Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Οδύσσεια 2 στ. 309-370
Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά τού δίνει:
«Αντίνοε, το που λες δε γίνεται, με σας τους φαντασμένους 310
να κάθουμαι να τρώγω αμίλητος και να ξεδίνω ανέγνοιος.
Δε φτάνει που οι μνηστήρες φάγατε πλήθια αγαθά απ᾽ το βιος μου
στα χρόνια μέσα που ήμουν άμυαλο, μικρό παιδάκι ακόμα;
Τώρα που τράνεψα κι ακούγοντας των άλλων τις κουβέντες
καταλαβαίνω και στα στήθη μου τρανεύει το κουράγιο, 315
θα κάμω ό,τι μπορώ στου θάνατου τις Λάμιες να σας ρίξω,
στην Πύλο ως θά ᾽μαι γιά και φτάνοντας ξανά στη χώρα ετούτη.
Θα φύγω ―η στράτα που αποφάσισα θα γένει δίχως άλλο―
σαν ταξιδιώτης· δεν αξιώθηκα δικούς μου λαμνοκόπους
και πλοίο μαθές· αυτό λογιάζετε πως σας συφέρνει κάλλιο.» 320
Είπε, κι αδιάφορα αποτράβηξε το χέρι του απ᾽ το χέρι
του Αντίνοου· κι οι μνηστήρες σύνταζαν στο σπίτι τα τραπέζια
και λόγια αγγιχτικά τού πέταγαν και τον αναγελούσαν
κι έτσι φωνάζαν απ᾽ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
«Το χαλασμό μας ο Τηλέμαχος συγκλώθει, κι απ᾽ την Πύλο 325
την αμμουδάτη παραστάτορες να φέρει λογαριάζει
γιά κι απ᾽ τη Σπάρτη, αλλιώς δε θά ᾽δειχνε να πάει λαχτάρα τόση.
Μπορεί να θέλει κι ως την Έφυρα την παχιοχωματούσα
να πάει, φαρμακεμένα βότανα να κουβαλήσει εκείθε
και να τα ρίξει στο κροντήρι μας, να μη γλιτώσει ούτ᾽ ένας!» 330
Κι ελέγαν άλλοι από τους νιούτσικους τους φαντασμένους τέτοια:
«Κι αυτός ποιός ξέρει αν στο ταξίδι του, δεν παραδείρει κι έβρει
αλάργα απ᾽ τους δικούς του θάνατο, καθώς τον Οδυσσέα ―
για να πληθύνουν έτσι οι κόποι μας· τι όλο το βιος του τότε
θα το μοιράζαμε· θα δίναμε στη μάνα του μονάχα 335
και σ᾽ όποιον ταίρι θα την έπαιρνε το σπίτι να καθόνται.»
Λέγαν, μα αυτός στο αψηλοτάβανο του κύρη του κελάρι
κατέβη το φαρδύ, κει πού ᾽κρυβε χρυσάφι στοιβαγμένο
και λάδι ευωδιαστό και χάλκωμα, και ρούχα στις κασέλες·
κι ήταν πιθάρια για γλυκόπιοτο, παλιό κρασί, στημένα 340
γραμμή, γεμάτα ανεροκόπητο, θεϊκό πιοτό, στον τοίχο
δίπλα αναγέρνοντας, αν γύριζε στο σπίτι του ο Οδυσσέας
μετά από τόσα πάθη κάποτε. Μια πόρτα το κελάρι
σφαλνούσε με διπλά πορτόφυλλα, καλαρμοσμένη, στέρια·
και μια κελάρισσα νυχτόημερα βρισκόταν εκεί μέσα 345
και φύλαε· το μυαλό της έκοβε καλά μαθές ― η Ευρύκλεια,
που ήταν αγγόνα του Πεισήνορα και του Ώπα κόρη· τούτη
τότε ο Τηλέμαχος φωνάζοντας της είπε στο κελάρι:
«Νένα, τις στάμνες, έλα, γέμισε κρασί γλυκό, και νά ᾽ναι
απ᾽ τα κρασιά μας το καλύτερο, μετά απ᾽ αυτό που κρύβεις 350
για το θεϊκό Οδυσσέα, τον άμοιρο, με την ελπίδα πάντα
πως θά ᾽ρθει κάπουθε ξεφεύγοντας τις Λάμιες του θανάτου.
Να μου γεμίσεις στάμνες δώδεκα, να τις βουλώσεις όλες,
και σε δερμάτια κριθαράλευρο καλοραμμένα βάλε·
είκοσι μόδια νά ᾽ναι θά ᾽θελα καλαλεσμένο αλεύρι· 355
κι όλα σε μια γωνιά συμμάζω τα, και μόνο εσύ να ξέρεις·
και θά ᾽ρθω ατός μου με το σούρουπο να τα σηκώσω, τότε
που θ᾽ ανεβεί στο ανώγι η μάνα μου, να θυμηθεί του γύπνου.
Στη Σπάρτη και στην Πύλο ελόγιασα να πάω την αμμουδάτη,
αν κάπου ακούσω για τον κύρη μου, το πότε θα διαγείρει.» 360
Είπε κι ευτύς η Ευρύκλεια η βάγια του το μοιρολόι κινούσε,
και μες στα κλάματα ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Ο λογισμός αυτός πώς πέρασε, παιδί μου, απ᾽ το μυαλό σου;
Στης γης τα μάκρη πώς στοχάζεσαι να φύγεις τώρα, πού ᾽σαι
αγαπημένος και μονάκριβος; Εκείνος, ο Οδυσσέας 365
ο αρχοντογέννητος, πια χάθηκε σε αλλόξενους ανθρώπους!
Μα τούτοι, ευτύς ως δουν πως έφυγες, κακά στο νου θα βάλουν,
για να χαθείς με δόλο, κι έπειτα το βιος σου θα μοιράσουν.
Μείνε λοιπόν εδώ, τα πλούτη σου να χαίρεσαι· ποιός λόγος
να τυραννιέσαι παραδέρνοντας μες στ᾽ άκαρπα πελάγη;» 370
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἀντίνο᾽, οὔ πως ἔστιν ὑπερφιάλοισι μεθ᾽ ὑμῖν 310
δαίνυσθαί τ᾽ ἀκέοντα καὶ εὐφραίνεσθαι ἕκηλον.
ἢ οὐχ ἅλις ὡς τὸ πάροιθεν ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
κτήματ᾽ ἐμά, μνηστῆρες, ἐγὼ δ᾽ ἔτι νήπιος ἦα;
νῦν δ᾽ ὅτε δὴ μέγας εἰμὶ καὶ ἄλλων μῦθον ἀκούων
πυνθάνομαι, καὶ δή μοι ἀέξεται ἔνδοθι θυμός, 315
πειρήσω ὥς κ᾽ ὔμμι κακὰς ἐπὶ κῆρας ἰήλω,
ἠὲ Πύλονδ᾽ ἐλθών, ἢ αὐτοῦ τῷδ᾽ ἐνὶ δήμῳ.
εἶμι μέν, οὐδ᾽ ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται ἣν ἀγορεύω,
ἔμπορος· οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος οὐδ᾽ ἐρετάων
γίγνομαι· ὥς νύ που ὔμμιν ἐείσατο κέρδιον εἶναι.» 320
Ἦ ῥα, καὶ ἐκ χειρὸς χεῖρα σπάσατ᾽ Ἀντινόοιο
ῥεῖα· μνηστῆρες δὲ δόμον κάτα δαῖτα πένοντο.
οἱ δ᾽ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον ἐπέεσσιν·
ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«Ἦ μάλα Τηλέμαχος φόνον ἡμῖν μερμηρίζει. 325
ἤ τινας ἐκ Πύλου ἄξει ἀμύντορας ἠμαθόεντος,
ἢ ὅ γε καὶ Σπάρτηθεν, ἐπεί νύ περ ἵεται αἰνῶς·
ἠὲ καὶ εἰς Ἐφύρην ἐθέλει, πίειραν ἄρουραν,
ἐλθεῖν, ὄφρ᾽ ἔνθεν θυμοφθόρα φάρμακ᾽ ἐνείκῃ,
ἐν δὲ βάλῃ κρητῆρι καὶ ἡμέας πάντας ὀλέσσῃ.» 330
Ἄλλος δ᾽ αὖτ᾽ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων·
«τίς δ᾽ οἶδ᾽ εἴ κε καὶ αὐτὸς ἰὼν κοίλης ἐπὶ νηὸς
τῆλε φίλων ἀπόληται ἀλώμενος ὥς περ Ὀδυσσεύς;
οὕτω κεν καὶ μᾶλλον ὀφέλλειεν πόνον ἄμμιν·
κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα, οἰκία δ᾽ αὖτε 335
τούτου μητέρι δοῖμεν ἔχειν ἠδ᾽ ὅς τις ὀπυίοι.»
Ὣς φάν· ὁ δ᾽ ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο πατρός,
εὐρύν, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο
ἐσθής τ᾽ ἐν χηλοῖσιν ἅλις τ᾽ εὐῶδες ἔλαιον·
ἐν δὲ πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ ἡδυπότοιο 340
ἕστασαν, ἄκρητον θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες,
ἑξείης ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες, εἴ ποτ᾽ Ὀδυσσεὺς
οἴκαδε νοστήσειε καὶ ἄλγεα πολλὰ μογήσας.
κληϊσταὶ δ᾽ ἔπεσαν σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι,
δικλίδες· ἐν δὲ γυνὴ ταμίη νύκτας τε καὶ ἦμαρ 345
ἔσχ᾽, ἣ πάντ᾽ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσιν,
Εὐρύκλει᾽, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο.
τὴν τότε Τηλέμαχος προσέφη θάλαμόνδε καλέσσας·
«Μαῖ᾽, ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον
ἡδύν, ὅτις μετὰ τὸν λαρώτατος ὃν σὺ φυλάσσεις, 350
κεῖνον ὀϊομένη τὸν κάμμορον, εἴ ποθεν ἔλθοι
διογενὴς Ὀδυσεὺς θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξας.
δώδεκα δ᾽ ἔμπλησον καὶ πώμασιν ἄρσον ἅπαντας.
ἐν δέ μοι ἄλφιτα χεῦον ἐϋρραφέεσσι δοροῖσιν·
εἴκοσι δ᾽ ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς. 355
αὐτὴ δ᾽ οἴη ἴσθι· τὰ δ᾽ ἀθρόα πάντα τετύχθω·
ἑσπέριος γὰρ ἐγὼν αἱρήσομαι, ὁππότε κεν δὴ
μήτηρ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβῇ κοίτου τε μέδηται.
εἶμι γὰρ ἐς Σπάρτην τε καὶ ἐς Πύλον ἠμαθόεντα,
νόστον πευσόμενος πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσω.» 360
Ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τίπτε δέ τοι, φίλε τέκνον, ἐνὶ φρεσὶ τοῦτο νόημα
ἔπλετο; πῇ δ᾽ ἐθέλεις ἰέναι πολλὴν ἐπὶ γαῖαν
μοῦνος ἐὼν ἀγαπητός; ὁ δ᾽ ὤλετο τηλόθι πάτρης 365
διογενὴς Ὀδυσεὺς ἀλλογνώτῳ ἐνὶ δήμῳ.
οἱ δέ τοι αὐτίκ᾽ ἰόντι κακὰ φράσσονται ὀπίσσω,
ὥς κε δόλῳ φθίῃς, τάδε δ᾽ αὐτοὶ πάντα δάσονται.
ἀλλὰ μέν᾽ αὖθ᾽ ἐπὶ σοῖσι καθήμενος· οὐδέ τί σε χρὴ
πόντον ἐπ᾽ ἀτρύγετον κακὰ πάσχειν οὐδ᾽ ἀλάλησθαι.» 370