Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 22 στ. 292-353
Είπε ο βουκόλος των στριφτόκερων βοδιών· μετά ο Οδυσσέας
σιμάθε τον Αγέλαο πέτυχε με το μακρύ κοντάρι·
κι ο Λειώκριτος, ο γιος του Ευήνορα, χτυπήθη στο λαγγόνι
απ᾽ τον Τηλέμαχο, και χώθηκε βαθιά ο χαλκός στα σπλάχνα, 295
κι ως πίστομα σωριάστη, βρόντηξε το πρόσωπο στο χώμα.
Τότε η Αθηνά το ανθρωποφόνο της ψηλά σκουτάρι ασκώνει
απ᾽ τη σκεπή, κι αυτών εσάλεψαν τα φρένα, και σκορπίσαν
στο αρχονταρίκι μέσα τρέχοντας σαν κοπαδιού γελάδες,
που τις ξιπάζει η μύγα, ακούραστα πετώντας γύρωθέ τους, 300
καιρό της άνοιξης, σαν άρχισαν οι μέρες να μακραίνουν.
Κι οι άλλοι, ως αγιούπες γαντζομύτηδες και νυχοποδαράτοι,
που σε πουλιά χιμούν, ξεκόβοντας απ᾽ τα βουνά, κι εκείνα
τρέχουν να φύγουν απ᾽ τα σύγνεφα, να κατεβούν στον κάμπο·
μα απ᾽ τους αγιούπες δε γλιτώνουνε, τι δεν μπορούν να φύγουν 305
μηδέ ν᾽ αντιφερθούν, και χαίρουνται μ᾽ έτοιο κυνήγι οι ανθρώποι·
όμοια κι αυτοί με ορμή δεξόζερβα χτυπούσαν τους μνηστήρες
στο αρχονταρίκι· κι ως τους άνοιγαν χτυπώντας τα κεφάλια,
βαρύς γρικιόταν βόγγος κι άχνιζε το πάτωμα απ᾽ το γαίμα.
Ο Λειώδης τότε εχύθη κι έπιασε τα γόνα του Οδυσσέα 310
και λόγια τού ᾽λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια:
«Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατά σου πέφτω!
Εγώ ποτέ μες στο παλάτι σου δεν πείραξα γυναίκα
με πράξη γιά με λόγο αταίριαστο, και τους μνηστήρες, όσοι
τέτοιες δουλειές εκάμαν άνομες, ζητούσα ν᾽ αντισκόψω. 315
Μα αυτοί δε μ᾽ άκουαν, από τ᾽ άδικο να τραβηχτούν, για τούτο
άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν απ᾽ τ᾽ άνομά τους έργα.
Μα εγώ ημουν μάντης στα θυμιάματα, και τώρα αθώος θα πέσω,
τι αλήθεια το καλό που κάνουμε καμιά δε βρίσκει χάρη!»
Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας: 320
«Αν στα θυμιάματά τους πέτεσαι πως σ᾽ είχαν μάντη αλήθεια,
πόσες φορές μες στο παλάτι μου θα ευκήθης δίχως άλλο
να μη χαρώ ποτέ την όμορφη του γυρισμού μου μέρα,
κι έτσι να πάρεις τη γυναίκα μου, παιδιά να σου γεννήσει.
Πώς θες λοιπόν τον πικροθάνατο να τον γλιτώσεις τώρα;» 325
Αυτά ειπε, κι από κάτω σήκωσε με το βαρύ του χέρι
του Αγέλαου το σπαθί, που ως έπεφτε νεκρός εκείνος, τού ᾽χε
φύγει απ᾽ το χέρι, και τον χτύπησε καταμεσίς στο σβέρκο,
κι όπως μιλούσε ακόμα, κύλησε στη σκόνη η κεφαλή του.
Μα ο γιος του Τέρπιου τότε γλίτωσε του Χάρου, ο τραγουδάρης 330
ο Φήμιος, στους μνηστήρες πού ᾽ψαλλε συχνά, μα αθέλητά του.
Ορθός, κρατώντας την ψιλόφωνη κιθάρα του στα χέρια
στο παραπόρτι εβρέθη· δίγνωμη βουλή τον κυβερνούσε:
να βγεί να κάτσει ικέτης στο βωμό του Δία του τρισμεγάλου,
που τον αυλόγυρο προστάτευε, κι απάνω εκεί ο Λαέρτης 335
συχνά κι ο γιος του πλήθος έκαιγαν βοδιών μεριά; γιά κάλλιο
να τρέξει γρήγορα τα γόνατα να πιάσει του Οδυσσέα;
Κι αυτό τού εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι,
να τρέξει, του Οδυσσέα τα γόνατα του αρχοντικού να πιάσει.
Τη βαθουλή κιθάρα απίθωσε λοιπόν στο χώμα κάτω, 340
αναμεσός στο ασημοκάρφωτο θρονί και στο κροντήρι,
κι εκείνος χύθηκε στα γόνατα να πέσει του Οδυσσέα,
και λόγια τού ᾽λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια:
«Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατά σου πέφτω!
Καημό και συ θα τό ᾽χεις έπειτα, τον τραγουδάρη αν ίσως 345
σκοτώσεις, που θνητούς κι αθάνατους με το τραγούδι ευφραίνω.
Μόνος μου τά ᾽μαθα· μου φύσηξε λογής λογής τραγούδια
κάποιος θεός στα φρένα· μού ᾽ρχεται να τραγουδήσω ομπρός σου,
σαν νά ᾽σουνα θεός· μη μελετάς λοιπόν το χαλασμό μου!
Γι᾽ αυτά θα μπόρειε κι ο Τηλέμαχος να σου μιλήσει, ο γιος σου, 350
πως άθελά μου, δίχως διάφορο δικό μου, τους μνηστήρες
έσμιγα εδώ, κι ως ήταν πιότεροι κι η δύναμή τους πλήθια,
μεβιάς με φέρναν, στις ξεφάντωσες τραγούδια να τους ψάλω.»
Ἦ ῥα βοῶν ἑλίκων ἐπιβουκόλος· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ·
Τηλέμαχος δ᾽ Εὐηνορίδην Ληόκριτον οὖτα
δουρὶ μέσον κενεῶνα, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν· 295
ἤριπε δὲ πρηνής, χθόνα δ᾽ ἤλασε παντὶ μετώπῳ.
δὴ τότ᾽ Ἀθηναίη φθισίμβροτον αἰγίδ᾽ ἀνέσχεν
ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς· τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν.
οἱ δ᾽ ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον βόες ὣς ἀγελαῖαι·
τὰς μέν τ᾽ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν 300
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾽ ἤματα μακρὰ πέλονται·
οἱ δ᾽ ὥς τ᾽ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι
ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ᾽ ὀρνίθεσσι θόρωσι·
ταὶ μέν τ᾽ ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται,
οἱ δέ τε τὰς ὀλέκουσιν ἐπάλμενοι, οὐδέ τις ἀλκὴ 305
γίνεται οὐδὲ φυγή· χαίρουσι δέ τ᾽ ἀνέρες ἄγρῃ·
ὣς ἄρα τοὶ μνηστῆρας ἐπεσσύμενοι κατὰ δῶμα
τύπτον ἐπιστροφάδην· τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾽ ἅπαν αἵματι θῦε.
Ληώδης δ᾽ Ὀδυσῆος ἐπεσσύμενος λάβε γούνων, 310
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«γουνοῦμαί σ᾽, Ὀδυσεῦ· σὺ δέ μ᾽ αἴδεο καί μ᾽ ἐλέησον·
οὐ γάρ πώ τινά φημι γυναικῶν ἐν μεγάροισιν
εἰπεῖν οὐδέ τι ῥέξαι ἀτάσθαλον· ἀλλὰ καὶ ἄλλους
παύεσκον μνηστῆρας, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι. 315
ἀλλά μοι οὐ πείθοντο κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι·
τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.
αὐτὰρ ἐγὼ μετὰ τοῖσι θυοσκόος οὐδὲν ἐοργὼς
κείσομαι, ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ᾽ εὐεργέων.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 320
«εἰ μὲν δὴ μετὰ τοῖσι θυοσκόος εὔχεαι εἶναι,
πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι ἐν μεγάροισι
τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τέλος γλυκεροῖο γενέσθαι,
σοὶ δ᾽ ἄλοχόν τε φίλην σπέσθαι καὶ τέκνα τεκέσθαι·
τῷ οὐκ ἂν θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.» 325
Ὣς ἄρα φωνήσας ξίφος εἵλετο χειρὶ παχείῃ
κείμενον, ὅ ῥ᾽ Ἀγέλαος ἀποπροέηκε χαμᾶζε
κτεινόμενος· τῷ τόν γε κατ᾽ αὐχένα μέσσον ἔλασσε·
φθεγγομένου δ᾽ ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη.
Τερπιάδης δ᾽ ἔτ᾽ ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν, 330
Φήμιος, ὅς ῥ᾽ ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ.
ἔστη δ᾽ ἐν χείρεσσιν ἔχων φόρμιγγα λίγειαν
ἄγχι παρ᾽ ὀρσοθύρην· δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν,
ἢ ἐκδὺς μεγάροιο Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμὸν
ἑρκείου ἵζοιτο τετυγμένον, ἔνθ᾽ ἄρα πολλὰ 335
Λαέρτης Ὀδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί᾽ ἔκηαν,
ἦ γούνων λίσσοιτο προσαΐξας Ὀδυσῆα.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
γούνων ἅψασθαι Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
ἦ τοι ὁ φόρμιγγα γλαφυρὴν κατέθηκε χαμᾶζε 340
μεσσηγὺς κρητῆρος ἰδὲ θρόνου ἀργυροήλου,
αὐτὸς δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα προσαΐξας λάβε γούνων,
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«γουνοῦμαί σ᾽, Ὀδυσεῦ· σὺ δέ μ᾽ αἴδεο καί μ᾽ ἐλέησον·
αὐτῷ τοι μετόπισθ᾽ ἄχος ἔσσεται, εἴ κεν ἀοιδὸν 345
πέφνῃς, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀείδω.
αὐτοδίδακτος δ᾽ εἰμί, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας
παντοίας ἐνέφυσεν· ἔοικα δέ τοι παραείδειν
ὥς τε θεῷ· τῷ μή με λιλαίεο δειροτομῆσαι.
καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ᾽ εἴποι, σὸς φίλος υἱός, 350
ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς σὸν δόμον οὐδὲ χατίζων
πωλεύμην μνηστῆρσιν ἀεισόμενος μετὰ δαῖτας,
ἀλλὰ πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες ἦγον ἀνάγκῃ.»