Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 8 στ. 367-432
Αυτά ετραγούδα ο πολυδόξαστος τραγουδιστής· ωστόσο
ακούοντας ο Οδυσσέας αγάλλουνταν βαθιά, μαζί του κι οι άλλοι,
οι Φαίακες, οι άντρες οι μακρόκουποι και θαλασσακουσμένοι.
Το Λαοδάμα τότε πρόσταξεν ο Αλκίνοος και τον Άλιο 370
χορό να στήσουν μόνοι, τι ήξεραν την τέχνη κάλλιο απ᾽ όλους.
Κι εκείνοι πορφυρή στα χέρια τους, πανώρια επήραν σφαίρα,
που τους την είχε φτιάσει ο Πόλυβος με τη σοφή του τέχνη,
κι ο ένας απάνω ως τα βαθίσκιωτα τη σφεντονούσε νέφη,
λυγώντας πίσω, κι ο άλλος εύκολα, ψηλά απ᾽ τη γη πηδώντας, 375
την έπιανε, πριχού τα πόδια του ξανά το χώμα αγγίξουν.
Κι αφού δοκίμασαν την τέχνη τους στη σφαίρα που πετούσαν
ίσια ψηλά, πήραν και χόρευαν στη γη την πολυθρόφα
κι έκαναν χίλια δυο τσακίσματα· χτυπούσαν παλαμάκια
οι άλλοι στο αλώνι μέσα νιούτσικοι, κι ήταν ο αχός περίσσιος. 380
Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος μιλούσε στον Αλκίνο:
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
στην τέχνη του χορού δεν έχετε το ταίρι σας ― μου τό ᾽πες,
μα τώρα τό ᾽δα με τα μάτια μου· σαστίζω που τους βλέπω!»
Είπε, κι ο Αλκίνοος καταχάρηκε με του Οδυσσέα το λόγο, 385
κι ευτύς στους Φαίακες, στους περίλαμπρους μιλούσε κουπολάτες:
«Ακούστε, Φαίακες πρωτοστράτορες και πρωτοκεφαλάδες·
αλήθεια δείχνει νά ᾽ναι ο ξένος μας περίσσια μυαλωμένος.
Μα ελάτε, δώρα να του δώσουμε φιλιάς, καθώς ταιριάζει.
Τη χώρα τούτη τώρα δώδεκα ρηγάδες αφεντεύουν, 390
περίλαμπροι, και τριτοδέκατος εγώ λογιέμαι ατός μου·
μαντί καλοπλυμένο φέρτε του λοιπόν καθείς σας τώρα
κι ένα χιτώνα κι ένα τάλαντο χρυσάφι τιμημένο.
Και να τα φέρουν όλα γρήγορα, που ο ξένος παίρνοντάς τα
στα χέρια, να κινήσει ολόχαρος απόψε για το δείπνο. 395
Κι ο Ευρύαλος θέλω με γλυκόλογα να τον καλοκαρδίσει
και μ᾽ ένα δώρο, τι του μίλησε πιο πριν αταίριαστά του.»
Αυτά ειπε ο Αλκίνος κι οι άλλοι σύγκλιναν στα λόγια του κι αμέσως
από ᾽ναν κράχτη εστείλαν όλοι τους τα δώρα να τους φέρει.
Κι ο Ευρύαλος τότε απηλογήθηκε κι αυτά μιλώντας είπε: 400
«Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
στους ορισμούς σου! Εγώ τον ξένο μας θα τον καλοκαρδίσω·
σπαθί τού δίνω ―ιδές το!― ολόχαλκο, που το χερόλαβό του
είναι ασημένιο· το θηκάρι του, που ολόγυρα το ντύνει,
φτιαγμένο από φιλντίσι νιόκοπο· μεγάλο βιος αξίζει.» 405
Σαν είπε αυτά, το ασημοκάρφωτο σπαθί τού παραδίνει,
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Πατέρα ξένε, χαίρε! Αν ξέφυγε βαρύς κανένας λόγος,
ας τον σηκώσει ανεμορούφουλας, αλλού μακριά να πέσει!
Κι ας δώσουν οι θεοί το ταίρι σου να ιδείς και στην πατρίδα 410
να στρέψεις· χρόνους βασανίζεσαι μακριά από τους δικούς σου.»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Χαίρε και συ, καλέ, κι οι αθάνατοι μόνο καλό ας σου δίνουν!
Μακάρι του σπαθιού, που μού ᾽δωκες καλοκαρδίζοντάς με,
να μην ερθεί καιρός αργότερα να νιώσεις την ανάγκη!» 415
Αυτά ειπε, και το ασημοκάρφωτο σπαθί περνά στους ώμους.
Ο ήλιος βουτούσε πια, σαν τού ᾽φεραν τα τιμημένα δώρα·
κι οι κράχτες οι έμνοστοι τα πήγαιναν στου Αλκίνου το παλάτι,
κι εκεί τα παίρναν του αψεγάδιαστου του Αλκίνου οι γιοι, που τρέχαν
και τα ώρια δώρα μπρος στη μάνα τους τη σεβαστή απιθώναν. 420
Στους άλλους μπήκε ομπρός ο αντρόψυχος Αλκίνοος, κι ως εφτάσαν
και στα θρονιά τ᾽ αψηλοπόδαρα καθίσαν του αντρωνίτη,
ο Αλκίνοος στην Αρήτη εμίλησε γυρνώντας, ο αντρειωμένος:
«Γυναίκα, φέρε εδώ την πιο όμορφη κασέλα μας και βάλε
μέσα χιτώνα κι ολοκάθαρο μαντί από τα δικά μας· 425
και στήστε στη φωτιά το χάλκωμα, νερό ζεστάνετέ του·
και σα λουστεί και δει τα δώρα του καλοσυγυρισμένα,
αυτά που οι Φαίακες οι αψεγάδιαστοι του κουβαλήσαν, νά ᾽χει
πια να χαρεί το γιόμα ξέγνοιαστος και το γλυκό τραγούδι.
Κι εγώ για δώρο την πανέμορφη μαλαματένια τούτη 430
του δίνω κούπα, στο παλάτι του σπονδές στο Δία σαν κάνει
και στους θεούς τους αποδέλοιπους, να μου θυμάται πάντα.»
Ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
τέρπετ᾽ ἐνὶ φρεσὶν ᾗσιν ἀκούων ἠδὲ καὶ ἄλλοι
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσικλυτοὶ ἄνδρες.
Ἀλκίνοος δ᾽ Ἅλιον καὶ Λαοδάμαντα κέλευσε 370
μουνὰξ ὀρχήσασθαι, ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο,
πορφυρέην, τήν σφιν Πόλυβος ποίησε δαΐφρων,
τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα
ἰδνωθεὶς ὀπίσω· ὁ δ᾽ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ᾽ ἀερθεὶς 375
ῥηϊδίως μεθέλεσκε, πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σφαίρῃ ἀν᾽ ἰθὺν πειρήσαντο,
ὀρχείσθην δὴ ἔπειτα ποτὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
ταρφέ᾽ ἀμειβομένω· κοῦροι δ᾽ ἐπελήκεον ἄλλοι
ἑσταότες κατ᾽ ἀγῶνα, πολὺς δ᾽ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει. 380
δὴ τότ᾽ ἄρ᾽ Ἀλκίνοον προσεφώνεε δῖος Ὀδυσσεύς·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
ἠμὲν ἀπείλησας βητάρμονας εἶναι ἀρίστους,
ἠδ᾽ ἄρ᾽ ἑτοῖμα τέτυκτο· σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα.»
Ὣς φάτο, γήθησεν δ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο. 385
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα·
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες·
ὁ ξεῖνος μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι.
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ δῶμεν ξεινήϊον, ὡς ἐπιεικές.
δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον ἀριπρεπέες βασιλῆες 390
ἀρχοὶ κραίνουσι, τρισκαιδέκατος δ᾽ ἐγὼ αὐτός·
τῶν οἱ ἕκαστος φᾶρος ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα
καὶ χρυσοῖο τάλαντον ἐνείκατε τιμήεντος.
αἶψα δὲ πάντα φέρωμεν ἀολλέα, ὄφρ᾽ ἐνὶ χερσὶ
ξεῖνος ἔχων ἐπὶ δόρπον ἴῃ χαίρων ἐνὶ θυμῷ. 395
Εὐρύαλος δέ ἑ αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσι
καὶ δώρῳ, ἐπεὶ οὔ τι ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπεν.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾽ ἐκέλευον,
δῶρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος.
τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο φώνησέν τε· 400
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
τοιγὰρ ἐγὼ τὸν ξεῖνον ἀρέσσομαι, ὡς σὺ κελεύεις.
δώσω οἱ τόδ᾽ ἄορ παγχάλκεον, ᾧ ἔπι κώπη
ἀργυρέη, κολεὸν δὲ νεοπρίστου ἐλέφαντος
ἀμφιδεδίνηται· πολέος δέ οἱ ἄξιον ἔσται.» 405
Ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει ξίφος ἀργυρόηλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε· ἔπος δ᾽ εἴ περ τι βέβακται
δεινόν, ἄφαρ τὸ φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι.
σοὶ δὲ θεοὶ ἄλοχόν τ᾽ ἰδέειν καὶ πατρίδ᾽ ἱκέσθαι 410
δοῖεν, ἐπεὶ δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχεις.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«καὶ σύ, φίλος, μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν,
μηδέ τί τοι ξίφεός γε ποθὴ μετόπισθε γένοιτο
τούτου, ὃ δή μοι δῶκας, ἀρεσσάμενος ἐπέεσσιν.» 415
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισι θέτο ξίφος ἀργυρόηλον.
δύσετό τ᾽ ἠέλιος, καὶ τῷ κλυτὰ δῶρα παρῆεν·
καὶ τά γ᾽ ἐς Ἀλκινόοιο φέρον κήρυκες ἀγαυοί·
δεξάμενοι δ᾽ ἄρα παῖδες ἀμύμονος Ἀλκινόοιο
μητρὶ παρ᾽ αἰδοίῃ ἔθεσαν περικαλλέα δῶρα. 420
τοῖσιν δ᾽ ἡγεμόνευ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐν ὑψηλοῖσι θρόνοισι.
δή ῥα τότ᾽ Ἀρήτην προσέφη μένος Ἀλκινόοιο·
«Δεῦρο, γύναι, φέρε χηλὸν ἀριπρεπέ᾽, ἥ τις ἀρίστη·
ἐν δ᾽ αὐτὴ θὲς φᾶρος ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα. 425
ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ᾽ ὕδωρ,
ὄφρα λοεσσάμενός τε ἰδών τ᾽ εὖ κείμενα πάντα
δῶρα, τά οἱ Φαίηκες ἀμύμονες ἐνθάδ᾽ ἔνεικαν,
δαιτί τε τέρπηται καὶ ἀοιδῆς ὕμνον ἀκούων.
καί οἱ ἐγὼ τόδ᾽ ἄλεισον ἐμὸν περικαλλὲς ὀπάσσω, 430
χρύσεον, ὄφρ᾽ ἐμέθεν μεμνημένος ἤματα πάντα
σπένδῃ ἐνὶ μεγάρῳ Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσιν.»