνοος βάλε γαστέρος εἵνεκα λυγρῆς,
οὐλομένης, ἣ πολλὰ κάκ᾽ ἀνθρώποισι δίδωσιν.
ἀλλ᾽ εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ καὶ ἐρινύες εἰσίν, 475
Ἀντίνοον πρὸ γάμοιο τέλος θανάτοιο κιχείη.»