Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 11 στ. 385-464
Η Περσεφόνη η αγνή σαν έδιωξε πια τις ψυχές μακριά μου 385
των γυναικών, μεβιάς σκορπώντας τις ολούθε, δώθε κείθε,
είδα τον ίσκιο του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, να φτάνει,
βαριά θλιμμένο· τον τριγύριζαν κι όσες ψυχές μαζί του
στο σπίτι του Αίγιστου χαλάστηκαν και το χαμό τους βρήκαν.
Κι εκείνος στη στιγμή με γνώρισε, το μαύρο ως ήπιεν αίμα, 390
και κίνησε το θρήνο, κι έτρεχαν τα μάτια του ποτάμι,
κι άπλωνε απάνω μου τα χέρια του, ποθώντας να μου αγγίξει ―
του κάκου, δεν μπορούσε! η δύναμη τον είχε παρατήσει
κι η ανάκαρα που ανθούσε κάποτε στο λυγερό κορμί του.
Κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν, 395
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
“Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
ποιά μοίρα τάχα κάτω σ᾽ έριξε φαρμακερού θανάτου;
Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη
και μες στο πέλαο τ᾽ άγριο σ᾽ έπνιξε μαζί με τ᾽ άρμενά σου; 400
Γιά μήπως στη στεριά σε σκότωσαν αντίμαχοι, στα ξένα,
την ώρα που άρπαζες τα βόδια τους και τ᾽ αρνοκόπαδά τους;
γιά ως κάστρο να πατήσεις πάλευες, γυναίκες να κουρσέψεις;”
Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μού δίνει:
“Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, 405
ο Ποσειδώνας δε μου σήκωσε φριχτήν ανεμοζάλη,
για να με πνίξει στο άγριο πέλαγο μαζί με τ᾽ άρμενά μου,
ουδέ και στη στεριά με σκότωσαν αντίμαχοι, στα ξένα·
βρήκα το θάνατο απ᾽ τον Αίγιστο και την καταραμένη
γυναίκα μου· τι αυτός με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε, 410
κι εκεί με σκότωσε, όπως σφάζουνε το βόδι στο παχνί του.
Τέτοιος φριχτός με βρήκε θάνατος· και γύρα μου οι συντρόφοι
ο ένας στον άλλο απάνω εσφάζουνταν, σα χοίροι ασπροδοντάτοι
σε πλούσιου αρχόντου, πολυδύναμου, το σπίτι, πού ᾽χει γάμο
γιά άλλη ξεφάντωση, γιά κι έστησαν όλοι μαζί τραπέζι. 415
Συχνά θ᾽ αντίκρισες σε πόλεμο πολλούς νεκροί να πέφτουν,
δυο δυο καθώς χτυπιούνται ξέχωρα, γιά στης σφαγής τον όχλο·
μα εκείνα αν τα θωρούσες, πιότερο θα σπάραζε η καρδιά σου:
Πεσμένοι εμείς και γύρα ολόγεμα τραπέζια και κροντήρια
στο αρχονταρίκι, και το πάτωμα ν᾽ αχνίζει από το γαίμα. 420
Μα η πιο σπαραχτική που αγρίκησα φωνή ηταν της Κασσάντρας·
του Πρίαμου σκότωνε από πάνω μου την κόρη η Κλυταιμήστρα
η δολερή· κι εγώ, πεθαίνοντας, με το σπαθί στο στήθος,
τη γη χτυπούσα με τα χέρια μου. Κι η σκύλα εκεί με αφήκε,
κι ουδέ, στον Κάτω Κόσμο ως διάβαινα, το βάσταξε η καρδιά της 425
να μου σφαλίσει με τα χέρια της τα μάτια και το στόμα.
Πιο ανήμερο και πιο ξετσίπωτο δε βρίσκεται στον κόσμο
απ᾽ τη γυναίκα, που στα φρένα της δουλειές συγκλώθει τέτοιες,
καθώς εκείνη, που μελέτησε μια τέτοια ανήλεη πράξη,
να δώσει θάνατο στον άντρα της. Κι εγώ που στοχαζόμουν 430
πως θα γυρίσω καλοπρόσδεχτος από παιδιά και δούλους
στο σπίτι μου! Μα εκείνη, κλώθοντας κακό στο νου μονάχα,
ντροπή και απάνω της εσώριασε και στις γυναίκες όλες
για πάντα εδώ κι εμπρός, καλόπραγες κι ας είναι μερικές τους.”
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά τού δίνω: 435
“Ωχού μου, αποξαρχής τ᾽ οχτρεύτηκε βαριά του Ατρέα το γένος
ο Δίας ο μακροβίγλης, κι έβαλε μπροστά γυναίκειες τέχνες!
Πόσοι από μας δεν αφανίστηκαν για χάρη της Ελένης,
και σένα, αλάργα ως ήσουν, σού ᾽πλεκε τα βρόχια η Κλυταιμήστρα!”
Είπα, κι αυτός γυρνώντας μίλησε κι απηλογιά μού δίνει: 440
“Γι᾽ αυτό και συ με τη γυναίκα σου πολύ καλός μην είσαι·
τα πάντα μην της τα μπιστεύεσαι που κρύβεις στο μυαλό σου·
λίγα να ξέρει, τ᾽ αποδέλοιπα κρυφά από κείνη κράτα.
Μα εσύ, Οδυσσέα, από τη γυναίκα σου το θάνατο δε θά ᾽βρεις·
έχει μυαλό περίσσιο η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα, 445
η Πηνελόπη, και στα φρένα της πληθαίνει η δίκια κρίση.
Νιόνυφη ακόμα την αφήκαμε, σα φεύγαμε από κείθε,
για να τραβήξουμε στον πόλεμο, κι είχε παιδί στο στήθος
μωρό, που στων αντρών τη σύναξη θα κάθεται πια τώρα ―
καλότυχος! Μια μέρα ο κύρης του θα τόνε ιδεί γυρνώντας, 450
κι εκείνος πάλε τον πατέρα του θ᾽ αγκαλιαστεί, ως ταιριάζει.
Εμένα μοναχά η γυναίκα μου μηδέ το γιο με αφήκε
θωρώντας να χορτάσω· πρόλαβε να με σκοτώσει αμέσως!
Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σού ᾽λεγα, κι εσύ στο νου σου βάλ᾽ το:
Γυρνώντας στην πατρίδα, κοίταξε κρυφά το πλοίο ν᾽ αράξεις· 455
κανείς να μη σε δει, τι εχάθηκε πια η πίστη απ᾽ τις γυναίκες!
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσ᾽ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου,
ακόμα ο γιος μου αν κάπου ακούγεται πως ζει· μπορεί στο κάστρο
του Ορχομενού, μπορεί να βρίσκεται στην αμμουδάτη Πύλο,
γιά και στη Σπάρτη την πλατύχωρη, στου Μενελάου το σπίτι· 460
τι ακόμα απά στη γης δεν πέθανεν ο αρχοντικός Ορέστης!”
Είπε, κι εγώ γυρνώντας μίλησα κι απηλογιά τού δίνω:
“Υγιέ του Ατρέα, γιατί για πράματα ρωτάς που δεν κατέχω,
αν ζει γιά αν πέθανε; Δε μού ᾽ρχεται να λέω του ανέμου λόγια.”
Αὐτὰρ ἐπεὶ ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ᾽ ἄλλυδις ἄλλῃ 385
ἁγνὴ Περσεφόνεια γυναικῶν θηλυτεράων,
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἀχνυμένη· περὶ δ᾽ ἄλλαι ἀγηγέραθ᾽, ὅσσοι ἅμ᾽ αὐτῷ
οἴκῳ ἐν Αἰγίσθοιο θάνον καὶ πότμον ἐπέσπον.
ἔγνω δ᾽ αἶψ᾽ ἐμὲ κεῖνος, ἐπεὶ πίεν αἷμα κελαινόν· 390
κλαῖε δ᾽ ὅ γε λιγέως, θαλερὸν κατὰ δάκρυον εἴβων,
πιτνὰς εἰς ἐμὲ χεῖρας ὀρέξασθαι μενεαίνων·
ἀλλ᾽ οὐ γάρ οἱ ἔτ᾽ ἦν ἲς ἔμπεδος οὐδέ τι κῖκυς,
οἵη περ πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι.
τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ, 395
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν, Ἀγάμεμνον,
τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε τανηλεγέος θανάτοιο;
ἠέ σέ γ᾽ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν
ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν, 400
ἦέ σ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου
βοῦς περιταμνόμενον ἠδ᾽ οἰῶν πώεα καλά,
ἠὲ περὶ πτόλιος μαχεούμενον ἠδὲ γυναικῶν;»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ, 405
οὔτ᾽ ἐμέ γ᾽ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν,
ὄρσας ἀργαλέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀϋτμήν,
οὔτε μ᾽ ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾽ ἐπὶ χέρσου,
ἀλλά μοι Αἴγισθος τεύξας θάνατόν τε μόρον τε
ἔκτα σὺν οὐλομένῃ ἀλόχῳ, οἶκόνδε καλέσσας, 410
δειπνίσσας, ὥς τίς τε κατέκτανε βοῦν ἐπὶ φάτνῃ.
ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ· περὶ δ᾽ ἄλλοι ἑταῖροι
νωλεμέως κτείνοντο, σύες ὣς ἀργιόδοντες,
οἵ ῥά τ᾽ ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο
ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ. 415
ἤδη μὲν πολέων φόνῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας,
μουνὰξ κτεινομένων καὶ ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ·
ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν ὀλοφύραο θυμῷ,
ὡς ἀμφὶ κρητῆρα τραπέζας τε πληθούσας
κείμεθ᾽ ἐνὶ μεγάρῳ, δάπεδον δ᾽ ἅπαν αἵματι θῦεν. 420
οἰκτροτάτην δ᾽ ἤκουσα ὄπα Πριάμοιο θυγατρός,
Κασσάνδρης, τὴν κτεῖνε Κλυταιμνήστρη δολόμητις
ἀμφ᾽ ἐμοί· αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ γαίῃ χεῖρας ἀείρων
βάλλον ἀποθνῄσκων περὶ φασγάνῳ· ἡ δὲ κυνῶπις
νοσφίσατ᾽, οὐδέ μοι ἔτλη ἰόντι περ εἰς Ἀΐδαο 425
χερσὶ κατ᾽ ὀφθαλμοὺς ἑλέειν σύν τε στόμ᾽ ἐρεῖσαι.
ὣς οὐκ αἰνότερον καὶ κύντερον ἄλλο γυναικὸς
ἥ τις δὴ τοιαῦτα μετὰ φρεσὶν ἔργα βάληται·
οἷον δὴ καὶ κείνη ἐμήσατο ἔργον ἀεικές,
κουριδίῳ τεύξασα πόσει φόνον. ἦ τοι ἔφην γε 430
ἀσπάσιος παίδεσσιν ἰδὲ δμώεσσιν ἐμοῖσιν
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· ἡ δ᾽ ἔξοχα λυγρὰ ἰδυῖα
οἷ τε κατ᾽ αἶσχος ἔχευε καὶ ἐσσομένῃσιν ὀπίσσω
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον· 435
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ γόνον Ἀτρέος εὐρύοπα Ζεὺς
ἐκπάγλως ἔχθαιρε γυναικείας διὰ βουλὰς
ἐξ ἀρχῆς· Ἑλένης μὲν ἀπωλόμεθ᾽ εἵνεκα πολλοί,
σοὶ δὲ Κλυταιμνήστρη δόλον ἤρτυε τηλόθ᾽ ἐόντι.»
Ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾽ αὐτίκ᾽ ἀμειβόμενος προσέειπε· 440
«τῷ νῦν μή ποτε καὶ σὺ γυναικί περ ἤπιος εἶναι·
μηδ᾽ οἱ μῦθον ἅπαντα πιφαυσκέμεν, ὅν κ᾽ ἐῢ εἰδῇς,
ἀλλὰ τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι.
ἀλλ᾽ οὐ σοί γ᾽, Ὀδυσεῦ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός·
λίην γὰρ πινυτή τε καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδε 445
κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια.
ἦ μέν μιν νύμφην γε νέην κατελείπομεν ἡμεῖς
ἐρχόμενοι πόλεμόνδε· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ
νήπιος, ὅς που νῦν γε μετ᾽ ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ,
ὄλβιος· ἦ γὰρ τόν γε πατὴρ φίλος ὄψεται ἐλθών, 450
καὶ κεῖνος πατέρα προσπτύξεται, ἣ θέμις ἐστίν.
ἡ δ᾽ ἐμὴ οὐδέ περ υἷος ἐνιπλησθῆναι ἄκοιτις
ὀφθαλμοῖσιν ἔασε· πάρος δέ με πέφνε καὶ αὐτόν.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
κρύβδην, μηδ᾽ ἀναφανδά, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν 455
νῆα κατισχέμεναι· ἐπεὶ οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
εἴ που ἔτι ζώοντος ἀκούετε παιδὸς ἐμοῖο,
ἤ που ἐν Ὀρχομενῷ, ἢ ἐν Πύλῳ ἠμαθόεντι,
ἤ που πὰρ Μενελάῳ ἐνὶ Σπάρτῃ εὐρείῃ· 460
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀρέστης.»
Ὣς ἔφατ᾽, αὐτὰρ ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον·
«Ἀτρεΐδη, τί με ταῦτα διείρεαι; οὐδέ τι οἶδα,
ζώει ὅ γ᾽ ἦ τέθνηκε· κακὸν δ᾽ ἀνεμώλια βάζειν.»