Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 13 στ. 392-440
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Θα μ᾽ έχεις πάντα παραστάτισσα και δε θα σε ξεχάσω,
η ώρα σα φτάσει πια ν᾽ αρχίσουμε. Θαρρώ από τους μνηστήρες,
που τρων το βιος σου τώρα ανέμποδα, δε θά ᾽ναι λίγοι εκείνοι 395
που θα μολέψουν με το γαίμα τους και τα μυαλά το χώμα.
Μόν᾽ έλα να σε κάνω αγνώριστο μπροστά στον κόσμον όλο:
Το δέρμα θα ζαρώσω τ᾽ όμορφο στο λυγερό κορμί σου,
της κεφαλής σου τα ξανθόμαλλα θα τ᾽ αφανίσω, γύρα
κουρέλια θα σε ντύσω, σίχαμα σ᾽ όποιον σε βλέπει νά ᾽σαι. 400
Θα σου θολώσω ακόμα τα όμορφα που ως τώρα αστράφταν μάτια,
να δείξεις στους μνηστήρες κάκοψος, στο ταίρι σου, στο γιο σου,
μικρό που αφήκες στο παλάτι σου, κανείς να μη σε νιώσει.
Μα εσύ πιο πρώτα απ᾽ όλα τράβηξε για το χοιροβοσκό σου,
αυτόν που γνοιάζεται τους χοίρους σου και το καλό σου θέλει, 405
κι έχει στο γιο σου και στη φρόνιμη την Πηνελόπη αγάπη.
Στους χοίρους θα τον βρεις να κάθεται κοντά, που εκεί στο βράχο
του Κόρακα και στης Αρέθουσας τη βρύση γύρω βόσκουν,
και τρων βαλάνια, ως να χορτάσουνε, κι από το μαυρονέρι
πίνουν νερό· με αυτά το ξίγκι τους μαθές πληθαίνει τ᾽ άσπρο. 410
Εκεί να μένεις και καθούμενος το καθετί ανερώτα,
ωσόπου εγώ στη Σπάρτη τρέχοντας την ωριογυναικούσα
φωνάξω πίσω τον Τηλέμαχο, το γιο σου· τι έχει φύγει
για την πλατιά τη Λακεδαίμονα, στου Μενελάου το σπίτι,
μήπως για σένα ακούσει τίποτε, πως ζεις ακόμα κάπου.» 415
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
«Τα πάντα εσύ στα φρένα εκάτεχες· πώς τότε δεν του τά ᾽πες;
κι αυτός τυράννια παραδέρνοντας για να τραβήξει τάχα
πάνω στη θάλασσα την άκαρπη, κι οι άλλοι να τρων το βιος του;»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε: 420
«Για τον υγιό σου εσύ μη γνοιάζεσαι· μαζί του ατή μου επήγα,
για ν᾽ ακουστεί κι αυτός, περίλαμπρο να γίνει τ᾽ όνομά του
στα μέρη εκείνα· κι ουδέ βάσανα τον βρήκαν· στο παλάτι
μένει του γιου του Ατρέα και χαίρεται του κόσμου τα ξαρέσια.
Αλήθεια οι νιοι καρτέρι τού ᾽στησαν με μελανό καράβι, 425
να τον σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρει·
μα αυτό δε γίνεται· πρωτύτερα πολλούς θα φάει το χώμα
απ᾽ τους μνηστήρες λέω, τα πλούτη σου που τρώνε κι αφανίζουν.»
Είπε η Αθηνά, κι ευτύς τον άγγιξε με το ραβδί που εκράτει,
και ζάρωσε το δέρμα τ᾽ όμορφο στο λυγερό κορμί του, 430
της κεφαλής του τα ξανθόμαλλα τ᾽ αφάνισε, με δέρμα
γερόντου τού ᾽ζωσε πολύχρονου τα μέλη γύρω γύρω,
του θόλωσε τα μάτια τα όμορφα, που ξάστραφταν ως τότε,
κι ακόμα με άλλα τον περίζωσε κουρέλια και χιτώνα,
λερά κι ολότρυπα, σε ανείπωτη μουντζούρα βουτηγμένα. 435
Λαφίνας γρήγορης του φόρεσε τρανό τομάρι τέλος,
ξεμαδημένο, και στο χέρι του ραβδί κι ένα σακούλι
βρώμικο, ολότρυπο, που εκρέμουνταν από σκοινί, του δίνει.
Σαν έτσι τα ταιριάξαν, χώρισαν· αυτή για του Οδυσσέα
κινάει το γιο στη Λακεδαίμονα τη θεία γοργά να φτάσει· 440
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«καὶ λίην τοι ἐγώ γε παρέσσομαι, οὐδέ με λήσεις,
ὁππότε κεν δὴ ταῦτα πενώμεθα· καί τιν᾽ ὀΐω
αἵματί τ᾽ ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας 395
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.
ἀλλ᾽ ἄγε σ᾽ ἄγνωστον τεύξω πάντεσσι βροτοῖσι·
κάρψω μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι,
ξανθὰς δ᾽ ἐκ κεφαλῆς ὀλέσω τρίχας, ἀμφὶ δὲ λαῖφος
ἕσσω ὅ κεν στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπος ἔχοντα, 400
κνυζώσω δέ τοι ὄσσε πάρος περικαλλέ᾽ ἐόντε,
ὡς ἂν ἀεικέλιος πᾶσι μνηστῆρσι φανήῃς
σῇ τ᾽ ἀλόχῳ καὶ παιδί, τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες.
αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι,
ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδε, 405
παῖδά τε σὸν φιλέει καὶ ἐχέφρονα Πηνελόπειαν.
δήεις τόν γε σύεσσι παρήμενον· αἱ δὲ νέμονται
πὰρ Κόρακος πέτρῃ ἐπί τε κρήνῃ Ἀρεθούσῃ,
ἔσθουσαι βάλανον μενοεικέα καὶ μέλαν ὕδωρ
πίνουσαι, τά θ᾽ ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν. 410
ἔνθα μένειν καὶ πάντα παρήμενος ἐξερέεσθαι,
ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼν ἔλθω Σπάρτην ἐς καλλιγύναικα
Τηλέμαχον καλέουσα, τεὸν φίλον υἱόν, Ὀδυσσεῦ·
ὅς τοι ἐς εὐρύχορον Λακεδαίμονα πὰρ Μενέλαον
οἴχετο πευσόμενος μετὰ σὸν κλέος, εἴ που ἔτ᾽ εἴης.» 415
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«τίπτε τ᾽ ἄρ᾽ οὔ οἱ εἶπες, ἐνὶ φρεσὶ πάντα ἰδυῖα;
ἦ ἵνα που καὶ κεῖνος ἀλώμενος ἄλγεα πάσχῃ
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον, βίοτον δέ οἱ ἄλλοι ἔδουσι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη· 420
«μὴ δή τοι κεῖνός γε λίην ἐνθύμιος ἔστω.
αὐτή μιν πόμπευον, ἵνα κλέος ἐσθλὸν ἄροιτο
κεῖσ᾽ ἐλθών· ἀτὰρ οὔ τιν᾽ ἔχει πόνον, ἀλλὰ ἕκηλος
ἧσται ἐν Ἀτρεΐδαο δόμοις, παρὰ δ᾽ ἄσπετα κεῖται.
ἦ μέν μιν λοχόωσι νέοι σὺν νηῒ μελαίνῃ, 425
ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι·
ἀλλὰ τά γ᾽ οὐκ ὀΐω, πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν.»
Ὣς ἄρα μιν φαμένη ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ᾽ Ἀθήνη.
κάρψε μέν οἱ χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι, 430
ξανθὰς δ᾽ ἐκ κεφαλῆς ὄλεσε τρίχας, ἀμφὶ δὲ δέρμα
πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ θῆκε γέροντος,
κνύζωσεν δέ οἱ ὄσσε πάρος περικαλλέ᾽ ἐόντε·
ἀμφὶ δέ μιν ῥάκος ἄλλο κακὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,
ῥωγαλέα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ· 435
ἀμφὶ δέ μιν μέγα δέρμα ταχείης ἕσσ᾽ ἐλάφοιο,
ψιλόν· δῶκε δέ οἱ σκῆπτρον καὶ ἀεικέα πήρην,
πυκνὰ ῥωγαλέην· ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ.
Τώ γ᾽ ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν. ἡ μὲν ἔπειτα
ἐς Λακεδαίμονα δῖαν ἔβη μετὰ παῖδ᾽ Ὀδυσῆος. 440