Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 24 στ. 345-411
Αυτά ειπε, κι εκεινού τα γόνατα λυθήκαν κι η καρδιά του, 345
τ᾽ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα,
και στο λαιμό του γιου του ερίχτηκε, κι ως λίγωσε η ψυχή του,
ο θείος, πολύπαθος απάνω του τον έσφιγγε Οδυσσέας.
Μα ως πήρε ανάσα και στον τόπο της ήρθε η καρδιά του πάλε,
ξαναδευτέρωσε τα λόγια του κι αυτά μιλώντας είπε: 350
«Αλήθεια, αν οι μνηστήρες πλέρωσαν για τ᾽ άνομά τους έργα,
πατέρα Δία, στον μέγαν Όλυμπο θα πει οι θεοί πως ζείτε!
Μα τώρα φοβερά στα φρένα μου τρομάζω, μήπως όλοι
κινήσουν οι Θιακοί, στο χτήμα μας να ᾽ρθούν εδώ, και στείλουν
ολούθε τα κεφαλλονίτικα να ξεσηκώσουν κάστρα.» 355
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Κάνε κουράγιο και μη γνοιάζεσαι στα φρένα σου για τούτα!
Στην κατοικιά μας τώρα ας στρέψουμε, πού ᾽ναι στο χτήμα δίπλα·
μπροστά εχω στείλει τον Τηλέμαχο με το χοιροβοσκό μας
και το βουκόλο, να συντάξουνε στα πεταχτά το γιόμα.» 360
Τέτοια αναθίβαναν, και κίνησαν να παν στην κατοικιά τους·
κι ως μπήκαν μέσα στο αρχοντόσπιτο, πετύχαν το βουκόλο
νά ᾽χει βαλθεί με τον Τηλέμαχο και το χοιροβοσκό τους
να κόβουν κρέατα και φλογόμαυρο κρασί να συγκερνούνε.
Ωστόσο η βάγια η Σικελιώτισσα τον αντρειανό Λαέρτη 365
στο σπίτι μέσα πήρε κι έλουσε, τον άλειψε με μύρο
κι ώριο μαντί μετά του φόρεσε· κι ήρθε η Αθηνά κοντά του
και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη,
σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος απ᾽ ό,τι πριν να δείχνει.
Κι ως βγήκε απ᾽ το λουτρό, τον κοίταζεν ο γιος του με καμάρι, 370
θωρώντας τον με τους αθάνατους θεούς να μοιάζει τόσο,
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια κι είπε:
«Απ᾽ τους θεούς, πατέρα, σίγουρα τους αναιώνιους κάποιος
να δείχνεις σ᾽ έκανε ομορφότερος στην ελικιά, στην όψη!»
Κι ο μυαλωμένος τού αποκρίθηκε Λαέρτης μ᾽ έτοια λόγια: 375
«Νά ᾽μουν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, σαν τότε
που πήρα το καστρί τ᾽ ωριόχτιστο του Νήρικου απαντίκρυ,
στη γλώσσα της στεριάς, κι αφέντευα Κεφαλλονίτες ― τέτοιος
νά ᾽μουν μαθές και χτες στο σπίτι μας, και να φορώ στους ώμους
τ᾽ άρματα ορθός στο πλάι σου, πόλεμο κι εγώ με τους μνηστήρες 380
ν᾽ ανοίξω· σε περίσσιους θά ᾽λυνα στο αρχοντικό μας μέσα
τα γόνατα· και θ᾽ αναγάλλιαζες και συ βαθιά στα φρένα!»
Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταυρώναν λόγια τότε,
κι ως τις δουλειές τους οι άλλοι τέλεψαν και σύνταξαν το γιόμα,
αράδα σε θρονιά καθόντουσαν και σε σκαμνιά να φάνε. 385
Μα εκεί στα φαγητά που λέγανε ν᾽ απλώσουν, ο Δολίος
ο γέροντας κι οι γιοι του γέροντα ζυγώσαν, κουρασμένοι
απ᾽ της δουλειάς το μόχτο· η μάνα τους προβέλνοντας τους είχε
καλέσει, η βάγια η Σικελιώτισσα, που τους γνοιαζόταν πάντα,
μα πιότερο το γέρο κύρη τους, τι είχε πολύ βαρύνει. 390
Τούτοι σαν είδαν και κατάλαβαν τον Οδυσσέα μπροστά τους,
τα χάσαν και στη μέση εστάθηκαν της κάμαρας, μα εκείνος
με λόγια μαλακά τούς μίλησε, να τους ψευτομαλώσει:
«Γέροντα, κάτσε τρώγε, κι όλοι σας τη σαστισμάρα αφήστε·
ώρα πολλή ψωμί να βάλουμε στο στόμα λαχταρούμε, 395
κι όμως δεν τρώμε περιμένοντας κάθε στιγμή να ᾽ρθείτε.»
Αυτά ειπε, κι ο Δολίος, απλώνοντας τα χέρια, πήρε δρόμο
γραμμή στον Οδυσσέα, κι αρπώντας του τα χέρια τον φιλούσε,
και κράζοντάς τον ανεμάρπαστα μιλούσε λόγια κι είπε:
«Φίλε ακριβέ, σε αποζητούσαμε ― χωρίς καμιάν ελπίδα! 400
Μα αφού διαγέρνεις κι είν᾽ οι αθάνατοι που σ᾽ έχουν φέρει πίσω,
γεια και χαρά, κι απ᾽ τους αθάνατους καλό να βλέπεις μόνο!
Σε τούτο τώρα δώσ᾽ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω:
η Πηνελόπη τάχα τό ᾽μαθε πως έχεις πια διαγείρει,
η μυαλωμένη, γιά να στείλουμε κανένα αποκρισάρη;» 405
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Το ξέρει, γέροντα· να γνοιάζεσαι καμιά δεν είναι ανάγκη!»
Είπε, κι εκείνος ξανακάθισε στο μαγλινό σκαμνί του.
Όμοια κι οι γιοι του τριγυρίζοντας τον ξακουστό Οδυσσέα
του λέγαν τα καλωσορίσματα και τού ᾽σφιγγαν τα χέρια· 410
πλάι στο Δολίο μετά, τον κύρη τους, με τη σειρά καθίσαν.
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, 345
σήματ᾽ ἀναγνόντος τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾽ Ὀδυσσεύς·
ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε· τὸν δὲ ποτὶ οἷ
εἷλεν ἀποψύχοντα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἔμπνυτο καὶ ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη,
ἐξαῦτις μύθοισιν ἀμειβόμενος προσέειπε· 350
«Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥα ἔτ᾽ ἐστὲ θεοὶ κατὰ μακρὸν Ὄλυμπον,
εἰ ἐτεὸν μνηστῆρες ἀτάσθαλον ὕβριν ἔτισαν.
νῦν δ᾽ αἰνῶς δείδοικα κατὰ φρένα μὴ τάχα πάντες
ἐνθάδ᾽ ἐπέλθωσιν Ἰθακήσιοι, ἀγγελίας δὲ
πάντῃ ἐποτρύνωσι Κεφαλλήνων πολίεσσι.» 355
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«θάρσει, μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων.
ἀλλ᾽ ἴομεν προτὶ οἶκον, ὃς ὀρχάτου ἐγγύθι κεῖται·
ἔνθα δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην
προὔπεμψ᾽, ὡς ἂν δεῖπνον ἐφοπλίσσωσι τάχιστα.» 360
Ὣς ἄρα φωνήσαντε βάτην πρὸς δώματα καλά.
οἱ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας,
εὗρον Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην
ταμνομένους κρέα πολλὰ κερῶντάς τ᾽ αἴθοπα οἶνον.
Τόφρα δὲ Λαέρτην μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ 365
ἀμφίπολος Σικελὴ λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαῖναν καλὴν βάλεν· αὐτὰρ Ἀθήνη
ἄγχι παρισταμένη μέλε᾽ ἤλδανε ποιμένι λαῶν,
μείζονα δ᾽ ἠὲ πάρος καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι.
ἐκ δ᾽ ἀσαμίνθου βῆ· θαύμαζε δέ μιν φίλος υἱός, 370
ὡς ἴδεν ἀθανάτοισι θεοῖς ἐναλίγκιον ἄντην·
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ πάτερ, ἦ μάλα τίς σε θεῶν αἰειγενετάων
εἶδός τε μέγεθός τε ἀμείνονα θῆκεν ἰδέσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Λαέρτης πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα· 375
«αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
οἷος Νήρικον εἷλον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
ἀκτὴν ἠπείροιο, Κεφαλλήνεσσιν ἀνάσσων,
τοῖος ἐών τοι χθιζὸς ἐν ἡμετέροισι δόμοισι,
τεύχε᾽ ἔχων ὤμοισιν, ἐφεστάμεναι καὶ ἀμύνειν 380
ἄνδρας μνηστῆρας· τῷ κε σφέων γούνατ᾽ ἔλυσα
πολλῶν ἐν μεγάροισι, σὺ δὲ φρένας ἔνδον ἐγήθεις.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα,
ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε. 385
ἔνθ᾽ οἱ μὲν δείπνῳ ἐπεχείρεον· ἀγχίμολον δὲ
ἦλθ᾽ ὁ γέρων Δολίος, σὺν δ᾽ υἱεῖς τοῖο γέροντος,
ἐξ ἔργων μογέοντες, ἐπεὶ προμολοῦσα κάλεσσε
μήτηρ, γρηῦς Σικελή, ἥ σφεας τρέφε καί ῥα γέροντα
ἐνδυκέως κομέεσκεν, ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν. 390
οἱ δ᾽ ὡς οὖν Ὀδυσῆα ἴδον φράσσαντό τε θυμῷ,
ἔσταν ἐνὶ μεγάροισι τεθηπότες· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
μειλιχίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος προσέειπεν·
«ὦ γέρον, ἵζ᾽ ἐπὶ δεῖπνον, ἀπεκλελάθεσθε δὲ θάμβευς·
δηρὸν γὰρ σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 395
μίμνομεν ἐν μεγάροις, ὑμέας ποτιδέγμενοι αἰεί.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, Δολίος δ᾽ ἰθὺς κίε χεῖρε πετάσσας
ἀμφοτέρας, Ὀδυσεῦς δὲ λαβὼν κύσε χεῖρ᾽ ἐπὶ καρπῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεὶ νόστησας ἐελδομένοισι μάλ᾽ ἡμῖν 400
οὐδ᾽ ἔτ᾽ ὀϊομένοισι, θεοὶ δέ σε ἤγαγον αὐτοί,
οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν.
καί μοι τοῦτ᾽ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῶ,
ἢ ἤδη σάφα οἶδε περίφρων Πηνελόπεια
νοστήσαντά σε δεῦρ᾽, ἦ ἄγγελον ὀτρύνωμεν.» 405
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γέρον, ἤδη οἶδε· τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι;»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὖτις ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐϋξέστου ἐπὶ δίφρου.
ὣς δ᾽ αὔτως παῖδες Δολίου κλυτὸν ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα
δεικανόωντ᾽ ἐπέεσσι καὶ ἐν χείρεσσι φύοντο, 410
ἑξείης δ᾽ ἕζοντο παραὶ Δολίον, πατέρα σφόν.