Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 21 στ. 343-385
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τής δίνει:
«Εγώ ειμαι ο αφέντης τώρα, μάνα μου, του δοξαριού· το δίνω
γιά κι όχι σ᾽ όποιον θέλω, λεύτερα! Κανείς Αργίτης άλλος, 345
μηδέ οι ρηγάδες την πετρόχαρη που κυβερνούν Ιθάκη
γιά τα νησιά μπροστά στην Ήλιδα την αλογοθροφούσα.
Με το στανιό κανείς δε δύνεται να με κρατήσει, αν θέλω
το τόξο που θωρείς στον ξένο μου για πάντα να χαρίσω.
Μα εσύ στην κάμαρά σου πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα, 350
τον αργαλειό, τη ρόκα, πρόσταζε κι οι βάγιες να δουλεύουν·
για το δοξάρι εσύ μη γνοιάζεσαι· θα το φροντίσουν οι άντρες
― όλοι, μα εγώ πιο απ᾽ όλους· κύβερνος εγώ ειμαι του σπιτιού μου!»
Εκείνη εσάστισε, και βάζοντας τα μυαλωμένα λόγια
του γιου της στην καρδιά ξεκίνησε στην κάμαρά της πίσω. 355
Κι όπως ανέβη με τις βάγιες της στο ανώι, για να πλαγιάσει,
τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου
της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκό στα μάτια γύπνο.
Το θείο χοιροβοσκό ως αντίκρισαν ωστόσο το δοξάρι
να κουβαλά οι μνηστήρες, θύμωσαν στον αντρωνίτη μέσα, 360
κι έτσι φωνάζαν απ᾽ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
«Το γυριστό δοξάρι πού το πας, χοιροβοσκέ χαμένε,
που εδώ όλο τριγυρνάς; Τα γρήγορα που ανάθρεφες σκυλιά σου
θα σε ξεσκίσουν μπρος στους χοίρους του στα ξώμερα σε λίγο,
μονάχα ο Φοίβος κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να μας σταθούνε.» 365
Έτσι έλεγαν, κι εκείνος τρόμαξε που του φωνάζαν τόσοι
στην κάμαρα, κι εκεί που βρέθηκε, το τόξο αφήκε κάτω.
Μα κι ο Τηλέμαχος τον έπιασε με τις φοβέρες κι είπε:
«Παππούλη, φέρ᾽ το τόξο! Σίγουρα δε θά ᾽βγει σε καλό σου
πολλούς ν᾽ ακούς. Αν και μικρότερος, στις πέτρες θα σε στρώσω 370
ως τα χωράφια κυνηγώντας σε· τι ο πιο γερός εγώ ειμαι.
Αχ, νά ᾽ταν όμοια κάτω νά ᾽βαζα στη δύναμη, στα χέρια
και τους μνηστήρες, όσοι βρίσκουνται στο αρχοντικό μας μέσα!
Άσκημα τότε από το σπίτι μας σε μια στιγμή θα φεύγαν
διωγμένοι κάποιοι, που στα φρένα τους κακά μονάχα κλώθουν.» 375
Αυτά ειπε, κι όλοι με τα λόγια του γελάσαν οι μνηστήρες,
τι πια ξεθύμαινε στα φρένα τους ο άγριος θυμός που νιώθαν
για τον Τηλέμαχο. Και διάβηκε την κάμαρα κρατώντας
ο Εύμαιος το τόξο και το απίθωσε μες στου Οδυσσέα τα χέρια·
μετά τη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, κι ως βγήκε αυτή, της είπε: 380
«Σου δίνει προσταγή ο Τηλέμαχος, Ευρύκλεια μυαλωμένη,
στο αρχονταρίκι τα καλάρμοστα πορτόφυλλα να κλείσεις.
Κι αν απ᾽ τους άντρες βόγγο κάποια σας ακούσει γιά και βρόντο,
την ώρα που όλοι μέσα θά ᾽μαστε κλεισμένοι, από την πόρτα
να μην προβάλει, μόνο αμίλητη να κάνει τη δουλειά της.» 385
Τὴν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«μῆτερ ἐμή, τόξον μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμεῖο
κρείσσων, ᾧ κ᾽ ἐθέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι, 345
οὔθ᾽ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν,
οὔθ᾽ ὅσσοι νήσοισι πρὸς Ἤλιδος ἱπποβότοιο·
τῶν οὔ τίς μ᾽ ἀέκοντα βιήσεται αἴ κ᾽ ἐθέλωμι
καὶ καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι τάδε τόξα φέρεσθαι.
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε, 350
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· τόξον δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.»
Ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει·
παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ. 355
ἐς δ᾽ ὑπερῷ᾽ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ
κλαῖεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.
Αὐτὰρ ὁ τόξα λαβὼν φέρε καμπύλα δῖος ὑφορβός·
μνηστῆρες δ᾽ ἄρα πάντες ὁμόκλεον ἐν μεγάροισιν· 360
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«πῇ δὴ καμπύλα τόξα φέρεις, ἀμέγαρτε συβῶτα,
πλαγκτέ; τάχ᾽ αὖ σ᾽ ἐφ᾽ ὕεσσι κύνες ταχέες κατέδονται
οἶον ἀπ᾽ ἀνθρώπων, οὓς ἔτρεφες, εἴ κεν Ἀπόλλων
ἡμῖν ἱλήκῃσι καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι.» 365
Ὣς φάσαν, αὐτὰρ ὁ θῆκε φέρων αὐτῇ ἐνὶ χώρῃ,
δείσας, οὕνεκα πολλοὶ ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι.
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτέρωθεν ἀπειλήσας ἐγεγώνει·
«ἄττα, πρόσω φέρε τόξα· τάχ᾽ οὐκ εὖ πᾶσι πιθήσεις·
μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, 370
βάλλων χερμαδίοισι· βίηφι δὲ φέρτερός εἰμι.
αἲ γὰρ πάντων τόσσον, ὅσοι κατὰ δώματ᾽ ἔασι,
μνηστήρων χερσίν τε βίηφί τε φέρτερος εἴην·
τῷ κε τάχα στυγερῶς τιν᾽ ἐγὼ πέμψαιμι νέεσθαι
ἡμετέρου ἐξ οἴκου, ἐπεὶ κακὰ μηχανόωνται.» 375
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν
μνηστῆρες, καὶ δὴ μέθιεν χαλεποῖο χόλοιο
Τηλεμάχῳ· τὰ δὲ τόξα φέρων ἀνὰ δῶμα συβώτης
ἐν χείρεσσ᾽ Ὀδυσῆϊ δαΐφρονι θῆκε παραστάς.
ἐκ δὲ καλεσσάμενος προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν· 380
«Τηλέμαχος κέλεταί σε, περίφρων Εὐρύκλεια,
κληῗσαι μεγάροιο θύρας πυκινῶς ἀραρυίας,
ἢν δέ τις ἢ στοναχῆς ἠὲ κτύπου ἔνδον ἀκούσῃ
ἀνδρῶν ἡμετέροισιν ἐν ἕρκεσι, μή τι θύραζε
προβλώσκειν, ἀλλ᾽ αὐτοῦ ἀκὴν ἔμεναι παρὰ ἔργῳ.» 385