Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 15 στ. 389-436
Σ᾽ αυτά ο χοιροβοσκός τού απάντησε, στους δούλους μέσα ο πρώτος:
«Ξένε, για τούτα μια και ρώτησες και θέλεις να τα μάθεις, 390
άκου λοιπόν, και φραίνου αμίλητος, και το κρασί σου πίνε·
τούτες οι νύχτες είναι ατέλειωτες· θες ύπνο, θες κουβέντα
που να σ᾽ ευφραίνει, ειναι στο χέρι σου· μα ανάγκη εσύ δεν έχεις
τόσο νωρίς να πέσεις· βάρεμα κι ο πλήθιος ύπνος είναι.
Μα από τους άλλους αν κανένας σας τον ύπνο απογυρεύει, 395
ας βγει κι ας πέσει· τα χαράματα να κολατσίσει μόνο
και στη βοσκή να βγάλει σύγκαιρα του βασιλιά τους χοίρους.
Κι ωστόσο εμείς οι δυο θα πίνουμε, θα τρώμε στο καλύβι
και θα φραινόμαστε, τα πάθη μας ο ένας του αλλού ιστορώντας·
τι εκείνος που πολύ παράδειρε κι έχει πολλά τραβήξει 400
νιώθει χαρά τα περασμένα του τυράννια να θυμάται.
Άκου λοιπόν τα πού με ρώτησες και γύρεψες να μάθεις:
Ένα νησί, Συρία που λέγεται, μπορεί ακουστά να τό ᾽χεις,
στου γήλιου πέρα τα γυρίσματα, στην Ορτυγία πιο πάνω.
Δε θα το πεις νησί πολύκοσμο, μα πλούσιο· θρέφει βόδια 405
και πρόβατα, κι είναι κρασότοπος και στάρι πλήθιο βγάζει.
Ποτέ ο λαός εκεί δεν πείνασε μηδέ τον βρήκε αρρώστια
κακιά, απ᾽ αυτές που τους τρισάμοιρους ανθρώπους βασανίζουν.
Μονάχα, σα γεράσουν οι άνθρωποι στη χώρα ετούτη μέσα,
ζυγώνουν η Άρτεμη κι ο Απόλλωνας ο ασημοδοξαράτος 410
κι ευτύς ανένιωστα με απόνετες σαγίτες τούς σκοτώνουν.
Δυο πολιτείες εκεί είναι· ξέχωρα της καθεμιάς τα πάντα,
μα ένας ο ρήγας που τους όριζεν, ο κύρης ο δικός μου,
ο γιος του Ορμένου, ο Χτήσιος, πού ᾽μοιαζε με τους θεούς στην όψη.
Μια μέρα εκεί μας ήρθαν Φοίνικες θαλασσοξακουσμένοι, 415
κλέφτες, στο μαύρο πλοίο τους άμετρες πραμάτειες κουβαλώντας·
κι είχεν ο κύρης μου στο σπίτι του μια σκλάβα απ᾽ τη Φοινίκη,
τρανόκορμη, όμορφη, που κάτεχε πάσα γυναίκεια τέχνη·
και την πλανέψαν τότε οι Φοίνικες οι τετραπερασμένοι·
να πλένει κάποιος τους την πέτυχε, και δίπλα στο άρμενό τους 420
μαζί της σ᾽ έρωτα πρωτόσμιξε· αυτό ειναι που τα φρένα
ακόμα και της πιο καλόπραγης γυναίκας ξεπλανεύει!
Μετά πούθε είχε ερθεί τη ρώτησε και ποιά ηταν, κι η γυναίκα
το αψηλοτάβανο του κύρη της του φανερώνει σπίτι:
“Απ᾽ τη Σιδώνα την πολύχαλκη καυκιέμαι εγώ πως σέρνω, 425
κι έχω πατέρα τον Αρύβαντα, που ήταν το βιος του βρύση.
Μια μέρα, απ᾽ τα χωράφια ως διάγερνα, μου χύθηκαν Ταφιώτες
κουρσάροι, κι ως με αρπάξαν, μ᾽ έφεραν σε τούτου εδώ του ρήγα
τ᾽ αρχοντικό, κι αυτός επλέρωσε πολλά να με αγοράσει.”
Κι εκείνος που κρυφά τη χάρηκε της αποκρίθη κι είπε: 430
“Μαζί μας έρχεσαι, στον τόπο σου να στρέψεις, ν᾽ αντικρίσεις
το αψηλοτάβανο το σπίτι σου ξανά και τους γονιούς σου;
Ακόμα ζουν, και για τα πλούτη τους ακούγονται και τώρα.”
Τότε η γυναίκα τού αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια τού ᾽πε:
“Κι αυτό μπορεί να γένει, αν θέλατε να μου ορκιστείτε, ναύτες, 435
πως πίσω θα με πάτε ανέβλαβη στο σπίτι των δικών μου.”
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
«ξεῖν᾽, ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς, 390
σιγῇ νῦν ξυνίει καὶ τέρπεο, πῖνέ τε οἶνον
ἥμενος. αἵδε δὲ νύκτες ἀθέσφατοι· ἔστι μὲν εὕδειν,
ἔστι δὲ τερπομένοισιν ἀκούειν· οὐδέ τί σε χρή,
πρὶν ὥρη, καταλέχθαι· ἀνίη καὶ πολὺς ὕπνος.
τῶν δ᾽ ἄλλων ὅτινα κραδίη καὶ θυμὸς ἀνώγει, 395
εὑδέτω ἐξελθών· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι
δειπνήσας ἅμ᾽ ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν ἑπέσθω.
νῶϊ δ᾽ ἐνὶ κλισίῃ πίνοντέ τε δαινυμένω τε
κήδεσιν ἀλλήλων τερπώμεθα λευγαλέοισι,
μνωομένω· μετὰ γάρ τε καὶ ἄλγεσι τέρπεται ἀνήρ, 400
ὅς τις δὴ μάλα πολλὰ πάθῃ καὶ πόλλ᾽ ἐπαληθῇ.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω ὅ μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς.
Νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις,
Ὀρτυγίης καθύπερθεν, ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο,
οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ᾽ ἀγαθὴ μέν, 405
εὔβοτος εὔμηλος, οἰνοπληθὴς πολύπυρος.
πείνη δ᾽ οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται, οὐδέ τις ἄλλη
νοῦσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν·
ἀλλ᾽ ὅτε γηράσκωσι πόλιν κάτα φῦλ᾽ ἀνθρώπων,
ἐλθὼν ἀργυρότοξος Ἀπόλλων Ἀρτέμιδι ξὺν 410
οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος κατέπεφνεν.
ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται·
τῇσιν δ᾽ ἀμφοτέρῃσι πατὴρ ἐμὸς ἐμβασίλευε,
Κτήσιος Ὀρμενίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισιν.
Ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες, 415
τρῶκται, μυρί᾽ ἄγοντες ἀθύρματα νηῒ μελαίνῃ.
ἔσκε δὲ πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ,
καλή τε μεγάλη τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυῖα·
τὴν δ᾽ ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον.
πλυνούσῃ τις πρῶτα μίγη κοίλῃ παρὰ νηῒ 420
εὐνῇ καὶ φιλότητι, τά τε φρένας ἠπεροπεύει
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.
εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι·
ἡ δὲ μάλ᾽ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ·
“ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι, 425
κούρη δ᾽ εἴμ᾽ Ἀρύβαντος ἐγὼ ῥυδὸν ἀφνειοῖο·
ἀλλά μ᾽ ἀνήρπαξαν Τάφιοι ληΐστορες ἄνδρες
ἀγρόθεν ἐρχομένην, πέρασαν δέ τε δεῦρ᾽ ἀγαγόντες
τοῦδ᾽ ἀνδρὸς πρὸς δώμαθ᾽· ὁ δ᾽ ἄξιον ὦνον ἔδωκε.”
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἀνήρ, ὃς ἐμίσγετο λάθρῃ· 430
“ἦ ῥά κε νῦν πάλιν αὖτις ἅμ᾽ ἡμῖν οἴκαδ᾽ ἕποιο,
ὄφρα ἴδῃ πατρὸς καὶ μητέρος ὑψερεφὲς δῶ
αὐτούς τ᾽; ἦ γὰρ ἔτ᾽ εἰσὶ καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.”
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
“εἴη κεν καὶ τοῦτ᾽, εἴ μοι ἐθέλοιτέ γε, ναῦται, 435
ὅρκῳ πιστωθῆναι ἀπήμονά μ᾽ οἴκαδ᾽ ἀπάξειν.”