Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 16 στ. 393-433
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν εβγάζαν άχνα.
Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος κι αναμεσό τους είπε,
ο έμνοστος γιος του Νίσου του άρχοντα και του Άρητου τ᾽ αγγόνι. 395
Μες στους μνηστήρες, που απ᾽ τ᾽ ολόχλωρο, πολύσταρο Δουλίχι
εδώ ειχαν έρθει, αυτός αφέντευε, και πιο στην Πηνελόπη
τα λόγια αρέσαν που της έλεγε· κακός μαθές δεν ήταν.
Και τότε μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Θάνατο, φίλοι, στον Τηλέμαχο δε θά ᾽θελα να δώσω· 400
είναι φριχτό γενιάς να χύνεται βασιλικιάς το γαίμα.
Κάλλιο πιο πρώτα να ρωτήσουμε και των θεών τη γνώμη·
κι αν οι χρησμοί το καλοδέχουνται του Δία του τρισμεγάλου,
ατός μου θα του δώσω θάνατο και σας μαζί θα σπρώξω.
Μα αν οι θεοί δε θέλουν, θά ᾽λεγα τούτη η δουλειά να λείψει.» 405
Αυτά ειπε ο Αμφίνομος, κι οι επίλοιποι στη γνώμη του συγκλίναν.
Σηκώθηκαν ευτύς και κίνησαν για του Οδυσσέα το σπίτι,
και μόλις φτάσαν, πήγαν κάθισαν στα μαγλινά θρονιά τους.
Η Πηνελόπη ωστόσο η φρόνιμη στοχάστηκε άλλα πάλε:
να βγεί μπροστά στους παραδιάντροπους μνηστήρες, τι απ᾽ τον κράχτη 410
το Μέδοντα, ειχε μάθει, που άκουσε το τί βουλές υφαίναν,
πως μες στο σπίτι εκεί λογάριαζαν το γιο της να χαλάσουν.
Πήρε λοιπόν μαζί τις βάγιες της να πάει στο αρχονταρίκι·
και τους μνηστήρες σαν αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στέριας στέγης, κι είχε 415
κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα σε στραφτερή μαντίλα,
και στον Αντίνοο τέτοια μίλησε μαλώνοντάς τον κι είπε:
«Άνομε Αντίνοε, κακομήχανε! κι ο κόσμος στην Ιθάκη
να σε θαρρεί τον πρώτο ανάμεσα στους συνομήλικούς σου
στα λόγια και στο νου, μα, ως φαίνεται, ποτέ δεν ήσουν τέτοιος! 420
Δαιμονισμένε, του Τηλέμαχου το θάνατο τί κλώθεις,
και τους ικέτες πώς δε σέβεσαι, που ο Δίας τούς διαφεντεύει;
Κρίμα μεγάλο ειναι ένας άνθρωπος του αλλού κακό να κλώθει.
Για τον πατέρα σου δεν άκουσες, που απ᾽ του λαού το φόβο
έτρεξε ικέτης στο παλάτι μας; τού ᾽χαν θυμό μεγάλο, 425
τι με Ταφιώτες τα συνταίριαξε, τη γη να διαγουμίσουν
των Θεσπρωτών, κι αυτοί αγανάχτησαν, κι ήταν δικοί μας φίλοι·
και θέλαν να του δώσουν θάνατο, να σκίσουν την καρδιά του,
κι ακόμα το πολυπεθύμητο βαρύ του βιος να φάνε·
και μοναχά ο Οδυσσέας τούς κράτησε, τη φόρα κόβοντάς τους. 430
Τώρα του τρως το σπίτι απλέρωτα, το ταίρι του γυρεύεις,
και στον υγιό του δίνεις θάνατο και μένα πίκρες δίνεις.
Σταμάτα πια, και στους επίλοιπους να σταματήσουν μίλα!»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ.
τοῖσιν δ᾽ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπε,
Νίσου φαίδιμος υἱός, Ἀρητιάδαο ἄνακτος, 395
ὅς ῥ᾽ ἐκ Δουλιχίου πολυπύρου ποιήεντος
ἡγεῖτο μνηστῆρσι, μάλιστα δὲ Πηνελοπείῃ
ἥνδανε μύθοισι· φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾽ ἀγαθῇσιν·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν ἐγώ γε κατακτείνειν ἐθέλοιμι 400
Τηλέμαχον· δεινὸν δὲ γένος βασιλήϊόν ἐστι
κτείνειν· ἀλλὰ πρῶτα θεῶν εἰρώμεθα βουλάς.
εἰ μέν κ᾽ αἰνήσωσι Διὸς μεγάλοιο θέμιστες,
αὐτός τε κτενέω τούς τ᾽ ἄλλους πάντας ἀνώξω·
εἰ δέ κ᾽ ἀποτρωπῶσι θεοί, παύσασθαι ἄνωγα.» 405
Ὣς ἔφατ᾽ Ἀμφίνομος, τοῖσιν δ᾽ ἐπιήνδανε μῦθος.
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος,
ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐπὶ ξεστοῖσι θρόνοισιν.
Ἡ δ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε περίφρων Πηνελόπεια,
μνηστήρεσσι φανῆναι ὑπέρβιον ὕβριν ἔχουσι· 410
πεύθετο γὰρ οὗ παιδὸς ἐνὶ μεγάροισιν ὄλεθρον·
κῆρυξ γάρ οἱ ἔειπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλάς.
βῆ δ᾽ ἰέναι μέγαρόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο, 415
ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα,
Ἀντίνοον δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Ἀντίνο᾽, ὕβριν ἔχων, κακομήχανε, καὶ δέ σέ φασιν
ἐν δήμῳ Ἰθάκης μεθ᾽ ὁμήλικας ἔμμεν ἄριστον
βουλῇ καὶ μύθοισι· σὺ δ᾽ οὐκ ἄρα τοῖος ἔησθα. 420
μάργε, τίη δὲ σὺ Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε
ῥάπτεις, οὐδ᾽ ἱκέτας ἐμπάζεαι, οἷσιν ἄρα Ζεὺς
μάρτυρος; οὐδ᾽ ὁσίη κακὰ ῥάπτειν ἀλλήλοισιν.
ἦ οὐκ οἶσθ᾽ ὅτε δεῦρο πατὴρ τεὸς ἵκετο φεύγων,
δῆμον ὑποδείσας; δὴ γὰρ κεχολώατο λίην, 425
οὕνεκα ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν
ἤκαχε Θεσπρωτούς· οἱ δ᾽ ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν.
τόν ῥ᾽ ἔθελον φθῖσαι καὶ ἀπορραῖσαι φίλον ἦτορ
ἠδὲ κατὰ ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν·
ἀλλ᾽ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένους περ. 430
τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις, μνάᾳ δὲ γυναῖκα
παῖδά τ᾽ ἀποκτείνεις, ἐμὲ δὲ μεγάλως ἀκαχίζεις·
ἀλλά σε παύσασθαι κέλομαι καὶ ἀνωγέμεν ἄλλους.»