Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 1 στ. 360-411
Εκείνη εσάστισε, και βάζοντας τα μυαλωμένα λόγια 360
του γιου της στην καρδιά ξεκίνησε στην κάμαρά της πίσω·
κι όπως ανέβη με τις βάγιες της στο ανώι, για να πλαγιάσει,
τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου
της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκό στα μάτια γύπνο.
Κι ασκώσαν οι μνηστήρες τάραχο στον ισκιερό αντρωνίτη, 365
κι ευχόνταν δυνατά ο καθένας τους να κοιμηθεί μαζί της·
κι άνοιξε πρώτος ο Τηλέμαχος ο γνωστικός το λόγο:
«Της μάνας μου μνηστήρες πέρφανοι, περίσσια αδικοπράχτες,
τώρα ας χαρούμε το τραπέζι μας, κι η χλαλοή να πάψει.
Αλήθεια, είναι όμορφο να κάθεσαι ν᾽ ακούς τον τραγουδάρη, 370
φωνή ως θεού σαν έχει μάλιστα, καθώς ετούτος τώρα.
Μα μόλις πάρουν τα χαράματα, στη σύναξη να πάμε
όλοι, ξεκάθαρα τη γνώμη μου να σας τη φανερώσω ―
να πάρτε δρόμο απ᾽ το παλάτι μου! Γνοιαστείτε γι᾽ άλλες τάβλες,
και συναλλάζοντας τα σπίτια σας από το βιος σας τρώτε! 375
Ξον πιο συφερτικό αν το κρίνετε πως είναι και πιο δίκιο
το βιος ν᾽ αφανιστεί αξεπλέρωτο μονάχα ενός ανθρώπου.
Χαλάτε το! Μα τους αθάνατους θεούς εγώ θα κράξω,
αν δώσει ο Δίας να πάρω εγδίκηση για τις δουλειές ετούτες,
να βρείτε μέσα εδώ το θάνατο χωρίς ξεπλερωμή μου.» 380
Αυτά ειπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
απ᾽ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκεια.
Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Τηλέμαχε, οι θεοί θα σ᾽ έμαθαν το δίχως άλλο ατοί τους
να μας μιλάς με τόση ξέπαρση και με κουράγιο τόσο· 385
μονάχα ο Δίας στη θαλασσόζωστη να μη μας δώσει Ιθάκη,
κι ας τό ᾽χεις γονικό απ᾽ τον κύρη σου, να γίνεις βασιλιάς μας!»
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Αντίνοε, κάτι τώρα αν σού ᾽λεγα, θα τά ᾽βαζες μαζί μου;
Ο Δίας αν τό ᾽δινε, θα μου άρεσε να γίνω βασιλιάς σας! 390
Θαρρείς πως είναι το χειρότερο που βρίσκεται στον κόσμο;
Να ρηγαδεύεις δε μου φαίνεται κακό· γοργά γεμίζει
το σπίτι από καλά και γίνεσαι και συ πιο τιμημένος.
Ωστόσο εδώ στη θαλασσόζωστην Ιθάκη μέσα κι άλλοι
βασιλαρχόντοι Αργίτες βρίσκουνται πολλοί, και νιοι και γέροι· 395
μια κι ο Οδυσσέας εχάθη, κάποιος τους το βασιλίκι ας πάρει.
Όμως στο σπίτι και στους σκλάβους μας, που κούρσεψε ο Οδυσσέας
ο αρχοντικός για μένα, κύβερνος εγώ θα μείνω μόνο!»
Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, του απηλογήθη κι είπε:
«Τούτα θεών βουλή, Τηλέμαχε, τα κυβερνά, ποιός θά ᾽ναι 400
ο Αργίτης που στη θαλασσόζωστη θα ρηγαδέψει Ιθάκη.
Μα εσύ το σπίτι σου κυβέρνα το, και κράτα και το βιος σου·
όσον καιρόν η Ιθάκη ακούγεται στον κόσμο πως υπάρχει,
να μη βρεθεί κανείς τα πλούτη σου ν᾽ αρπάξει αθέλητά σου.
Μα για τον ξένο σου, αρχοντόγεννε, να σε ρωτήσω θέλω: 405
ποιός είναι; πούθε; από ποιά πέτεται πως ήρθε χώρα τάχα;
Η γης η πατρική κι η φύτρα του πού βρίσκουνται στον κόσμο;
Τάχα μη σού ᾽φερε το μήνυμα πως έρχεται ο γονιός σου,
γιά και στα μέρη αυτά τον έσπρωξε δικιά του ανάγκη μόνο;
Πώς ξαφνικά πετάχτη κι έφυγε, χωρίς να περιμένει 410
να γνωριστούμε! Και δεν έμοιαζε στην όψη τιποτένιος!»
Ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει· 360
παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
Μνηστῆρες δ᾽ ὁμάδησαν ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα· 365
πάντες δ᾽ ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι.
τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἄρχετο μύθων·
«Μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες,
νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεθα, μηδὲ βοητὺς
ἔστω, ἐπεὶ τό γε καλὸν ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ 370
τοιοῦδ᾽ οἷος ὅδ᾽ ἐστί, θεοῖς ἐναλίγκιος αὐδήν.
ἠῶθεν δ᾽ ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες
πάντες, ἵν᾽ ὑμῖν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω,
ἐξιέναι μεγάρων· ἄλλας δ᾽ ἀλεγύνετε δαῖτας,
ὑμὰ κτήματ᾽ ἔδοντες, ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους. 375
εἰ δ᾽ ὑμῖν δοκέει τόδε λωΐτερον καὶ ἄμεινον
ἔμμεναι, ἀνδρὸς ἑνὸς βίοτον νήποινον ὀλέσθαι,
κείρετ᾽· ἐγὼ δὲ θεοὺς ἐπιβώσομαι αἰὲν ἐόντας,
αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι·
νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε.» 380
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες
Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ μάλα δή σε διδάσκουσιν θεοὶ αὐτοὶ
ὑψαγόρην τ᾽ ἔμεναι καὶ θαρσαλέως ἀγορεύειν. 385
μὴ σέ γ᾽ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλῆα Κρονίων
ποιήσειεν, ὅ τοι γενεῇ πατρώϊόν ἐστιν.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἀντίνο᾽, εἴ πέρ μοι καὶ ἀγάσσεαι ὅττι κεν εἴπω,
καί κεν τοῦτ᾽ ἐθέλοιμι Διός γε διδόντος ἀρέσθαι. 390
ἦ φῂς τοῦτο κάκιστον ἐν ἀνθρώποισι τετύχθαι;
οὐ μὲν γάρ τι κακὸν βασιλευέμεν· αἶψά τέ οἱ δῶ
ἀφνειὸν πέλεται καὶ τιμηέστερος αὐτός.
ἀλλ᾽ ἦ τοι βασιλῆες Ἀχαιῶν εἰσὶ καὶ ἄλλοι
πολλοὶ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, νέοι ἠδὲ παλαιοί, 395
τῶν κέν τις τόδ᾽ ἔχῃσιν, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς·
αὐτὰρ ἐγὼν οἴκοιο ἄναξ ἔσομ᾽ ἡμετέροιο
καὶ δμώων, οὕς μοι ληΐσσατο δῖος Ὀδυσσεύς.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ τοι ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, 400
ὅς τις ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλεύσει Ἀχαιῶν·
κτήματα δ᾽ αὐτὸς ἔχοις καὶ δώμασι σοῖσιν ἀνάσσοις.
μὴ γὰρ ὅ γ᾽ ἔλθοι ἀνὴρ ὅς τίς σ᾽ ἀέκοντα βίηφι
κτήματ᾽ ἀπορραίσει᾽, Ἰθάκης ἔτι ναιεταούσης.
ἀλλ᾽ ἐθέλω σε, φέριστε, περὶ ξείνοιο ἐρέσθαι, 405
ὁππόθεν οὗτος ἀνήρ, ποίης δ᾽ ἐξ εὔχεται εἶναι
γαίης, ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα·
ἠέ τιν᾽ ἀγγελίην πατρὸς φέρει ἐρχομένοιο,
ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ᾽ ἱκάνει;
οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται, οὐδ᾽ ὑπέμεινε 410
γνώμεναι· οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει.»