Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 23 στ. 310-372
Κι άρχισε πρώτα από τους Κίκονες, το κάστρο πώς τους πήρε, 310
μετά πώς ήρθε στην παχιόβωλη των Λωτοφάγων χώρα,
και πόσα ο Κύκλωπας τους έκαμε, και πώς το γαίμα πήρε
των αντρειανών συντρόφων, που άσπλαχνα τού ᾽φαγε εκείνος, πίσω·
και πώς μπροστά στον Αίολο βρέθηκε, που τον καλοπροσδέχτη
και τον προβόδησε, μα η μοίρα του δεν τού ᾽γραφε να φτάσει 315
στη γη του ακόμα, μόνο ο δρόλαπας τον ξέσυρε και πάλι
στο ψαροθρόφο απάνω πέλαγο, στα βογγητά του μέσα·
στη Λαιστρυγόνια την πλατύπορτη μετά πώς είχε αράξει,
κι αυτοί τα πλοία και τους συντρόφους του τους αντρειανούς χαλάσαν
όλους, και μόνο εκείνος ξέφυγε στο μελανό καράβι· 320
τις πονηριές ακόμα ιστόρησε και τις περίσσιες τέχνες
της Κίρκης, και το πώς κατέβηκε στον άραχλο τον Άδη
με το πολύσκαρμο καράβι του, χρησμό απ᾽ του Τειρεσία
να πάρει την ψυχή, κι αντάμωσε τη μάνα, που τον είχε
μικραναστήσει, αφού τον γέννησε, και τους συντρόφους του όλους· 325
πώς άκουσε των αηδονόλαλων Σειρήνων το τραγούδι·
πώς έφτασε στους Ταξιδόβραχους, στη Χάρυβδη την άγρια,
και πώς στη Σκύλλα, οπούθε αζήμιωτος δεν ξέφυγε κανένας·
και πώς οι σύντροφοί του σκότωσαν του Γήλιου τις γελάδες,
και πώς στο γρήγορο καράβι τους ο Δίας ο αψηλοβρόντης 330
σφεντόνισε αχνιστό αστροπέλεκο, κι όλοι οι αντρειανοί συντρόφοι
χαθήκαν, και του Χάρου εγλίτωσε του ανήλεου μόνο εκείνος·
στην Ωγυγία πώς βρέθη, στης ξωθιάς της Καλυψώς το σπίτι,
που ταίρι να τον έχει θέλοντας κοντά της τον κρατούσε
στις βαθουλές σπηλιές, τον έθρεφε και τό ᾽χε στο μυαλό της, 335
αν μείνει, να τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα·
όμως ποτέ δεν του μετάστρεψε τη γνώμη μες στα στήθη·
και πώς στους Φαίακες τέλος έφτασε, μετά από μύρια πάθη,
κι εκείνοι ολόκαρδα ως αθάνατο τόνε τιμήσαν όλοι,
και με καράβι τον ξαπόστειλαν στη γη την πατρική του, 340
με απλοχεριά χαλκό και μάλαμα και ρούχα δίνοντάς του.
Στερνός αυτός εστάθη ο λόγος του, κι ήρθε ο γλυκός ο γύπνος
τα μέλη λύνοντάς του, λύνοντας και της ψυχής τις έγνοιες.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε:
μόλις λογάριασε στα φρένα της πως ο Οδυσσέας εχάρη 345
με τη γυναίκα του τον έρωτα και χόρτασε τον ύπνο,
απ᾽ το ωκεάνειο ρέμα εσήκωσε, στη γη το φως να φέρει,
την πουρνογέννητη Χρυσόθρονη· κι απ᾽ τ᾽ απαλό κλινάρι
σηκώθηκε ο Οδυσσέας, και μίλησε στο ταίρι του γυρνώντας:
«Γυναίκα, από πολλούς χορτάσαμε βαριούς ως τώρα μόχτους 350
κι οι δυο μας· συ για τον πολύπαθο θρηνώντας γυρισμό μου
εδώ, και μένα ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί με βασανίζαν
μακριά απ᾽ το χώμα της πατρίδας μου, που λαχταρούσα τόσο.
Τώρα που πια στο πολυπόθητο πλαγιάσαμε κλινάρι,
το βιος, αυτό που εδώ μου βρίσκεται, να το γνοιαστείς μονάχη· 355
μα τα κοπάδια, αυτά που οι πέρφανοι μου ρήμαξαν μνηστήρες ―
πολλά μεβιάς θ᾽ αρπάξω μόνος μου, κι άλλα ο λαός θα δώσει
από δικού του, ωσόπου οι μάντρες μου ξανά γεμίσουν όλες.
Μα τώρα εγώ για το πολύδεντρο το χτήμα λέω να φύγω,
να ιδώ τον αντρειανό τον κύρη μου, που ζει με τον καημό μου. 360
Για σένα ορίζω, αν και μονάχος του μπορεί να κρίνει ο νους σου ―
τι μόλις κρούσει ο γήλιος, το άκουσμα θ᾽ απλώσει ευτύς ολούθε
για τους μνηστήρες που σκοτώθηκαν στο σπίτι εδώ από μένα.
Λοιπόν ανέβα με τις βάγιες σου ψηλά στο ανώι και κάθου,
κανέναν να μη δουν τα μάτια σου μηδέ και να ρωτήσεις.» 365
Είπε, και πέρασε τα πάγκαλα στους ώμους άρματά του·
μετά στον Εύμαιο, στον Τηλέμαχο και στο βουκόλο πήγε
να τους ξυπνήσει κι είπε τ᾽ άρματα να πιάσουν του πολέμου.
Κι αυτοί, την προσταγή του ακούγοντας, με το χαλκό ζωστήκαν,
τις πόρτες άνοιξαν, κι ως έβγαιναν, μπροστά ο Οδυσσέας τραβούσε. 370
Κιόλα το φως στη γης απλώνουνταν, μα εκείνους η Παλλάδα,
από το κάστρο ως βγαίναν, σε βαθύ τούς έκρυβε σκοτάδι.
Ἄρξατο δ᾽ ὡς πρῶτον Κίκονας δάμασ᾽, αὐτὰρ ἔπειτα 310
ἦλθεν Λωτοφάγων ἀνδρῶν πίειραν ἄρουραν·
ἠδ᾽ ὅσα Κύκλωψ ἔρξε, καὶ ὡς ἀπετίσατο ποινὴν
ἰφθίμων ἑτάρων, οὓς ἤσθιεν οὐδ᾽ ἐλέαιρεν·
ἠδ᾽ ὡς Αἴολον ἵκεθ᾽, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο
καὶ πέμπ᾽, οὐδέ πω αἶσα φίλην ἐς πατρίδ᾽ ἱκέσθαι 315
ἤην, ἀλλά μιν αὖτις ἀναρπάξασα θύελλα
πόντον ἐπ᾽ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα·
ἠδ᾽ ὡς Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην ἀφίκανεν,
οἳ νῆάς τ᾽ ὄλεσαν καὶ ἐϋκνήμιδας ἑταίρους
πάντας· Ὀδυσσεὺς δ᾽ οἶος ὑπέκφυγε νηῒ μελαίνῃ. 320
καὶ Κίρκης κατέλεξε δόλον πολυμηχανίην τε,
ἠδ᾽ ὡς εἰς Ἀΐδεω δόμον ἤλυθεν εὐρώεντα,
ψυχῇ χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο,
νηῒ πολυκλήϊδι, καὶ ἔσιδε πάντας ἑταίρους
μητέρα θ᾽, ἥ μιν ἔτικτε καὶ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα· 325
ἠδ᾽ ὡς Σειρήνων ἁδινάων φθόγγον ἄκουσεν,
ὥς θ᾽ ἵκετο Πλαγκτὰς πέτρας δεινήν τε Χάρυβδιν
Σκύλλην θ᾽, ἣν οὔ πώ ποτ᾽ ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν·
ἠδ᾽ ὡς Ἠελίοιο βόας κατέπεφνον ἑταῖροι·
ἠδ᾽ ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ 330
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, ἀπὸ δ᾽ ἔφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι
πάντες ὁμῶς, αὐτὸς δὲ κακὰς ὑπὸ κῆρας ἄλυξεν·
ὥς θ᾽ ἵκετ᾽ Ὠγυγίην νῆσον νύμφην τε Καλυψώ,
ἣ δή μιν κατέρυκε λιλαιομένη πόσιν εἶναι
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, καὶ ἔτρεφεν ἠδὲ ἔφασκε 335
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήρων ἤματα πάντα·
ἀλλὰ τοῦ οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν·
ἠδ᾽ ὡς ἐς Φαίηκας ἀφίκετο πολλὰ μογήσας,
οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο
καὶ πέμψαν σὺν νηῒ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, 340
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες.
τοῦτ᾽ ἄρα δεύτατον εἶπεν ἔπος, ὅτε οἱ γλυκὺς ὕπνος
λυσιμελὴς ἐπόρουσε, λύων μελεδήματα θυμοῦ.
Ἡ δ᾽ αὖτ᾽ ἄλλ᾽ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
ὁππότε δή ῥ᾽ Ὀδυσῆα ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν 345
εὐνῆς ἧς ἀλόχου ταρπήμεναι ἠδὲ καὶ ὕπνου,
αὐτίκ᾽ ἀπ᾽ Ὠκεανοῦ χρυσόθρονον ἠριγένειαν
ὦρσεν, ἵν᾽ ἀνθρώποισι φόως φέροι· ὦρτο δ᾽ Ὀδυσσεὺς
εὐνῆς ἐκ μαλακῆς, ἀλόχῳ δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν·
«ὦ γύναι, ἤδη μὲν πολέων κεκορήμεθ᾽ ἀέθλων 350
ἀμφοτέρω, σὺ μὲν ἐνθάδ᾽ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον
κλαίουσ᾽· αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ θεοὶ ἄλλοι
ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης.
νῦν δ᾽ ἐπεὶ ἀμφοτέρω πολυήρατον ἱκόμεθ᾽ εὐνήν,
κτήματα μὲν τά μοί ἐστι κομιζέμεν ἐν μεγάροισι, 355
μῆλα δ᾽ ἅ μοι μνηστῆρες ὑπερφίαλοι κατέκειραν,
πολλὰ μὲν αὐτὸς ἐγὼ ληΐσσομαι, ἄλλα δ᾽ Ἀχαιοὶ
δώσουσ᾽, εἰς ὅ κε πάντας ἐνιπλήσωσιν ἐπαύλους.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ἐγὼ πολυδένδρεον ἀγρὸν ἔπειμι,
ὀψόμενος πατέρ᾽ ἐσθλόν, ὅ μοι πυκινῶς ἀκάχηται· 360
σοὶ δέ, γύναι, τάδ᾽ ἐπιτέλλω πινυτῇ περ ἐούσῃ·
αὐτίκα γὰρ φάτις εἶσιν ἅμ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι
ἀνδρῶν μνηστήρων, οὓς ἔκτανον ἐν μεγάροισιν·
εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
ἧσθαι, μηδέ τινα προτιόσσεο μηδ᾽ ἐρέεινε.» 365
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλά,
ὦρσε δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην,
πάντας δ᾽ ἔντε᾽ ἄνωγεν ἀρήϊα χερσὶν ἑλέσθαι.
οἱ δέ οἱ οὐκ ἀπίθησαν, ἐθωρήσσοντο δὲ χαλκῷ,
ὤϊξαν δὲ θύρας, ἐκ δ᾽ ἤϊον· ἄρχε δ᾽ Ὀδυσσεύς. 370
ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα, τοὺς δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνη
νυκτὶ κατακρύψασα θοῶς ἐξῆγε πόληος.