Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 20 στ. 299-344
Είπε, κι απ᾽ το πανέρι κόκαλο ποδιού βοδίσιου αρπώντας
με βαρύ χέρι τού το πέταξε· μα εκείνος το κεφάλι 300
λίγο αναμέρισε και ξέφυγε, με πίκρα στο θυμό του
αχνογελώντας· κι όπως χτύπησε στο στέριο τοίχο απάνω
το κόκαλο, βαριά ο Τηλέμαχος το Χτήσιππο αποπήρε!
«Έχεις αλήθεια τύχη, Χτήσιππε, και βγήκε σε καλό σου·
τον ξένο δεν τον βρήκες· ξέφυγε μονάχος τη ριξιά σου· 305
αλλιώς θα σ᾽ έβρισκα κατάκορμα με σουβλερό κοντάρι,
κι αντίς για γάμο τώρα ο κύρης σου το ξόδι σου εδώ πέρα
θα σύνταζε· γι᾽ αυτό μην κάνετε ντροπές στο αρχοντικό μου!
Τώρα κι εγώ νογώ στα φρένα μου, και το καλό να κρίνω
και το κακό κατέχω· ανέμυαλος, ως πρώτα, πια δεν είμαι. 310
Κι όμως βαστούμε τούτο βλέποντας, να σφάζουνται τ᾽ αρνιά μας
κι οι γίδες, το κρασί να πίνεται, και το ψωμί μας όλο
να τρώγεται· βαρύ ενας άνθρωπος πολλούς ν᾽ ανακρατήσει.
Μα ελάτε, αφήστε πια τις όχτρητες κι άλλες ζημιές δε θέλω.
Μα αν λέτε θάνατο να δώσετε με το χαλκό σε μένα, 315
το προτιμώ κι εγώ! Καλύτερα χίλιες φορές να λείψω
παρά ανομιές μπροστά μου αδιάκοπα να βλέπω, δίχως τέλος ―
να κακοφέρνουνται στους ξένους μου, τις σκλάβες μου γυναίκες
εδώ κι εκεί να σέρνουν άπρεπα μες στ᾽ όμορφο παλάτι.»
Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν εβγάναν άχνα, 320
και μόνο ο Αγέλαος, του Δαμάστορα σε λίγο ο γιος τούς είπε:
«Δίκιος αν στάθη ο λόγος που άκουσε, πρεπό δεν είναι, φίλοι,
κανείς ν᾽ ανάβει και πικρόχολα ν᾽ αντιμιλά στον άλλο.
Τον ξένο πια μην τον παιδεύετε μηδέ τους άλλους σκλάβους,
που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα. 325
Μόνο ένα λόγο στον Τηλέμαχο και στη μητέρα του έχω
να πω καλό· μπορεί, αν τον άκουγαν, να βγεί της αρεσκιάς τους·
όσον καιρό η καρδιά στα στήθη σας κρατούσε ακόμα ελπίδα
το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να δείτε να διαγέρνει,
κανείς δε θύμωνε, αν προσμένατε και τους μνηστήρες όλους 330
στο σπίτι μέσα ανακρατούσατε· για σας αλήθεια κάλλιο
νά ᾽χε ο Οδυσσέας ερθεί στο σπίτι του γυρνώντας απ᾽ τα ξένα.
Μα τώρα πια ξεφανερώθηκε πως δε διαγέρνει πίσω.
Τράβα λοιπόν και δίπλα κάθισε στη μάνα σου και πες της
να πάρει αυτόν που θά ᾽ναι ο κάλλιος μας και πιο πολλά θα δώκει· 335
για να μπορείς και συ να χαίρεσαι τα πατρικά αγαθά σου,
να τρως, να πίνεις, κι άλλου η μάνα σου να γνοιάζεται το σπίτι.»
Κι ο φρόνιμος γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Αγέλαε, μη! Στο Δία τ᾽ ορκίζουμαι, στα πάθη του γονιού μου,
που παραδέρνει γιά σκοτώθηκε μακριά απ᾽ τη γη του κάπου: 340
δε βάζω εμπόδιο εγώ στης μάνας μου το γάμο, μόν᾽ τη σπρώχνω
να παντρευτεί όποιον θέλει, κι άμετρα δίνω από πάνω δώρα.
Μα να τη διώξω, από το σπίτι μας να φύγει αθέλητά της,
τό ᾽χω ντροπή· μη δώσεις άδικο να κάμω τέτοιο, θε μου!»
Ὣς εἰπὼν ἔρριψε βοὸς πόδα χειρὶ παχείῃ,
κείμενον ἐκ κανέοιο λαβών· ὁ δ᾽ ἀλεύατ᾽ Ὀδυσσεὺς 300
ἦκα παρακλίνας κεφαλήν, μείδησε δὲ θυμῷ
σαρδάνιον μάλα τοῖον· ὁ δ᾽ εὔδμητον βάλε τοῖχον.
Κτήσιππον δ᾽ ἄρα Τηλέμαχος ἠνίπαπε μύθῳ·
«Κτήσιππ᾽, ἦ μάλα τοι τόδε κέρδιον ἔπλετο θυμῷ·
οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον· ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός. 305
ἦ γάρ κέν σε μέσον βάλον ἔγχεϊ ὀξυόεντι,
καί κέ τοι ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο
ἐνθάδε. τῶ μή τίς μοι ἀεικείας ἐνὶ οἴκῳ
φαινέτω· ἤδη γὰρ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα,
ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρεια· πάρος δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα. 310
ἀλλ᾽ ἔμπης τάδε μὲν καὶ τέτλαμεν εἰσορόωντες,
μήλων σφαζομένων οἴνοιό τε πινομένοιο
καὶ σίτου· χαλεπὸν γὰρ ἐρυκακέειν ἕνα πολλούς.
ἀλλ᾽ ἄγε μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες·
εἰ δ᾽ ἤδη μ᾽ αὐτὸν κτεῖναι μενεαίνετε χαλκῷ, 315
καί κε τὸ βουλοίμην, καί κεν πολὺ κέρδιον εἴη
τεθνάμεν ἢ τάδε γ᾽ αἰὲν ἀεικέα ἔργ᾽ ὁράασθαι,
ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας
ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα καλά.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ· 320
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι·
μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν᾽ ἄλλον
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾽ Ὀδυσσῆος θείοιο. 325
Τηλεμάχῳ δέ κε μῦθον ἐγὼ καὶ μητέρι φαίην
ἤπιον, εἴ σφωϊν κραδίῃ ἅδοι ἀμφοτέροιϊν.
ὄφρα μὲν ὑμῖν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει
νοστήσειν Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε,
τόφρ᾽ οὔ τις νέμεσις μενέμεν τ᾽ ἦν ἰσχέμεναί τε 330
μνηστῆρας κατὰ δώματ᾽, ἐπεὶ τόδε κέρδιον ἦεν,
εἰ νόστησ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα·
νῦν δ᾽ ἤδη τόδε δῆλον, ὅ τ᾽ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν.
ἀλλ᾽ ἄγε σῇ τάδε μητρὶ παρεζόμενος κατάλεξον,
γήμασθ᾽ ὅς τις ἄριστος ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν, 335
ὄφρα σὺ μὲν χαίρων πατρώϊα πάντα νέμηαι,
ἔσθων καὶ πίνων, ἡ δ᾽ ἄλλου δῶμα κομίζῃ.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«οὐ μὰ Ζῆν᾽, Ἀγέλαε, καὶ ἄλγεα πατρὸς ἐμοῖο,
ὅς που τῆλ᾽ Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται, 340
οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον, ἀλλὰ κελεύω
γήμασθ᾽ ᾧ κ᾽ ἐθέλῃ, ποτὶ δ᾽ ἄσπετα δῶρα δίδωμι.
αἰδέομαι δ᾽ ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι
μύθῳ ἀναγκαίῳ· μὴ τοῦτο θεὸς τελέσειεν.»